ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΚΩΜΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ: Η ΚΥΛΙΚΕΙΑΡΧΗΣ
Η ΚΥΛΙΚΕΙΑΡΧΗΣ
Ένας πικρός κωμικός μονόλογος
της Μαρίνας Αποστόλου
Ερμηνευτική ηλικία: 50 ετών
Σκηνικό κυλικείου με τυρόπιτες, σάντουιτς, πατατάκια, μηχανή
γρανίτας, ψυγείο με αναψυκτικά και μπύρες καθώς και μηχανή παρασκευής καφέ. Μια
ταμειακή μηχανή, ένα pos, σοκολάτες, τσίχλες, καραμέλες, μπάρες και μικρά
κέικ. Και πιο κει, αριστερά και δεξιά δύο πλαστικοί δεινόσαυροι/ομοιώματά τους.
Χρονική δράση: Σήμερα
Δραματικός χαρακτήρας: Μια γυναίκα περίπου πενήντα ετών,
κοντή με κιλά, σγουρά μαλλιά, βαμμένα καστανοκόκκινα, μικρά μάτια και σακούλες
κάτω από αυτά, φοράει ποδιά πάνω από το φόρεμά της. Παπούτσια αθλητικά. Μάλλον
ταλαιπωρημένη.
Το κείμενο εκκινεί διαδραστικά με το κοινό με την ηθοποιό να
εισέρχεται στη σκηνή και να πλησιάζει τους θεατές.
Γεια σας… γεια σας… Καλησπέρα σας… Τι κάνετε; (Δίνει το χέρι
της σε 2-3 θεατές – τους χαιρετάει). Μου είστε καλά; Πώς είπατε; Καλά; Πάντα
καλά! Ε, βέβαια! Για να είστε εδώ, καλά θα είστε… Αν δεν είσαστε καλά, εδώ θα
ερχόσασταν; Να δείτε εμένα; Να σας λέω ιστορίες; Να σας λέω τα παλαβά μου; Τα
νέα μου και τα παλιά μου; Σκασίλα που την είχατε! Μια φαγούρα, άλλο πράγμα…!
Αλλά αφού κάνατε τη βλακεία να έρθετε ως εδώ, πρώτα απ’ όλα κλείστε τα κινητά
σας, δεν μπορώ βρε παιδιά, ζαλίζομαι, αποσυντονίζομαι μ’ αυτά τα μαραφέτια και
τις οθόνες τους που λάμπουν σαν διάολοι, πάρτε μια τελευταία βαθιά ανάσα, έτσι
γερή, γιατί μετά εγώ σκοπεύω να σας την κόψω την ανάσα (αχ, τι λέω η τρελή;!)
και πάμε όλοι μαζί να ακούσουμε τι έχω να σας πω… Έτοιμοι; Καλέ ρωτάω, έτοιμοι;
Παναγία μου, τι ψόφιο κοινό μου στειλες απόψε; Βοήθησέ με να το αντέξω… Τι θα
τους κάνω όλους αυτούς; Τέλος πάντων, θα δω τι θα τους κάνω. ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΤΑ
ΦΩΤΑ, ΠΑΡΑΚΑΛΩ! ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΛΙΓΟ, Ε;
(Κλείνουν τα φώτα για λίγο. Η γυναίκα παίρνει μια μεγάλη
σακούλα πατατάκια και κερνάει από ένα τσιπ τους θεατές του μάλλον μικρού
θεάτρου).
Πατατάκι; Εσείς πατατάκι; Εσείς εκεί θέλετε ένα; Πάρτε κι
εσείς, παρακαλώ… Έτσι, κράτσα κρούτσα να ακούω… Σαν σινεμά ένα πράγμα…
Αλμυρούτσικο, ε; Θέλατε μήπως με ρίγανη; Να το ξέρω για την επόμενη φορά που
δεν θα ξανάρθετε αλλά θα μου στείλετε έναν φίλο σας, έναν ξάδερφό σας, κανά
συνάδελφο ίσως… Ελπίζω δηλαδή να μην είστε σκατόψυχοι και να το πείτε σε κανα
γνωστό σας να μας κάνει την τιμή. Κι εσείς, θέλετε ένα; Ένα έμεινε, ξεροψημένο
θα είναι, μαυρισμένο, ελπίζω να μη σας κάτσει στο λαιμό και φάω καμιά μήνυση
από συγγενή σας… Ευχαριστώ, να είστε καλά. Διψάσατε; Εμ, τι θα κάνατε; Νερό δεν
έχω όμως. Αυτό είναι δικό σας πρόβλημα. Ήρθατε κι εσείς χωρίς νερό… Πού πάτε; Θέλατε
σοκολάτες; Δεν είμαστε καλά! Άκου παράλογες απαιτήσεις! Οι σοκολάτες είναι
ακριβές. Βλέπετε, στερεύει το κακάο και έχουν πάει στα ύψη. Βολευτείτε τώρα με
τα πατατάκια και στο τέλος βλέπουμε. Κι άμα είστε καλά παιδιά, υπάκουα, ήσυχα
και δεν βαράνε και δεν «φωτάνε» τα κινητά σας, θα δούμε. Θα το σκεφτώ. (Προφανώς
εδώ χωράει αρκετός αυτοσχεδιασμός).
(Η ηθοποιός επιστρέφει στη σκηνή)
Καλησπέρα και πάλι (φτιάχνει τα μαλλιά της κάπως). Με λένε
Νίκη. Νίκη σκέτο, όχι από το Νικολέτα ούτε από το Ελπινίκη. Ούτε κι απ’ το
Ανδρονίκη. Νίκη μόνο του, όπως λέμε «νικάω». Αυτό εδώ που βλέπετε είναι το
βασίλειό μου. Το μαγαζί μου. Το κυλικείο μου! Ναι, καλά βλέπετε και
καταλαβαίνετε. Στραβοί είστε ή χαζοί; Το παλάτι μου είναι αυτό εδώ πίσω. Ο
κόσμος μου όλος. Είμαι κι εγώ μια μικρή βασίλισσα. Είμαι, όπως φαίνεται,
ΚΥΛΙΚΕΙΑΡΧΗΣ! Για ακούστε… ΚΥ-ΛΙ-ΚΕΙ-ΑΡ-ΧΗΣ! Τόσες πολλές συλλαβές! Και τόσα
πολλά «ι». Όπως λέμε γυμνασιάρχης, λυκειάρχης, καταστηματάρχης… Όλα σε -άρχης.
Που πάει να πει, διοικώ, είμαι αρχηγός, κάνω κουμάντο, έχω τον πρώτο και τον
τελευταίο λόγο. Εδώ είναι το τσιφλίκι μου και ηγούμαι που λένε και οι πιο
φιλόλογοι. Οι πιο έτσι των γραμμάτων.
Το κυλικείο αυτό βρίσκεται μέσα σε μουσείο… Αμέ, πώς; Όχι
όπου κι όπου! Μέσα σε μουσείο με δεινοσαύρους. Ναι, τέτοια είναι τα εκθέματα
εδώ. Κάτι σαν μουσείο φυσικής ιστορίας. Εδώ έρχονται κάθε μέρα σχολεία, μαθητές
από όλη την πόλη αλλά και από άλλες πόλεις με πούλμαν. Και κάθε Κυριακή
έρχονται και γονείς με τα παιδιά τους να δουν και να θαυμάσουν, να μάθουν και
να ταξιδέψουν δισεκατομμύρια χρόνια πίσω όταν ζούσαν αυτά τα πελώρια,
εντυπωσιακά και τρομακτικά πλάσματα άλλα ιπτάμενα και άλλα μη, άλλα φυτοφάγα και
άλλα σαρκοβόρα, πλάσματα από τα οποία προέρχονται, άκουσον – άκουσον τα
κοτόπουλα…! (Γέλια). Καλέ, εσείς το ξέρατε; Το ξέρατε, τρομάρα σας, ότι οι
κότες που ψήνετε, βράζετε και μετά μασουλάτε έχουν προγόνους τους δεινόσαυρους;
Με λίγα λόγια ξέρατε ότι τρώτε εξελιγμένους δεινόσαυρους; ΟΧΙ;;; Ε, μάθετέ το
τώρα! Το ξέρατε; Εσείς εκεί κάτω το ξέρατε; Έχετε δει ντοκιμαντέρ, ε; Μπράβο
σας! Διαβασμένο σας βρίσκω εσάς. Εσείς πάλι που δεν το ξέρατε, σας βλέπω από
αύριο ή να κόβετε μαχαίρι τα κοτόπουλα ή όταν τα μαγειρεύετε να σας πιάνει μια
αναγούλα ή ένας τρόμος από τα τέρατα εκείνης της τόσο μακρινής εποχής… Τέλος
πάντων, αρκετά. Το θέμα μας δεν είναι οι δεινόσαυροι. ΤΟ ΘΕΜΑ ΜΑΣ ΕΙΜΑΙ Ε-Γ-Ω!
