ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ
του Χένρικ Ίψεν
Θέατρο «RADAR»
Πλατεία Αγίου Ιωάννη και Πυθέου 93 - Νέος Κόσμος
Απόδοση – σκηνοθεσία: Αναστασία Παπαστάθη
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί (αλφαβητικά):
Σοφία Αγγελικοπούλου: Ρεγγίνα
Μιχάλης Καλιότσος: Ένγκστραντ
Αναστασία Παπαστάθη: Κυρία Άλβινγκ
Θοδωρής Σκούρτας: Πάστορας Μάντερς
Νεκτάριος Φαρμάκης: Όσβαλντ Άλβινγκ
|
«Υποκρισία… Φοβόμαστε να αντικρύσουμε
το φως… Όλοι μας είμαστε βρικόλακες… Τα βιώματα, οι μαύρες ιδέες ζωντανεύουν
και μας εξουσιάζουν…» |
Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου την παράσταση της Κυριακής 7
Δεκεμβρίου 2025 (στις 7.00 μ.μ.)
ΜΑ ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ Ο ΙΨΕΝ;
Ο Νορβηγός
δραματουργός του 19ου αιώνα Χένρικ Ίψεν, πολυγραφότατος και
παγκοσμίως αναγνωρισμένος, ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία σε συντριπτικό αριθμό
θεατρόφιλων που ακόμα και σήμερα, τόσα πολλά χρόνια από τη γραφή του, σπεύδουν
να απολαύσουν τα έργα του επί σκηνής και συχνά περισσότερες από μία φορές το
ίδιο έργο. Τι είναι αυτό όμως που χαρακτηρίζει τον Ίψεν και θέλγει το κοινό; Ας
εξετάσουμε το έργο «Βρικόλακες» που επέλεξε να αποδώσει και να σκηνοθετήσει η Αναστασία
Παπαστάθη κρατώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο της κ. Άλβινγκ.
® Πρώτα απ’ όλα η τόλμη του. Η
παρρησία του, ο ευφυής τίτλος του, μια λέξη – κλειδί που μιλάει απευθείας στο
κοινό και ενσαρκώνει την αναβίωση των βιωμάτων, των άσχημων εμπειριών, των
αρνητικών σκέψεων, του πόνου που έχει φωλιάσει στις ψυχές των ανθρώπων που ζουν
όλη τους τη ζωή με μυστικά και υποκρισία αρκεί να μην διαταραχθεί η καθεστηκυία
τάξη σύμμορφη πάντα με τα χρηστά ήθη της εποχής. Ο Ίψεν όχι απλά δεν φοβάται τη
λογοκρισία της εποχής αλλά καυτηριάζει τα κακώς κείμενα, τον καθωσπρεπισμό, το
ψέμα και την ανοχή ως τα τέλεια συντηρητικά των δυστυχισμένων γάμων και των
διαταραγμένων, σαθρών σχέσεων οικογενειακών και μη.
® Η πρόταξη της γυναίκας. Ο Ίψεν δεν
προβάλλει απλά το γυναικείο φύλο αλλά το σέβεται απόλυτα και το υμνεί. Σε
μεγάλο αριθμό έργων του, έτσι και εδώ, η γυναίκα που έχει υποφέρει τοποθετείται
στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του. Την συζητά, την συμπονά, της δίνει φωνή να
κραυγάσει τα παθήματά της, να υπερασπιστεί τα δικαιώματα που δεν είχε ποτέ. Και
δεν αναφέρομαι μόνο στην περίπτωση της Ελένα Άλβινγκ που έχει τόσο βασανιστεί από
τα καμώματα του μακαρίτη λοχαγού συζύγου της αλλά και στη Ρεγγίνα που εργάζεται
ως υπηρέτρια και είναι ένα άθυρμα στα χέρια των αντρών αλλά και στη
Γιοχάνα, τη μητέρα της που δεν ζει πια και ήταν θύμα του λοχαγού. Οι άντρες
αποφασίζουν για την τύχη των γυναικών. Οι άντρες γλεντούν, κάνουν ασωτίες,
απιστούν εν ψυχρώ, σπαταλούν, επιβάλλονται, δημιουργούν, καταστρέφουν, έχουν
εξώγαμα παιδιά, γίνονται πάστορες που παραφράζουν τον υποτιθέμενο πάντα λόγο
του Θεού, κατακρίνουν, παρασύρουν τις γυναίκες σε κακή κρίση/εκτίμηση. Η
γυναίκα κάνει διαχρονικά υπομονή, φθείρεται, συμβιβάζεται και καταρρέει μα
στέκεται ο πυλώνας για το σπίτι της και πρωτίστως για το παιδί της. Θα είναι
αυτή που μπορεί να αντέξει τα πάντα για εκείνο και θα βρίσκεται πλάι του μέχρι
την τελευταία του στιγμή.
