LIFE COACHING: ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ (ΣΚΗΝΗ Ι ΚΑΙ ΣΚΗΝΗ ΙΙ)
LIFE COACHING
Θεατρική κωμωδία της Μαρίνας
Αποστόλου
Δύο δρώντες: ο Γιώργος και ο
Θανάσης, ηλικίας 30 συν.
Βρισκόμαστε σε ένα γραφείο που
μοιάζει με ψυχολόγου. Δηλαδή περιποιημένο και άνετο, όχι πολύ μεγάλο. Ευχάριστα,
ανοιχτά χρώματα, καλόγουστα έπιπλα, φυτά και κάδρα αλλά όχι φορτωμένο και
κουραστικό. Πάνω στο γραφείο υπάρχουν ένα μπουκάλι με νερό και δύο ποτήρια. Εκεί
εργάζεται ο Γιώργος που υποδέχεται πελάτες/υποστηριζόμενους, κόσμο που
χρησιμοποιεί τη νέα, σύγχρονη υπηρεσία του λεγόμενου «life coaching». Δηλαδή της καθοδήγησης των
επιλογών στη ζωή και της απάντησης σε κομβικές απορίες που προβληματίζουν έντονα
το άτομο σχετικά με το πώς να διαχειριστεί τον χρόνο του και τους ανθρώπους
γύρω του. Είναι απόγευμα Δευτέρας και τον επισκέπτεται ο Θανάσης κατόπιν
ραντεβού. Κάπου στα βόρεια της Αθήνας…
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Χτυπάει κουδούνι πόρτας, ο
Γιώργος ανοίγει δείχνοντας έτοιμος για το ραντεβού του. Είναι η πρώτη τους
συνεδρία.
Γ:-Καλησπέρα σας!
Θ:-Καλησπέρα (αμήχανος και
νευρικός) …
Γ:-Περάστε, καθίστε…
Θ:-Ευχαριστώ…
Γ:-Βγάλτε το μπουφάν σας…
κρεμάστε το εδώ, υπάρχει καλόγερος…
Θ:-Σαν πολλές προστακτικές δεν
μου λέτε;
Γ:-Τι εννοείτε;
Θ:-Ένα: περάστε, δύο: καθίστε,
τρία: βγάλτε και τέσσερα: κρεμάστε. Τέσσερις προστακτικές σε μισό μόνο λεπτό!
ΑΝ είναι δυνατόν!
Γ:-Μα, δεν σας πρόσταξα. Απλά σας
τα είπα αυτά για να βολευτείτε στο γραφείο.
Θ:-Να βολευτώ, ε; Εγώ έρχομαι εδώ
επειδή έχω προβλήματα και δη σοβαρά και εσείς με υποδέχεστε με αυστηρές,
επιτακτικές προσταγές! Σχεδόν στρατιωτικές διαταγές!
Γ:-Μα τι λέτε; Προς Θεού!
Θ:-Να κι ο Θεός τώρα!
Γ:-Ποιος Θεός;;;
Θ:-Τώρα δεν επικαλεστήκατε τον
Θεό;
Γ:-Σχήμα λόγου βεβαίως…
Θ:-Και πού ξέρετε αν εγώ πιστεύω
στον Θεό; Εγώ μπορεί να είμαι άθεος!
Γ:-Δεν έχω κανένα θέμα με αυτό…
Πιστέψτε με!
Θ:-Να να να κι η πίστη τώρα! Να τη
κι αυτή, χώθηκε στη συνεδρία μας.
Γ:-Προτείνω να ηρεμήσουμε και να
καθίσετε κάτω αφού βγάλετε το πανωφόρι σας… και να ξεκινήσουμε την όμορφη
κουβέντα μας.
Θ:-Την όμορφη είπατε;;;
Γ:-Ναι, την όμορφη…
Θ:-Και πού ξέρετε ότι θα είναι
όμορφη;
Γ:-Γιατί να μην είναι όμορφη;
Θ:-Γιατί θα είναι άσχημη!
Γ:-Πώς είστε τόσο σίγουρος;
Θ:-Είναι δυνατόν να έχω έρθει στα
30και μου σε ψυχολόγο και να έχω κάτι όμορφο να πω; Μάλλον άσχημα θα είναι τα
πράγματα και μάλιστα πολύ άσχημα.