Εμένα δεν ήρθατε να δείτε και να ακούσετε; Ε, τη δική μου ιστορία θα φάτε στη
μάπα!
Το κυλικείο αυτό που λέτε, το τρέχω πέντε χρόνια τώρα. Δεν
είναι δική μου καθαρά η επιχείρηση, την νοικιάζω από το μουσείο. Το μουσείο
είναι ιδιωτικό, βλέπετε. Αλλά και πάλι «κυλικειάρχης» λέγομαι. Όλα κι όλα.
Είμαι κυρά και αρχόντισσα. Και το δουλεύω μόνη μου, χωρίς βοηθό. Βλέπετε, δεν
έχω λεφτά να προσλάβω υπάλληλο. Μισθός, ασφάλιση, εφορία… Α, πα, πα! Δεν μπορώ,
αδύνατον. Το ενοίκιο στο μουσείο τσούζει και έχω κι άλλα λειτουργικά έξοδα. Συν
τη δική μου ασφάλεια, μήηηηπως κάαααποια μέρα, λέμε τώρα, πέντε χρόνια το πολύ
πριν πεθάνω, πάρω σύνταξη κι εγώ. Έτσι που λέτε. Δεν βγαίνω οικονομικά εδώ. Γι’
αυτό τα κάνω όλα μόνη μου. Ψήνω τοστ, φτιάχνω καφέδες, ζεστούς, φρέντο,
ντεκαφεϊνέ, εσπρεσσάκια για τους πιο βιαστικούς, τους «Ιταλούς» που λέω εγώ, πουλάω
κρύα σάντουιτς έτοιμα από εταιρείες και τα δίνω είτε κρύα είτε τα ψήνω ανάλογα
με την προτίμηση του πελάτη. Τα κεκάκια πάλι πολύ θα ήθελα να τα φτιάχνω εγώ να
ναι φρέσκα και πιο σπιτικά αφού κυρίως παιδιά τα τρώνε όμως πού χρόνος κι έτσι
τα παίρνω από έναν φούρνο εδώ πιο δίπλα που με διαβεβαιώνει ότι βάζει καλά
υλικά και παράπονο δεν θα ακούσω ποτέ. Με προμηθεύει με κεκάκια με σοκολάτα, με
μπισκότα βουτύρου, με μπάρες δημητριακών… Πώς;! Έχω μεγάλη ποικιλία στον πάγκο
μου. Όσο γι’ αυτό μπορείτε να το δείτε κι εσείς. Και να ξέρετε, είμαι και
ευσυνείδητη. Όταν κανένα πιο μικρό παιδί έρχεται και μου ζητάει πράγματα που
δεν κάνουν για την ηλικία του όπως ας πούμε κόκα – κόλα, εγώ αποφεύγω να του
την πουλήσω και το ρωτάω: Βρε, μήπως καλύτερα να παιρνες κανένα χυμό; Μήπως
καμιά πορτοκαλάδα μπλε; Κι αν επιμείνει: Σ’ αφήνει η μαμά σου; Το ξέρει η
δασκάλα σου;
Εγώ δεν έκανα δικά μου παιδιά ποτέ και όσο να ναι εδώ μέσα,
μέσω του κυλικείου αυτού εκπληρώνω κατά κάποιον τρόπο το όνειρο και τη φυσική
ανάγκη της μητρότητας. Δυστυχώς όμως με το να έρχονται και να παρέρχονται
παιδιά από διάφορα σχολεία κι ένα σωρό γειτονιές, δεν προλαβαίνω να δεθώ με
κανένα παιδί. Πλησιάζουν εδώ στον πάγκο, πότε μόνα τους πότε με τους φίλους
τους, κάθονται για όσο βαστάει μια παραγγελία ενός αναψυκτικού ή ενός ποπ –
κορν και μετά βουρ στις παρέες τους και στις δασκάλες τους πίσω ή στους γονείς
τους ανάλογα, όπως σας είπα και πριν. Στον σύντομο αυτό χρόνο παραμονής τους
στο «παλάτι» μου, προλαβαίνω για λίγο να ακούσω τα σχόλιά τους για το μουσείο,
τα εκθέματα, τα βίντεο που παίζουν σε κάποιες αίθουσες, τα σουβενίρ που πουλάνε
εδώ δίπλα στο μαγαζάκι με τα παιχνίδια. Σε άλλα αρέσουν, άλλα πάλι κοροϊδεύουν,
βγάζουν ήχους, κραυγές, μιμούνται με κακό τρόπο, σαχλαμαρίζουν, αδιαφορούν ίσως
μα πάντα σίγουρα κάτι τους μένει. Τα αγαπάω μωρέ τα άτιμα. Γλύκες είναι. Ειδικά
τα μικρά!
Μια μέρα όμως των ημερών, να σου ένα σκασμένο και μου λέει:
«ΕΧΕΙΣ ΜΟΥΣΤΑΚΙ!» Τιιι του λέω; ΤΙ ΕΙΠΕΣ ΒΡΕ; «ΕΧΕΙΣ ΜΟΥΣΤΑΚΙ! ΜΑΥΡΟ ΚΑΙ
ΠΥΚΝΟ», μου κάνει! «ΑΝΤΡΑΣ ΕΙΣΑΙ;»
Και χαχαχαχα στα γέλια να χει σκάσει και αυτό και οι φίλοι
του. «Είσαι σαν τη γιαγιά μου», πετάχτηκε και είπε ένα άλλο! «Έχει κι αυτή
μουστάκι και μαύρες τρίχες στο πηγούνι!» Και δώστου γέλια όλα μαζί σαν χορωδία
– παρωδία – τιμωρία. Κι εγώ να ανεβάζω πίεση, να φουντώνω, να δαγκώνω τη γλώσσα
μου μην τα βρίσω. «Να πας στον κουρέα να σε ξυρίσει! Το μουστάκι σου θα γίνει
μούσι στο τέλος! Θα μοιάζεις με παπά! ‘Η μάλλον με πατριάρχη!» Και τα γέλια να
δυναμώνουν, να κλιμακώνονται, να χτυπάνε εφιαλτικά στα αυτιά μου, να βαράνε τα
τύμπανά μου και να αντανακλούν τα μηνίγγια μου (πιάνει το κεφάλι της) κι εκείνο
να με δείχνει με το δάχτυλο και το ίδιο να κάνει και ο διπλανός του χαιρέκακα.