® Ο ρεαλισμός του και η γραμμική του
πορεία. Ο Ίψεν μιλάει μέσα από την απόλυτη λογική κουβεντιάζοντας τα πιο
παράλογα πράγματα. Το έργο του έχει αρχή, μέση και τέλος με πυκνές αναφορές
ωστόσο στο παρελθόν και ως επί το πλείστο στις ακολασίες του Άλβινγκ αλλά και
τον έρωτα της Ελένα για τον πάστορα. Την αποτυχία της διαφυγής της και τη διαχείριση
του θέματος της ανατροφής του γιου της Όσβαλντ. Δεν παραλείπει την προοικονομία
της ολοσχερούς καταστροφής του ορφανοτροφείου γύρω από το οποίο εκτυλίσσεται η
δράση και του οποίου η ανέγερση δεν είναι τυχαίο συμβάν.
® Οι θεματικές του: το χρήμα, οι κραιπάλες
(γένους αρσενικού πάντα), η καταπίεση της γυναίκας, οι ασθένειες της εποχής
μεταδοτικές και θανατηφόρες (ο λόγος για τη σύφιλη που δεν κατονομάζεται όμως ρητά
στο κείμενο), η συνείδηση που μπορεί να γίνει «κακός μπελάς», η κληρονομικότητα
βεβαίως που τόσο απασχολεί τον μεγάλο δραματουργό, το χρέος του παιδιού προς τον
πατέρα, ένα πρόσωπο – ιδανικό για εκείνο, ο ρόλος της εκκλησίας (ο Ίψεν βάζει
συχνά στα έργα του και έναν πάστορα), το παρελθόν που στοιχειώνει το παρόν, η
ζωή που δεν είναι παρά μια «κοιλάδα των δακρύων» ενώ ο άνθρωπος διψά για το φως όλα
αυτά μέσα σε ένα σκηνικό ενός αρχοντικού στην επαρχία της Νορβηγίας, υπό τον
ήχο της βροχής που δεν επιτρέπει στον νεαρό διασαλευμένο κύριο Όσβαλντ να εξέρχεται
πολύ, συγκροτούν μια ατμόσφαιρα σαγηνευτική. Τα πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους
με έναν αριστοτεχνικό τρόπο με το νοητό πάντα νήμα του παρελθόντος και του
συνδετικού τους κρίκου που δεν είναι άλλος από τον κ. Άλβινγκ. Ούτε μια λέξη
δεν περισσεύει στον Ίψεν. Ούτε μια ατάκα. Και εκεί φαίνεται για τι κομψοτέχνημα
του λόγου μιλάμε. Οι θεατές μπορεί να μην αναλύουν τόσο πολύ αυτό που βλέπουν όμως
έμμεσα και σχεδόν ασυνείδητα εισπράττουν το μεγαλείο της γραφής του και γι’
αυτό και αποχωρούν με την επίγευση της ικανοποίησης ή και του ενθουσιασμού.
Το ατελείωτο παιχνίδι επίσης με τα αντιθετικά δίπολα διεγείρει σταθερά το ενδιαφέρον των θεατών: ζωή - θάνατος, πλούτος - πενία, οικογένεια - ορφάνια, σκοτάδι - φως, αλήθεια - ψέμα, ελευθερία - δεσμά, συμβατικότητα - αντίδραση, ασωτία - σύνεση, ήλιος - βροχή, άντρας - γυναίκα, μάνα - πατέρας, γνώση - πίστευε και μη ερεύνα και τόσα άλλα.