Γ:-Ω, μην είστε απαισιόδοξος. Ας
κάνουμε μια θετική αρχή. Και αν συμφωνείτε να μιλάμε στον ενικό. Περίπου
τριάντα είμαι και εγώ.
Θ:-Στον ενικό, ε; Γιατί;
Γνωριζόμαστε και από χτες;
Γ:-Όχι αλλά θα γνωριστούμε
σήμερα.
Θ:-Μπα! Και μια ψευτοσυνεδρία των
40-45 εκεί λεπτών γιατί τρώμε και χρόνο με αηδίες όπως τώρα αρκεί να μας
συστήσει ώστε να αρχίσουν και οι ενικοί και τα ρε Γιώργο, ρε Θανάση, ρε μαλάκα,
ρε μπρο που λένε και οι πιο μικροί από μας;
Γ:-Δεν είχα σκοπό να σας
αποκαλέσω «μαλάκα», αν είναι δυνατόν… πόσο μάλλον «μπρο»… Ηρεμήστε…
Θ:-Να τη πάλι η προστακτική!
Γ:-Εντάξει, εντάξει, με
συγχωρείτε… Κομμένες οι προστακτικές. Αφού σας ενοχλούν, θα φροντίσω να είμαι
πιο προσεκτικός μαζί σας σε ό,τι λέω.
Θ:-Τώρα μιλάτε σωστά… Δεν είμαι
φαντάρος σας εγώ κι εσείς ο λοχίας μου!
Γ:-Είπα εγώ τέτοιο πράγμα;
Θ:-Εγώ είμαι απλά ένας πελάτης
σας και εσείς ως ψυχολόγος με υποστηρίζετε…
Γ:-Εντάξει, λοιπόν. Δεκτοί οι
ρόλοι μας. Και του ενός και του άλλου.
Θ:-Ρόλοι;
Γ:-Ναι, ρόλοι…
Θ:-Ηθοποιοί είμαστε; Θέατρο είναι
εδώ μέσα; Σκηνή;
Γ:-Μεταφορικά το λέω…
Θ:-Τι μεταφορικά;;; Θα με
τρελάνεις εντελώς; Τι μεταφέρεις δηλαδή; Φορτηγατζής είσαι; Ή κούριερ;
Γ:-Που λέει ο λόγος, κύριε
Αντωνίου…
Θ:-Τώρα μάλιστα… Με προσφωνείτε
με το επίθετό μου, που θα πει με σέβεστε. Κάτι είναι κι αυτό…
Γ:-Να είστε σίγουρος πως σας
σέβομαι έτσι κι αλλιώς, γενικά, και θα σας σέβομαι ακόμα κι αν φτάσουμε μια
μέρα στο σημείο να μιλάμε στον ενικό.
Θ:-Πάλι εκεί μου το πάτε, κύριε
Παπαευσταθόπουλε!
Γ:-Πού σας το πάω;
Θ:-Στον ενικό, στην οικειότητα…
στα χαχα χου! Στο τέλος θα βγαίνουμε μαζί για μπύρες!
Γ:-Ελάτε τώρα…
Θ:-Ε-ε-ε προστακτική είπαμε
κομμένη!
Γ:-Δεν σκοπεύω να σας οδηγήσω σε
μια τέτοια κατάσταση. Μιας υπέρμετρης οικειότητας ώστε να ξεχαστεί ο λόγος που
αποφασίσατε να με δείτε και να έρθετε ως εδώ.
Θ:-Πάλι καλά. Να κρεμάσω τελικά
στον καλόγερο το μπουφάν μου; Καλόγερος… άκου καλόγερο να λέμε την κρεμάστρα…
και το σπυρί το μεγάλο στον πισινό (μονολογεί – μουρμουράει). Δεν είμαστε καλά,
τέλος. Κανένας μας. Ούτε η γλώσσα μας δεν πάει καλά, εμείς πώς θα ήμασταν;
(μουρμουρητό).