Θα ταν δεν θα ταν τετάρτη δημοτικού. Τόση σκληρότητα μέσα στις ψυχές μικρών
παιδιών… αναρωτιόμουν. Περίμενα υπομονετικά να σταματήσουν μα εκείνα πλήθαιναν
τα γέλια τους. Έψαξα να βρω τον δάσκαλό τους μα εκείνος μάλλον είχε βγει έξω
για τσιγάρο μαζί με τους άλλους δασκάλους. Ο θυμός μου φούντωνε. Με το ζόρι
συγκρατούσα τα νεύρα μου. Καπνούς βγάζανε τα αυτιά μου και τα ρουθούνια μου
είχαν ανοίξει διάπλατα σαν πόρτες φυλακής για να απελευθερώσουν ό,τι αρνητικό
μάζευα εκείνη την ώρα από τα σκατόπαιδα. Σαν ταύρος ένιωθα έτοιμος να τα
γκρεμίσει όλα. Ήταν, βλέπεις, τότε που είχα την ορμονική διαταραχή, αφού μετά
από τρεις εξωσωματικές είχα αποτύχει να κάνω παιδί και ο Μηνάς, ο πρώην άντρας
μου, με είχε παρατήσει αφού πρώτα είχε γκαστρώσει την κολλητή μου, όχι τη Ζωζώ
την κομμώτρια, τη Μαίρη τη μανικιουρίστα – έχω δύο κολλητές – (γρήγορος ρυθμός
ερμηνείας) που την είχε χωρίσει ο δικός της άντρας ο Αλέκος, νύχτα την σούταρε,
γιατί κι αυτός είχε γκόμενα την Αλεξία την ξανθιά με το τατουάζ αρσενικό μαλλιαρό
λιοντάρι στο δεξί κωλομέρι που είχε εγκαταλείψει με τη σειρά της τον
αρραβωνιαστικό της τον Πέτρο τον οδηγό φορτηγού, ο οποίος αποδείχτηκε γκέι παρόλα
τα μπράτσα και το γεροδεμένο σώμα και τα χε φτιάξει με τον Κώστα τον μουσικό,
τον μπασίστα με την άλουστη λιγδωμένη αλογοουρά που ήταν μπάι τελικά. Μάλλον
δηλαδή… Αφού πήγαινε και με αγόρια και με κορίτσια και έβγαζε τα μάτια του
παντού με όλους και όλη την ώρα…
Λαχανιάσατε, ε; Κι εγώ κάπως ελαφρώς.
Έτσι που λέτε. Λίγο καιρό μετά την εξωσωματική και είχα
γεμίσει τρίχες. Έπρεπε να χα πάει στην αισθητικό να μου τις αφαιρέσει, να μην
είμαι έτσι χάλια «μουστακαλού» που λέγανε και τα μικρά, μα πού μυαλό για
ομορφιές μετά από όλα αυτά; Και τότε εγώ έπεσα πιο κάτω από τους μικρούς,
μίσησα το σύμπαν, αυτά, εμένα, τις τρίχες μου, τον ταύρο μέσα μου, τον δάσκαλό
τους που φούμαρε αναίσθητος έξω, τους πάντες και πήρα ένα ποτήρι γρανίτα
φράουλα ροζ – ροζ και κρύα έτσι να κολλάει από τη ζάχαρη που είχε μέσα της και τους
την έριξα στη μούρη. Μισή έφαγε το ένα παιδί, μισή το άλλο. Κανένα δεν αδίκησα.
Όλα κι όλα! Η άσπρη φόρμα του ενός λεκιάστηκε για τα καλά, ήπιε το ύφασμα,
πότισε και σιγά μην έβγαινε μετά, θα ούρλιαζε η καλή του η μανούλα για τον
λεκέ… ενώ τον άλλον τον πήρε ξώφαλτσα και την γλίτωσε με λίγη γρανίτα μόνο στα
μαλλιά. Και τότε… Ε, ρε τότε! Να σου ο δάσκαλός τους που είχε τελειώσει το
τσιγάρο του… Ήρθε κοντά τους γιατί τα έψαχνε και βέβαια δεν δυσκολεύτηκε να τα
βρει αφού και τα δύο ουρλιάζανε: «Τι έκανες μωρή μουστακαλού;» «Μωρή
μαλακισμένη; Πουτάνα!» Κάγκελο εγώ! Τετάρτη δημοτικού και «πουτάνα»; Αυτά στην
εποχή μου εμείς τα λέγαμε από γυμνάσιο και πάνω και πάντα μόνο μεταξύ μας –
ποτέ σε μεγάλους! Θα τρελαθώ! Όμως δεν ήταν αυτό το ζήτημα εκείνη τη στιγμή. Το
ζήτημα ήταν ότι ο δάσκαλος ήρθε να μου ζητήσει τον λόγο.
«Τι κάνατε εκεί, κυρία μου; Είστε καλά; Λερώσατε τους μαθητές
μου; Πώς; Σας κορόιδευαν; Σας είπαν «μουστακαλού»; Ε, και; Μπορούσατε να έρθετε
να με βρείτε! Να μου το αναφέρετε! Εγώ είμαι ο υπεύθυνός τους. Εγώ τα συνοδεύω…
Δεν έχουν άλλα ρούχα μαζί τους να αλλάξουν. Τώρα θα κολλάνε ολόκληρα! Απαιτώ να
δω τον υπεύθυνο του μουσείου ΤΩΡΑ! Δεν θα μείνει έτσι αυτό. Και στη συνέχεια,
θα ενημερωθούν και οι γονείς τους φυσικά…»
Είπε, είπε, είπε… Και δεν χρειάστηκε καν να του υποδείξω την
υπεύθυνη του μουσείου. Γιατί πολύ απλά μας άκουσε και πετάχτηκε και κατέφτασε
αμέσως. Ζήτησε χίλια συγγνώμη από τον δάσκαλο, έδωσε όλο το ρολό χαρτί κουζίνας
που είχα για το κυλικείο στα παιδιά για να σκουπιστούν, σε εκείνα βέβαια καμιά
παρατήρηση δεν έγινε που με κορόιδευαν πριν και με έβρισαν μετά, παρότι εγώ το
τόνισα και στους δύο ενήλικες, δάσκαλο και προϊσταμένη. «Μα, ξέρετε πώς
μιλούσαν και τα δύο; Με τι αγένεια; Τι θράσος; Και μετά με έβρισαν χυδαία!»
Τίποτα, όμως. Ήταν σαν να μην μίλησα, και να μίλησα σαν να
μην ακούστηκα. Απογοήτευση. Αφότου έφυγε το σχολείο, η υπεύθυνη με κάλεσε στο
γραφείο της και με κατσάδιασε για τα καλά. Τότε ένιωσα πραγματικά συνομήλικη με
τα παιδιά εκείνα. Μια εννιάχρονη που άκουγε τον εξάψαλμο για το λάθος της αλλά
χωρίς να έχει τα ίδια δικαιώματα συγχώρεσης με εκείνα τα θρασύτατα πλάσματα.
Γύρισα στο πόστο μου σαν βρεγμένη γάτα, ντροπιασμένη μα και θυμωμένη και μέσα
μου φοβούμενη την οργή των γονιών. Αυτούς δεν τους είχα υπολογίσει όταν πετούσα
τη γρανίτα πάνω στα παιδιά τους. Και στο μυαλό μου να έρχονται ξανά και ξανά τα
λόγια της υπεύθυνης: «Τόσο παρορμητική είσαι πια; Πώς μπορώ να συνεχίσω να σε
εμπιστεύομαι; Θες να φροντίσω να λήξει η συνεργασία μας; Οι γονείς μπορεί να
μπουν στο google και στο facebook και να μας σκίσουν με την κακή τους
κριτική! Αν δεν κουβαληθούν αύριο εδώ να ζητήσουν τα ρέστα… Δεν το πιστεύω αυτό
που έγινε! Μας ρεζίλεψες! Μας εξέθεσες! Μας ρεζίλεψες! Μας εξέθεσες! (Αυτό
μπορεί να συμπεριληφθεί και ως ηχητικό απόσπασμα) Και να χτυπάνε τα ψ της και
τα ξ της μέσα στο μυαλό μου σαν καμπάνες της Ανάστασης... σαν τσεκούρια που με
σφυροκοπούσαν χωρίς έλεος.