Η Αναστασία Παπαστάθη που μια δεκαετία τώρα «τρέχει» το γλυκύτατο
αυτό θεατράκι στον σταθμό του μετρό «Άγιος Ιωάννης» επέλεξε να ανεβάσει τους «Βρικόλακες»
σε δική της απόδοση αναλαμβάνοντας επιπλέον και τον κεντρικό ρόλο, εκείνον της Ελένα
Άλβινγκ.
Είναι πολύ σημαντικό ένας καλλιτέχνης να μεσολαβεί από το
δικό του βήμα, εν προκειμένω το θέατρο RADAR, και να επικοινωνεί στο κοινό ένα
τόσο σπουδαίο έργο σαν αυτό. Και μόνο η επιλογή, η απόφαση μετρούν πολύ για
μένα. Κι ακόμα κι αν ο κόσμος το γνωρίζει ήδη, δεν έχει σημασία. Ο Ίψεν δεν
πρέπει, δεν μπορεί να σταματήσει να ακούγεται.
Οι τέσσερις ηθοποιοί έπαιξαν πολύ μετρημένα, χωρίς υπερβολές
και φωνές, γκριμάτσες ή και ακρότητες για εντυπωσιασμό. Είχα την αίσθηση πως επρόκειτο
για τη σκηνοθετική κατεύθυνση της Παπαστάθη. Ξεχώρισα ερμηνευτικά τον Μιχάλη
Καλιότσο που υποδύθηκε τον Ένγκστραντ, τον πατέρα στα χαρτιά της Ρεγγίνα που με
την καθαρή του φωνή και ορθή άρθρωση αλλά και την κίνησή του στη σκηνή (κρατάει
μπαστούνι) έπεισε απόλυτα για τον πονηρό και συμφεροντολόγο ξυλουργό που επιδιώκει
πλέον να γίνει και επιχειρηματίας. Καλές φωνές βέβαια και σωστή εκφορά του
λόγου είχαν όλοι οι ηθοποιοί, έχω την εντύπωση και από άλλες παραστάσεις που
έχει δει στο RADAR πως αυτό είναι κάτι που προσέχει η
Α.Π. . Ακόμη, μου άρεσε η Σοφία Αγγελικοπούλου ως Ρεγγίνα, υποστήριζε πολύ καλά
τον χαρακτήρα αυτό, της πήγαινε θαρρώ αρκετά και ο ρόλος. Ο Θοδωρής Σκούρτας
υποκρίθηκε τον πάστορα Μάντερς με απλότητα (ευρύτερα ένιωσα μια απλότητα σε όλο
το στήσιμο της παράστασης), ο Νεκτάριος Φαρμάκης που έκανε τον Όσβαλντ κράτησε
σαν αθλητής τις δυνάμεις του για το τέλος και τις δύσκολες σκηνές με τη
σαμπάνια και εν τέλει με τη διάλυσή του. Η Παπαστάθη υπήρξε μια στιβαρή κυρία
Άλβινγκ που ταλανιζόταν από τους «βρικόλακες» της ζωής της παλεύοντας να αποδεικνύεται
δυνατή και υπέρ-αρκετή πάντα για το οικογενειακό συμφέρον. Μια μάνα με ατέρμονη
αγάπη για το παιδί της.
Τέλος, μου άρεσαν πολύ τα κοστούμια που φορούσαν οι ηθοποιοί,
συνέβαλαν στο κλασικό στυλ του έργου.
Λοιποί συντελεστές:
Σκηνικά-
Κοστούμια: Κυριακή Πανούτσου
Μουσική
επιμέλεια: Πάνος Φορτούνας
Φωτισμοί:
Αναστασία Παπαστάθη
Φωτογραφίες:
Τζούλια Χατζηκωστάκη
Επικοινωνία:
Αντώνης Κοκολάκης
ΒΙΝΤΕΟ: https://www.youtube.com/watch?v=9G0FYTidtGI
Κάθε
Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή.



Comments
Post a Comment