Γ:-Μα ασφαλώς. Και αν θέλετε, να
σας βάλω κι ένα ποτηράκι νερό. Δεν έχει καν αρχίσει η συζήτησή μας και ήδη έχει
κολλήσει το στόμα μας.
Θ:-Ναι, ένα νεράκι θα το θελα.
Εμ, με αφήσατε να καθίσω σαν άνθρωπος; Από τα μούτρα με πήρατε…
Γ:-Όλα καλά θα πάνε… Όλα καλά… Θα
τα βρούμε όλα σιγά – σιγά…
Ο Θ κρεμάει το μπουφάν του, ο Γ σερβίρει
νερό στα δυο ποτήρια. ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Θ:-Λοιπόν;
Γ:-Τι λοιπόν;
Θ:-Γιατί
είστε εδώ;
Γ:-Εσείς
δεν ξέρετε γιατί είμαι εδώ;
Θ:-Ψυχολόγος
είμαι, για την ακρίβεια life
coach… Όχι ο μάντης Κάλχας…
Γ:-Τολμάτε
να με ειρωνεύεστε;
Θ:-Δεν
σας ειρωνεύομαι. Απλά σας ρωτάω ποια ανάγκη ή ποιες απορίες σας φέρνουν εδώ σε
μένα. Κάπως να μπούμε στο θέμα μας προσπαθώ.
Γ:-Μα
στο τηλέφωνο είχαμε πει λίγα λόγια για τον λόγο αυτό.
Θ:-Ναι,
αυτό είναι αλήθεια. Είχαμε πει πως έχετε θέματα με τη μαμά σας.
Γ:-Τη
μάνα μου, άκου «μαμά»… Τι είμαι; Μπούλης είμαι; Πέντε χρονών;
Θ:-Σύμφωνοι.
Με τη μάνα σας. Σας ταλαιπωρεί; Σας καταπιέζει ακόμα; Είναι αυταρχική μαζί σας;
Γ:-(Έξαλλος)
Τη δική μου τη μάνα δεν θα την ξαναπιάσεις εσύ στο στόμα σου!
Θ:-(Γαλήνιος)
Μμμ… να κι ο ενικός που πριν δεν μου επιτρεπόταν με τίποτα.
Γ:-Είπες
για τη μάνα μου! Το ιερότερο πρόσωπο που έχουμε σ’ αυτή τη ζωή! Και δεν θα
θυμώσω;
Θ:-Μα
δεν την έβρισα. Απλά ρώτησα αν ακόμα σας καταπιέζει με απαιτήσεις και
παρατηρήσεις.
Γ:-Εγώ
θα λέω για εκείνη ό,τι θέλω. Εσύ ποτέ!
Θ:-Πώς
σου φέρεται; Θες να μου πεις για τη σχέση σας;
Γ:-Μένουμε
μαζί. Ακόμα.
Θ:-Ποιοι
είναι οι λόγοι; Να υποθέσω οικονομικοί;
Γ:-Και
συναισθηματικοί.
Θ:-Δηλαδή;
Γ:-Είναι
χήρα και παιδιά άλλα δεν έχει. Μόνο εμένα έχει.
Θ:-Μοναχοπαίδι
λοιπόν.
Γ:-Ε,
ναι τι λέμε;
Θ:-Οικονομικά
είστε αυτάρκης ο ίδιος;
Γ:-Εννοείς
αν τα βγάζω πέρα;
Θ:-Αυτό
ακριβώς εννοώ.
Γ:-‘Εχω
ένα σπίτι από τον πατέρα μου και από την εργασία μου κερδίζω έναν μέσο μισθό,
δηλαδή ούτε μικρό ούτε μεγάλο.
Θ:-Και
όντας μόνος και χωρίς οικογένεια δική σας, δεν θα έχετε σοβαρό οικονομικό
πρόβλημα. Σωστά;
Γ:-Δεν
είμαι και ο Λάτσης αλλά όχι δεν πεινάω κιόλας.
Θ:-Τι
συμβαίνει με τη μητέρα σας; Θέλετε να μου περιγράψετε;
Γ:-Δεν
με αφήνει να βρω γυναίκα! Αυτό συμβαίνει!