Αχ και βαχ… Και ντροπή. Και τότε η μοναξιά μου μεγάλωνε σαν
γίγαντας, ένα πελώριο πλάσμα που ήθελε να με κατασπαράξει! Ε, φάε με πια,
γίγαντα! Φάε με να δω τι θα καταλάβεις! Τόσο κόσμο έχεις χλαπακιάσει! Φάε
λοιπόν και μένα μπας και γλιτώσω. Γύρισα σπίτι μου πιο μόνη από ποτέ. Καλά, δεν
είχα σκοτώσει και άνθρωπο. Αλλά όσο να ναι, δεν ήταν και ό,τι καλύτερο μου χε
συμβεί. Έκανα ένα μπάνιο, δεν έφαγα γιατί δεν ήθελα και μετά ξάπλωσα. Στην αρχή
έλεγα πως δεν θα κοιμηθώ με όσα είχαν γίνει αλλά εγώ τελικά έπεσα σαν βαρίδι.
Πρησμένα ήταν τα πόδια μου από την ορθοστασία και θέλανε κι αυτά ξεκούραση. Με
τους γονείς, παραδόξως, δεν έγινε τίποτα κακό ούτε ήρθαν ποτέ να παραπονεθούν.
Μάλλον δεν ασχολήθηκαν με το θέμα. Και είναι προφανές ότι δεν ασχολούνται γενικά
αλλιώς τα παιδιά τους θα λέγανε έστω μια συγγνώμη για τις βρισιές όσο κι αν
είχαν δίκιο για τη γρανίτα. Λες κι εγώ τέτοιος γονιός να γινόμουν αν είχα
παιδιά; Αν μία από τις τρεις εξωσωματικές είχε πιάσει τότε; (Κλείνουν τα φώτα
για λίγα δευτερόλεπτα).
Έχω κάνει πολλές δουλειές στη ζωή μου. Αλλά ποτέ δεν ήμουν
κυρά κι αφέντισσα, όπως εδώ. Έχω υπάρξει πωλήτρια σε παπουτσάδικο όταν ήμουν
πιο νέα και πιο αδύνατη, εκεί να δείτε γέλιο, θα σας τα πω, σερβιτόρα σε καφέ,
τηλεφωνήτρια, αποκλειστική σε έναν παππού κατάκοιτο ένα φεγγάρι, μετά ο παππούς
πέθανε και μου είπαν να πάω σε άλλον παππού γνωστό τους και λέω αυτή η δουλειά
θα γίνεται; Πάνω που θα πιάνω δουλειά και θα μαθαίνω και θα παίρνω το κολάι και
θα συνηθίζω τα χούγια του παππού, ο γέρος θα τα τινάζει τα πέταλα και εγώ πάλι
άνεργη εκτός κι αν μου συστήσουν πάλι κανέναν άλλο παππού ή καμιά γιαγιά; Και
θα με φωνάξουν αμέσως ή θα περιμένω αν όχι μήνες σίγουρα εβδομάδες ολόκληρες
για να ξαναδουλέψω; Κι έτσι εγκατέλειψα το επάγγελμα γηροκόμος…
Έχω δουλέψει και στη
δουλειά του πρώην άντρα μου. Ναι! Βέβαια… Βοηθός του ήμουν. Το δεξί του χέρι σε
όλα. Από πωλήτρια και ταμίας μέχρι αποθηκάριος και λογίστρια. Τι δουλειά έκανε;
Είχε μαγαζί με χρώματα – σιδηρικά. Φυσικά, με είχε απλήρωτη και ανασφάλιστη.
«Γιατί θες λεφτά για μισθό ρε Νίκη; Ό,τι βγάζω και βγάζουμε, βγάζου-ΜΕ δεν λέω,
σπίτι μας δεν μπαίνει; Σάμπως για μένα τα κρατάω; Εγώ τα τρώω μωρέ; Ασφαλισμένη
μια φορά σε έχω και ό,τι σύνταξη βγάλω, όταν έρθει εκείνη η ώρα, μαζί δεν θα
την τρώμε; Τι φοβάσαι;» Τρίχες! Και επειδή χαζή δεν ήμουν και έβλεπα ότι ο
καιρός περνούσε και είχα καταντήσει όχι μισθό να μην έχω αλλά να ζητιανεύω
λεφτά για ένα ζευγάρι παπούτσια ενώ καθόμουν πολλές φορές δωδεκάωρα ολόκληρα
στο μαγαζί και ψόφαγα στην κούραση, αποφάσισα να κάνω το μεγάλο βήμα και έτσι πήρα
αυτό εδώ το κυλικείο. Τον παράδεισό μου και την κόλασή μου μαζί..!
Μετά, παιδιά με τον Μηνά δεν κάναμε, ξεκίνησαν οι
εξωσωματικές μπας και κάνουμε, χαλάσαμε κι ένα σωρό λεφτά και το πώς χωρίσαμε
το ξέρετε ήδη.
Στο παπουτσάδικο, που λέτε, είχε πολύ γέλιο (Πιάνει και
κρατάει ένα παπούτσι – σκηνικό αντικείμενο). Είχε και κούραση, δεν μπορώ να πω,
όπως συμβαίνει σε όλα τα μαγαζιά, αλλά και γέλιο. Πουλούσαμε παπούτσια για
γυναίκες κυρίως και σε μια μεριά, σε ένα σταντ κάπου εκεί είχαμε και τα αντρικά
μιας που οι άντρες δεν πολυψωνίζουν, όπως κάνουν τα θηλυκά. Τα τρία τέταρτα της
βιτρίνας τα πιάνανε οι μπότες, οι γόβες και τα τσόκαρα ανάλογα με την εποχή και
το ένα τέταρτο μόλις αναλογούσε στους φουκαράδες τους άντρες με τα μοκασίνια
τους και κάποια ημιμποτάκια και λίγα αθλητικά, έτσι να βρίσκονται σε μικρή
ποικιλία και σε σκούρα κυρίως χρώματα. Αλίμονο! Μια μέρα που λέτε, απόγευμα
ήταν και έβρεχε τουλούμια, έλεγα ψυχή δεν θα πατήσει στο μαγαζί με τέτοιο
καιρό, να σου έρχεται ένας κυριούλης με μια μεγάλη ομπρέλα, πιο μεγάλη από
αυτόν. Έσπευσα να του ανοίξω την πόρτα, να φανώ, ως όφειλα σαν καλή πωλήτρια,
ευγενική και να του πάρω και την ομπρέλα για να την τοποθετήσω σε έναν
μακρόστενο κουβά κοντά στην είσοδο που είχαμε για τον σκοπό αυτό.
«Καλησπέρα σας» του κάνω… «Χαμός έξω, ε;» Όλο χαμόγελο εγώ.
«Να πάρω την ομπρέλα σας, παρακαλώ» έσταζα μέλι εγώ, σφήκες κόντευαν να
μαζευτούν στην είσοδο, Φλεβάρη μήνα.
«Άσε κάτω την ομπρέλα μου! Ποιος σου είπε να απλώσεις το χέρι
σου;» Κάγκελο εγώ!
«Με συγχωρείτε», ψέλλισα δειλά. Για να είστε πιο άνετα, το
είπα.
«Μετά όταν θα φεύγω μπορεί να την ξεχάσω. Κι αυτή η ομπρέλα
ήταν του πατέρα μου. Είναι κειμήλιο!»
«Μα και να την ξεχνούσατε, θα σας την φύλαγα εγώ. Και θα
περνάγατε μετά όποτε θέλετε να την πάρετε.»
«Δεν μένω κοντά, κυρία μου. Περαστικός είμαι από δω.»
«Όπως επιθυμείτε», απάντησα εγώ. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;»
«Ψάχνω ένα ζευγάρι μποτάκια για το βουνό. Είμαι ορειβάτης,
ξέρετε.»
«Χέστηκα», είπα εγώ από μέσα μου. Εσύ είσαι ορειβάτης, εγώ
όμως θα πάρω τα βουνά αν γνωρίζω κάθε μέρα και από έναν τέτοιο σαν εσένα.
«Μάλιστα. Μισό λεπτό να σας φέρω από μέσα. Έχουμε δύο τύπους
ορειβατικών.»
«Από την αποθήκη θα τα φέρεις;» ρώτησε απαξιωτικά.
«Ναι, του είπα».
«Μέσα από το σκοτάδι και την υγρασία; Και θέλεις να σου τα
χρυσοπληρώσω εγώ μετά;» Να κι ο ενικός!
«Η αποθήκη μας αερίζεται κανονικά, κύριε. Και κάθε μέρα
ελέγχουμε το εμπόρευμα φροντίζοντας να είναι σε άρτια κατάσταση.»
«Τέλος πάντων. Φέρε να δούμε τι έχεις να μου δείξεις».
Δεν αντιμίλησα παρά μόνο ρώτησα το νούμερό του.
«Ίσως 43, ίσως 44 ή και 45 ανάλογα με το καλαπόδι» μου είπε
και με έστειλε αδιάβαστη.
«Δηλαδή να φέρω έξι ζευγάρια παπούτσια στο σύνολο; Διότι τρία
μεγέθη επί δύο είδη μας κάνει έξι.»
«Μπράβο… μπράβο! Βλέπω, ξέρεις πολλαπλασιασμό», με
ειρωνεύτηκε.
Και έφερα τα έξι ζεύγη.
«Από τι υλικό είναι;»
«Δέρμα βέβαια, κύριε»
«Τι δέρμα;»
Το δικό σου ήθελα να του πω, τομάρι, ε τομάρι!
«Φώκιας!» απάντησα εγώ.
«Και ποιος μου το πιστοποιεί αυτό;»
«Η εταιρεία στις πληροφορίες που παρέχει για τα είδη της.»
«Σοβαρά; Αν θέλω το πιστεύω αυτό.»
«Θέλετε να δοκιμάσετε το ένα στο 43 αρχικά;»
«Φώκια από την Αλόννησο ή από πάνω από τη Σκανδιναβία;»
«Ε, εισαγόμενα είναι τα παπούτσια άρα από κάποια χώρα του
Βορρά θα είναι.»
«Ας είναι. Δώσε μου το ένα παπούτσι του 43.»
Του δίνω το δεξί.
«Το αριστερό θέλω πρώτα», είπε με ύφος.
Δίνω το αριστερό.
«Τι με κοιτάς;»
«Τι εννοείτε;» λέω κι εγώ.
«Δεν θα μου το βάλεις;»
«Θέλετε βοήθεια μήπως;»
«Θέλω να σκύψεις και να μου το φορέσεις εσύ. Πωλήτρια είσαι.
Κι έπειτα έχω και τη μέση μου.» Η ομπρέλα δίπλα του στο μεταξύ να έχει λερώσει
το κάθισμα.
Η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού μας κοίταγε στο μεταξύ καλά –
καλά.
Έσκυψα πράγματι και του το φόρεσα. Η κάλτσα του βρωμούσε και
είχε και μια τρύπα. Τρομάρα του! Και έκανε και τον αριστοκράτη!
«Πώς το βλέπετε;»
«Πώς το νιώθω θες να πεις;»
«Ναι, αυτό.»
«Τώρα που θα βάλω και το άλλο θα σου πω»
«Ορίστε, βάλτε και το άλλο. Ξέρω, ξέρω, να βοηθήσω.»
Κι η άλλη κάλτσα δεν πήγαινε πίσω. Μπορεί τρύπα να μην είχε
αλλά βρωμούσε επίσης. Σκέψου χωρίς τις κάλτσες πόσο θα βρώμαγαν τα πόδια του
του σιχαμένου!
«Θέλετε να περπατήσετε λίγο;»
«Άντε, να κάνω λίγα βήματα. Αλλά σιγά την πασαρέλα εδώ μέσα…
Σιγά το μεγάλο σαλόνι!»
Όλα του φταίγανε και του βρωμούσαν. Βασικά, ο ίδιος είχε
βρωμίσει τον χώρο μας αλλά τέλος πάντων. Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το
φσουτ του αποσμητικού χώρου που κι αυτό καρκινογόνο είναι αλλά από την μπόχα
αυτουνού, μια φορά καλύτερα!
«Πώς τα νιώθετε;»
«Καλούτσικα είναι. Να δοκιμάσω και το άλλο ζευγάρι αλλά στο
44 αυτή τη φορά να ναι κάπως πιο άνετο;»
«Θεέ μου!» σκέφτηκα. Πάλι σκύψε, πάλι μύριζε, πάλι το σαλόνι
σας μικρό, πόσο να αντέξω;
Και πράγματι, η διαδικασία επαναλήφθηκε.
«Αυτό το δεύτερο ζευγάρι, που ναι έτσι πιο κλασικό στυλ, πώς
σας φαίνεται;»
«Μια απ’ τα ίδια» είπε αυτός κοφτά.
«Θα πάρετε κάποιο;» τόλμησα να ρωτήσω.
«Δεν θα πάρω κανένα!» φώναξε αυτός και το μάτι του γυάλισε.
Όχι πως πριν δεν γυάλιζε. Τώρα όμως ήταν από το Δαφνί κατευθείαν.
«Όπως θέλετε», είπα κι εγώ συγκρατημένη και με έναν ανίκητο
πόθο να τον δω να παίρνει την ομπρέλα του και να ξεκουμπίζεται.
«Πάτε και πουλάτε μποτάκια 200 και 250 ευρώ το ζευγάρι! Αφού
πρώτα γδέρνετε άμοιρα ζώα! Είστε κτήνη!»
«Μα δεν τα γδέρνω εγώ, κύριε!»
«Εσύ όμως τα πουλάς! Είσαι κι εσύ μια μικρή υπηρέτρια των
κανίβαλων του συστήματος. Μια υποταγμένη στο παράνομο εμπόριο διότι έτσι μόνο
μπορείς και κερδίζεις λίγα ψίχουλα.»
Είχε αρχίσει να παραληρεί. Τότε επενέβη η ιδιοκτήτρια.
«Τι θέλετε κύριε; Αν δεν συμφωνείτε με το υλικό των
παπουτσιών, μπορείτε να αποχωρήσετε. Γιατί τα δοκιμάσατε; Από την αρχή ξέρατε από
τι φτιάχνονται.»
«Εσύ εκπρόσωπε του κεφαλαίου, μην μιλάς! Που εκμεταλλεύεσαι
φτωχές κοπέλες σαν αυτήν εδώ που δεν μιλάει δεν λαλάει και ανέχεται τα πάντα
για λίγα ευρώ. Που συναινείς μέσω του εμπορίου στην εξόντωση των ζώων ενώ αυτή
εδώ η αξιολύπητη κοπέλα, η προερχόμενη από τα ταπεινά λαϊκά στρώματα, ποτέ δεν
θα μπορέσει να αγοράσει ένα τέτοιο ζευγάρι μποτάκια με τον μισθό που κερδίζει…»
«Περάστε έξω, κύριε!»
«Δεν φεύγω αν δεν πω όσα πρέπει!»
«Είπατε αρκετά. Αντίο σας! Και μην ξεχάσετε την ομπρέλα σας!»