Θ:-Τι
θα πει δεν σας αφήνει;
Γ:-Μόλις
μάθει πως γνώρισα κάποια π.χ. στη δουλειά μου μια κάποια κοπέλα, λυσσάει!
Θ:-Που
θα πει…;
Γ:-Αρχίζει
η ανάκριση: Ποια είναι αυτή; Τι θέλει από σένα; Σιγά μην σ’ αγαπάει, σε θέλει
για τα λεφτά σου και κάτι τέτοια. Χωρίς καν να την έχει δει ποτέ!
Θ:-Έχετε
τόσα πολλά λεφτά;
Γ:-Όχι,
βέβαια!
Θ:-Τότε…;
Γ:-Ε, η
μάνα μου το σπίτι, τον μισθό και κάτι χιλιάρικα ευρώ που μου άφησε ο πατέρας
μου κληρονομιά τα λέει «λεφτά».
Θ:-Φοβάται
μην κακοπέσετε…
Γ:-Φοβάται
μην χάσει το αποκούμπι της.
Θ:-‘Εχει
προβλήματα υγείας;
Γ:-Έχει!
Θ:-Τι
δηλαδή;
Γ:-Καταρράκτη
στα μάτια έχει.
Θ:-Μα
αυτό απαντάται σε όλο τον κόσμο από μια ηλικία και μετά και χειρουργείται και
θεραπεύεται.
Γ:-Το
ξέρω, δεν το ξέρω;
Θ:-Τότε;
Γ:-Δεν
θέλει να πάει λέει χειρουργείο μην μείνει στραβή.
Θ:-Μα
δεν της εξηγήσατε; Δεν της μίλησε χειρουργός οφθαλμίατρος σχετικά;
Γ:-Της
μίλησε. Μα εκείνη φοβάται. Και λέει θα μείνει τυφλή εντελώς, τώρα ίσα που
βλέπει. Όταν θέλει βέβαια δεν βλέπει. Όταν θέλει, έχει μάτι αστρίτη!
Θ:-Και έτσι
σας γκρινιάζει και σας βάζει να τρέχετε για όλα;
Γ:-Κάπως
έτσι.
Θ:-Πόσα
χρόνια είναι χήρα;
Γ:-Μια
δεκαετία περίπου. Ότι είχα πάρει το πτυχίο μου από το Πάντειο. Φαντάρος δεν
είχα πάει καν… Ήταν δύσκολα και για τους δυο μας.
Θ:-Από
τι πέθανε ο πατέρας σας;
Γ:-Γιατί
έχει καμιά σημασία;
Θ:-Είναι
κακό που ρωτώ;
Γ:-Δηλαδή
αν πέθανε από καρκίνο ή καρδιά ή δυστύχημα έχει νόημα;
Θ:-Σαφώς
διότι θα μάθω αν ταλαιπωρηθήκατε, αν έγινε ξαφνικά ή αν το περιμένατε. Αν
πάθατε σοκ, ίσως.
Γ:-Ο
πατέρας μου πήγε με πολύ παράξενο τρόπο.
Θ:-Δηλαδή;
Γ:-Πήγε
από βάτραχο!
Θ:-Από
τι; Από βάτραχο; (Έντονη έκπληξη) Έχω ακούσει κι αν έχω ακούσει! Αλλά βάτραχος;
Γ:-Γραφείο
κηδειών είστε; Και έχετε ακούσει καν και καν; Σιγά πια! Ναι, από βάτραχο!
Θ:-Και
πώς έγινε δηλαδή;
Γ:-Είχαμε
πάει στα Γιάννενα, είναι η μάνα μου από κει, και ξαφνικά, ο πατέρας μου
γλίστρησε πάνω σε έναν βάτραχο, υγρασία βλέπετε τα Γιάννενα και έπεσε, χτύπησε
το κεφάλι του σε μια μεγάλη πέτρα στο Δόξα Πατρί και έμεινε σέκος. Αυτό ήταν.
Τον χάσαμε! Μας άφησε χρόνους…
Θ:-Μάλιστα…
Φοβερά όλα αυτά…
Ο Θ
κουνάει το κεφάλι του. ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΣΚΗΝΗΣ.



Comments
Post a Comment