«Θα ξανάρθω!» αναφώνησε αυτός υποχωρώντας ανέλπιστα εύκολα
και ανανεώνοντας επ’ αόριστον το ραντεβού μας στο κατάστημα. Ακόμα θυμάμαι το
συμβάν και γελάω. Πόσες παλαβομάρες είχε πει. Μα και πόσες αλήθειες μαζί;
Είμαι ευτυχισμένη. Ναι, ναι. Πολύ ευτυχισμένη. Δεν θα
περιμένατε να ξεστομίσω κάτι τέτοιο εγώ, εγώ μια φουκαριάρα που βιοπαλεύει
πουλώντας πατατάκια και ψήνοντας τοστ σε ένα κυλικείο. Που είναι μόνη της και
κατά καιρούς περνάει όσα περνάει. Είμαι όμως. Γιατί είμαι ήρεμη. Γιατί πέρασαν
τα χρόνια και δεν περιμένω πολλά. Βασικά, δεν περιμένω τίποτα. Δεν περιμένω
κανείς να με αγαπήσει. Ούτε πρόκειται να ξαναπαντρευτώ. Δεν θα λάβω ποτέ ένα
δώρο ή ένα μπουκέτο λουλούδια, δεν θα μου ζητήσει ποτέ κανείς να βγούμε ραντεβού.
Ούτε θα γίνω μάνα βέβαια. Για μένα τα τρένα πέρασαν και δεν σταμάτησαν.
Καθισμένη στην αποβάθρα τα κοίταξα να τρέχουν και να φεύγουν από μπροστά μου
ξυστά… Ποτέ μου δεν μπήκα μέσα… Μάλιστα, κάποιες φορές στεκόμουν στην άκρη, στο
σημείο εκείνο που δεν επιτρέπεται να κάθεσαι γιατί είναι επικίνδυνο, και
μάλιστα σε ειδοποιούν για αυτό, από μεγάφωνα, να προσέχεις, να μην πλησιάζεις
πολύ, πιο πίσω να είσαι, πίσω από τη γραμμή του ορίου, την ξεθωριασμένη από τον
καιρό, μα εγώ από τη λαχτάρα μου να μπω μέσα και να ταξιδέψω κι εγώ κάπου να
πάω, να φύγω από το ίδιο μέρος, να ζήσω και κάτι ακόμη, έστω να προσπαθήσω, δεν
πρόσεξα και με πήραν σβάρνα… Με τσάκισαν… Με έριξαν κάτω στην αποβάθρα
αιμόφυρτη και ηττημένη… Και δεν ξανάρθαν ποτέ… Θαρρώ πως οι επιβάτες τους μέσα
στα βαγόνια θα με περιγελούσαν μέσα από τα τζάμια των παραθύρων… ή θα με
κοιτούσαν με περιφρόνηση… Ή ίσως να μην με είδαν καν…
Το μεγαλύτερο βραβείο μου στη ζωή είναι η μοναξιά μου… Είμαι
ήρεμη, είμαι ευτυχισμένη…
ΕΝΑΝ ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟ ΜΟΝΟ - ο τόνος στη λήγουσα (Υπότιτλος του
μονολόγου, προβάλλεται στον τοίχο – πίσω από την ηθοποιό)
Μια φορά… εκεί που ήμουν κλασικά στο πόστο μου και περίμενα
να έρθουν οι ορδές γονιών και παιδιών, είχαμε παιδικό πάρτι βλέπετε τότε,
κανονισμένο, μια γερή δουλειά με πενήντα παιδιά, βάλε και τους γονείς επί δύο,
να σου, που λέτε, ένας κύριος γύρω στα σαράντα… Είχε λίγο ύφος, εγώ τον έπιασα
με την πρώτη, μαθημένη βλέπετε πια, είχα συνηθίσει τους παράξενους πελάτες.
Τους αναγνώριζα πανεύκολα, με το που φτάνανε και ακουμπούσαν ή και όχι το χέρι
τους στον πάγκο μου, με το που με κοιτούσαν υποτιμητικά, όχι σαν άνθρωπο αλλά
σαν ρομπότ που απλά θα εκτελούσε το θέλημά τους, τους έπαιρνα χαμπάρι με το
πόσο αδιάφορα με αντιμετώπιζαν ως κατώτερο ον που απλά πουλάει τυρόπιτες και
πορτοκαλάδες, ένα πλάσμα χωρίς προσωπικότητα, ικανό μόνο για αυτή την
''ταπεινή'' δουλειά. Μου ρίχνει ένα βλέμμα – ξυράφι, είπα «άσχημα θα περάσουμε
με τον τύπο». Ψυχραιμία, κορίτσι μου, λέω στον εαυτό μου. Όλα καλά στο τέλος θα
πάνε. Φαινόταν να είναι μπαμπάς από το πάρτι και όχι άσχετος πελάτης.
-Φτιάξε έναν καπουτσίνο! μου κάνει επιτακτικά. Όπως καλά
ακούτε και ενικός και προστακτική και ούτε μια καλημέρα βέβαια, σιγά (α, να σας
πω πως ήμουν καλή στη γλώσσα την ελληνική όταν πήγαινα σχολείο, μην κοιτάτε που
δεν σπούδασα… άλλο καπέλο αυτό!). Αγνοώ το στυλάκι του και ρωτώ:
-Μονό ή διπλό; Να, για να μάθεις, είπα από μέσα μου
χαιρέκακα. Ούτε εγώ θα σου πω καλημέρα ούτε θα είμαι ευγενική. Πάρε την κοφτή
ερώτηση στα μούτρα, λοιπόν!
-Μονό! Απαντάει με ξινισμένα μούτρα. Αν ήθελα διπλό θα στο
έλεγα.
Γρρρρ συνεχίζει ο μάπας, είπα εγώ από μέσα μου.
-Ζάχαρη; Κάνω εγώ.
-Φαρμάκι θα τον πιω, τι λες; Ανταπαντάει ο πατερούλης. Ή’
μάλλον ο φερόμενος ως πατερούλης παιδακίου του παρτίου…
-Πόση θέλετε;
-Δύο, κάνει αυτός λακωνικά, δίχως να πει καν τη λέξη
''κουταλιές''.
Πάω να βάλω ζάχαρη η δύστυχη μπας και γίνει ο γαμωκαφές του
καμιά ώρα να τον ξεφορτωθώ και πετάγεται αυτός πάλι:
-Μαύρη θέλω! Τι πας να βάλεις εκεί μέσα;
-Μαύρη δεν έχουμε. Καστανή όμως έχουμε. Δεν άντεξα κι εγώ.
Του την είπα.
-Αυτό, ναι. Καστανή, καστανή.
Συνεχίζω εγώ με την παρασκευή του καφέ.
-Θα μου φτιάξεις και καρδούλα; Με αιφνιδίασε κάπως ο μάγκας.
Ααααα μας βγήκε και τσαχπίνης, σκέφτηκα.
-Δεν έχω τέτοια δυνατότητα. Λυπάμαι. Η δική μου απάντηση.
-Άμα το μηχάνημά σου δεν φτιάχνει καρδούλα πάνω στην κρέμα,
τι συζητάμε; Από πότε το χεις; Παντού κάνουν καρδούλες στην κρέμα του
καπουτσίνο!
Δεν απαντώ και εξακολουθώ:
-Κανέλα; Σοκολάτα; Να ρίξω από πάνω;
-Τι πάει πιο πολύ; Ρωτάει ο μάπας.
-Δεν ξέρω, γούστα είναι αυτά… Λέω κι εγώ απελπισμένη.
-Εσύ τι προτείνεις;
-Εγώ... Σοκολάτα!
-Πλάκα κάνεις; Εδώ σου είπα για μαύρη, καστανή που λες κι εσύ
ζάχαρη και τώρα προτείνεις τρίμματα σοκολάτας να γλυκάνει και να βαρύνει κι
άλλο; Πετιμέζι θα πιω;
-Τότε να βάλω κανέλα, επανέρχομαι εγώ.
-Μπα, άστο μην βάζεις τίποτα.
-Στο πάρτι πάντως σερβίρεται καφές στους γονείς. Αλλά μόνο
γαλλικός. Έδειξα σαν κάπως να νοιάζομαι την ανάγκη του για καφεΐνη, έτσι για να
τον εκπλήξω εκεί που δεν το περιμένει.
-Δεν πίνω γαλλικό! Είναι νεροζούμι...! Και ποιος σου είπε ότι
είμαι για το πάρτι;;; Από το μυαλό σου το έβγαλες;;;
Εκείνη τη στιγμή μαζεύτηκα. Ζάρωσα, μου φαίνεται. Μάλλον
αυτός μου την έκανε την έκπληξη τελικά.
-Δεν το ξερα! Συγγνώμη, έτσι μου φάνηκε, επειδή έχουμε ένα
πάρτι εδώ στον χώρο σε λίγο.
-Βλέπεις να έχω μαζί μου κανένα παιδί, κοπέλα μου;
Να και το ''κοπέλα μου''!
-Πού να ξέρω; Πολλά παιδιά κάθονται με τη μαμά τους…
-Να σου πω, με έσκασες, είπε αυτός. Τώρα ποιος έσκασε ποιον,
είναι άλλη ιστορία, είπα από μέσα μου. Θα μου δώσεις τον καφέ μου να φεύγω;
-Ορίστε, είπα εγώ.
-Τιμή δεν θα μου πεις; Με το τσιγκέλι θα στα βγάζω όλα εγώ;
-1,50... σχεδόν ψιθύρισα.
-1.50; Ο μονός;;; Ρώτησε με ύφος όλο απορία και αντίδραση
μαζί.
-Ναι, τόσο έχει!!! Ύψωσα πρόσκαιρα το ψυχικό μου ανάστημά μου
εγώ!
-Πάρτα! Είπε εκείνος με το εξ αρχής αγενές του ύφος και μου
πέταξε ένα δίευρο.
Έκανα να ανοίξω το ταμείο να του δώσω τα ρέστα του…
-Άστο, μην κάνεις τον κόπο. Δικά σου τα πενήντα λεπτά. Βάλτα
εδώ στον κουμπαρά γουρουνάκι με τα tips που σου μοιάζει κιόλας.
-Α, για άκου να σου πω, ηλίθιε του λέω! Φούντωσα τότε. Η
πίεσή μου είχε πάει στα ύψη... Ούτε γουρουνάκι είμαι ούτε τα ρέστα σου τα θέλω!
Πάρε το πενηντάλεπτό σου τώρα!
Και του το πετάω στον πάγκο σαν ζάρι.
-Δεν το θέλω! Και ηλίθια είσαι και φαίνεσαι. Σκατά
εξυπηρέτηση κάνεις! Ένας μονός καπουτσίνο ολόκληρη επιστήμη δέκα ώρες!
-Πάρε τα ψιλά σου ρε! Να τσιρίζω εγώ.
-Θέλω να σε ευχαριστήσω για την άψογη υπηρεσία σου, απάντησε
εκείνος ειρωνικά και πάλι. Πειράζει;;
Και ρίχνει το πενηντάλεπτο μέσα στο γουρουνάκι. Τότε έγινα
Τούρκος! Και άνοιξα το ταμείο και έβγαλα ένα άλλο πενηντάλεπτο.
-Τα ρέστα σου θα τα πάρεις! Δεν θέλω φιλοδώρημα και κυρίως
από πελάτες σαν εσένα!
-Μακάρι όλοι σου οι πελάτες να ήταν σαν εμένα. Ξεκάθαροι στο
τι θέλουν και με tip στο τέλος.
-Αν ήταν όλοι σαν εσένα, του αποκρίθηκα, εγώ θα είχα γίνει η
φόνισσα του Παπαδιαμάντη!
-Μωρή ουστ από δω. Πήγαινε να ζεστάνεις καμιά κατεψυγμένη
τυρόπιτα από την Κίνα και άσε τα λογοτεχνικά. Που θα φέρεις βόλτα και ολόκληρο
πάρτι ΕΣΥ! Εσύ που για έναν μονό καπουτσίνο τα παίζεις! Λυπάμαι αυτούς που σε
κλείσανε για τη γιορτή του παιδιού τους. Εσένα βρήκαν;
-Α, είσαι εντελώς χαμένο κορμί! Φύγε και μην ξαναπατήσεις στο
κυλικείο μου!
-Να σαι σίγουρη, μικρή Piggy! Σιγά μην σε ξαναπληρώσω. Θα
φέρω δική μου μηχανή καφέ να τον φτιάχνω όπως θέλω εγώ κάθε μέρα και δυο φορές
αν είναι.
Ντόιννννννννννν! Τι έγινε ρε παιδιά; Ξύπνησε μέσα μου ο
Σπύρος Παπαδόπουλος από τους Απαράδεκτους, σε μια από τις πιο απαράδεκτες
στιγμές της ζωής μου σε αυτό το μαγαζάκι της καρδιάς μου που είχε παντού το
αίμα της ψυχής μου.
-Ξαφνιάστηκες, ε; Με πέρασες για επισκέπτη; Δηλαδή για
προσωρινό; Για κάποιον περαστικό;
-Ποιος είστε; Το γύρισα εγώ στον πληθυντικό παγωμένη. Πάλι
γκάφα είχα κάνει προφανώς, άθελά μου όμως...
-Ο αναπληρωτής διευθυντής. Η διευθύντρια θα λείψει για ένα
χρόνο στο εξωτερικό και θα μείνω στο πόδι της εγώ. Απορώ πώς δεν είχες ακούσει
περί αναπλήρωσης.
-Κάτι είχα ακούσει αλλά δεν είχα καταλάβει πότε, τι και γιατί
ακριβώς και ποιος… Έκανα μαγκωμένη, σχεδόν σπασμένη σαν πορσελάνινο βάζο, σαν
να με είχε πετάξει κανείς από μεγάλο ύψος, σαν να είχα ήδη σαπίσει όπως ένα
χαλασμένο φρούτο και να ήρθε κάποιος και να με αποτελείωσε ζουλώντας με μανία…
Χαμήλωσα τα μάτια. Και τότε εκείνος πήρε τον καπουτσίνο,
γύρισε την πλάτη του και έκανε κατά το γραφείο της διευθύντριας. Και το
πενηντάλεπτο έμεινε στον πάγκο να με κοιτάζει, ήταν λες και μου μιλούσε
άνθρωπος κανονικά με αληθινό στόμα. Πάλι έκανες λάθος, έλεγε. Piggy… Άκου
Piggy! Με τον τύπο αυτόν δεν μιλήσαμε ποτέ ξανά μέσα στον έναν χρόνο που
δούλεψε εκεί. Ό,τι ήθελε, όχι συχνά, μου το έλεγε μέσω της γραμματέως του.
Όταν ήμουν μικρή ήθελα να γίνω, όπως όλα τα παιδάκια έτσι κι
εγώ, πότε δασκάλα, πότε νοσοκόμα κι άλλοτε ζωγράφος. Είχα όνειρα! Φυσικά και
είχα όνειρα! Τι με κοιτάτε έτσι; Όλοι οι άνθρωποι είχαν όνειρα μικροί και ας
μην έγιναν αυτό που ήθελαν! Όλοι έχουν δικαίωμα στο όνειρο! Να το ξέρετε! Μην
υποτιμάτε κανέναν άνθρωπο… Σαν ήμουνα κοριτσάκι, στο δημοτικό πήγαινα, ένας
δάσκαλός μου, μου είχε μάθει κανέναν να μην κρίνω και για κανένα να μην βγάζω
συμπεράσματα εύκολα και αβίαστα. Μου έλεγε, τι θαρρείς, τι νόμιζες, ο κύριος
που σκουπίζει τον δρόμο θέλει και το κάνει; Κάνει τη δουλειά αυτή γιατί δεν
ξέρει ή δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο… Δεν ήταν αυτό το όνειρό του… Γι’ αυτό
μην τον ξανακρίνεις ποτέ… Καλή του ώρα! Η διδαχή του εκείνη μπήκε μέσα στο
μυαλό μου και χαράχτηκε βαθιά. Κι από τότε έμαθα να μην χαρακτηρίζω,
τουλάχιστον όχι με το πρώτο, χωρίς να ξέρω, χωρίς να γνωρίζω τι υπάρχει από
πίσω. Ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβει ο κάθε άνθρωπος. Έτσι είναι! Αλήθεια δεν είναι
βρε παιδιά; (Προς το κοινό – γίνεται διαδραστικό) Τελικά, δεν έγινα τίποτα από
όλα αυτά, έγινα διάφορα άλλα που δεν μου άρεσαν, έμαθα όμως να διασκεδάζω και
να κοιτάζω να περνάω καλά, όσο μπορούσα όπου κι αν ήμουνα. Με όποιες δυσκολίες,
όπως και τώρα.
Η δικιά μου η ζωή δεν περιλαμβάνει τραγικές ιστορίες, ακραίες
αφηγήσεις, ανατριχιαστικές, βία, βιασμούς, παιδοβιασμούς, κακοποιήσεις,
περιθώριο. Η δικιά μου η ζωή είναι αστεία και βαρετή μαζί, είναι φαιδρή ενίοτε,
είναι συνηθισμένη, είναι αδιάφορη, θα την βρείτε λίγο πολύ παντού σε πολλούς
χώρους, σε πολλά σπίτια. Θα την βρείτε κυρίως όπου βασιλεύει η μοναξιά, η
βιοπάλη, η γλυκόπικρη γεύση της ζωής, η καθημερινότητα, οι ατέλειες, οι ατυχίες
και οι αποτυχίες, οι αναποδιές και η κούραση για την επιβίωση, η αγωνία αλλά
και το χαμόγελο. Διότι εγώ έμαθα να χαμογελάω πάντα και μπροστά στα δύσκολα.
Και θα χαμογελάω ακόμα και την ώρα που θα πεθαίνω. Να μου το θυμηθείτε αυτό!
ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ (εμφανίζεται ως τίτλος πίσω)
Είχα δεν είχα χωρίσει έναν χρόνο από τον Μηνά, και να σου
άρχισαν τα προξενιά. Νέα είσαι ακόμα, πρέπει να γίνεις και μάνα με τη βοήθεια
της επιστήμης που χει προοδεύσει, μόνη σου θα κάτσεις; Να χεις έναν άνθρωπο να
σε νοιάζεται… τα γεράματα είναι δύσκολα… και όλα αυτά τα γνωστά! Αυτά που
ξέρετε κι εσείς και είναι σίγουρο ότι έχετε ακούσει κι όχι μόνο μία φορά,
δυστυχώς… Από κάτι θείες μου, από κάτι γειτόνισσες… Θα μου πείτε, γιατί έδινες
και δίνεις θάρρος σε όλες αυτές τις γριές καρακάξες και δεν τους κλείνεις την
πόρτα; Δεν τις γράφεις να πάνε να πνιγούνε και να κοιτάξεις τη δουλίτσα σου;
Την υγεία σου και την επιβίωσή σου; Στην αρχή, έλεγα, για κακό δεν το λένε, με
σκέφτονται και έπειτα άσχημα είναι να σου γνωρίσει κάποιος έναν άνθρωπο; Σάμπως
με τον Μηνά πιο καλά τα πήγα; Σαλάτα δεν τα κάναμε; Γνώρισέ τον πρώτα τον
άνθρωπο και αν δεν σου κάνει, τον αφήνεις ευγενικά. Δεν θα τον πάρεις και με το
ζόρι… Ούτε είσαι πια καμιά κοπελίτσα, ούτε καμιά σταρ Ελλάς να διαλέγεις και να
σε παρακαλάνε… Κι εκεί με αυτές τις σκέψεις κι αυτά τα λόγια, αναγνωρίζεις τη
σκληρή αλήθεια, συμβιβάζεσαι, χαμηλώνεις πολύ την ψυχή σου, φυσικά σταματάς να
ονειρεύεσαι, να ελπίζεις, βουλιάζεις, βαθαίνεις, κομπλάρεις και χαίρεσαι και με
το λίγο μην σου πω και με το άσχημο. Κι έτσι γνώρισα μια ημέρα των ημερών τον
Γιάννη τον ηλεκτρολόγο που ήρθε να αλλάξει πίνακα στην κυρα-Μαρία απέναντί μου
και επί τη ευκαιρία κανονίστηκε να τον γνωρίσω και εγώ που ήρθα να πιω καφέ,
δήθεν… με την κυρα-τέτοια και καλά σύμπτωση να πούμε (παύση).
Βεβαίως, εσείς τώρα θα έχετε φαγωθεί μέσα σας να μάθετε τι
έγινε με αυτόν, πώς ήταν εμφανισιακά, αν βγήκαμε έξω βόλτα κτλ κτλ. Να σας πω
δηλαδή; Ή φαγούρα που την είχατε;
Α, θέλετε τελικά! Καλές Κατινάρες είστε κι εσείς! Και κυρίως
άντρες ακούω να θέλουν να μάθουν… Α, καλά… Καλά λένε ότι είστε χειρότεροι.
Ισχύει τελικά!
Μην πείτε όμως στο τέλος πως είμαι φλύαρη και σας κούρασα και
σας έπρηξα… Α, οκ…
Καλά…
Λοιπόν, που λέτε… ο Γιάννης ο ηλεκτρολόγος ήταν ομορφάντρας… Ψηλός,
μελαχρινός, με πλατάρες… δυναμωμένος. Ανύπαντρος ως τα τότε, με δικό του μαγαζί
που χε βρει βέβαια έτοιμο από τον πατέρα του, 5-6 χρόνια πιο μεγάλος από μένα. Είχα
ακουστά για αυτόν και μια δυο φορές τον είχα δει από μακριά αλλά ότι θα φτάναμε
και στο σημείο η κυρα-Μαρία να μας προξενεύει, δεν θα το πίστευα ποτέ. Τώρα τι
παραξενιές μπορεί να είχε και δεν το έκανε ποτέ το απονενοημένο, δεν ξέρω. Δεν
ήθελε, δεν έτυχε, δεν του άρεσε καμιά στ’ αλήθεια… Η κυρα-Μαρία μου χε πει
κάποια στιγμή πως τα χε μπλεγμένα με κάποια με αυτή ήταν παντρεμένη με δυο
παιδιά κι ο άντρας της ενώ ήθελε να την χωρίσει, αυτή είχε προίκα όμως και την
συγχώρησε. Και αφού της πέρασε με τον ηλεκτρολόγο ξαναμαζεύτηκε σπίτι της. Τι
να πεις; Έτσι πάνε αυτά. Μα μόνο αυτή είχε μόνο, κυρα-Μαρία; Την ρώτησα κι εγώ
όλο απορία πριν κανονίσουμε για το προξενιό της συμφοράς. Μα σάμπως τα ξερε όλα
κι αυτή… Μόνο ό,τι άκουγε κι αυτά που άκουγε δεν ισχύανε και πάντα.
-Τράβα να του κάνεις εσύ, καφέ… Και να τον περιποιηθείς με τα
χεράκια σου, α λα παλαιά… να σε προσέξει, παραδοσιακά, σαν γυναίκα.
-Μωρέ, τι νόημα έχει ο καφές; Αναρωτήθηκα. Τι να με κάνει
εμένα;
-Ε, όχι και τι να σε κάνει; Δεν είναι και κανένας νεαρούλης.
Μια γυναίκα σοβαρή να βρει, στα μέτρα του, στα κυβικά του, να τον φροντίζει. Να
χει και τη δουλειά της… Να, μια καλή γυναίκα σαν κι εσένα. Τι να τις κάνει τις
μικρές που χαζοφέρνουν και θα τον παρατήσουν;
-Εμένα; Έκανα απορημένη.
-Εδώ άλλες παντρεύονται με παιδί, για να μην πω με παιδιά…
Και παίρνουν ελεύθερους και με λεφτά! Όχι εσύ που δεν έχεις κανέναν να
κοιτάξεις. Επειδή δηλαδή κάποτε παντρεύτηκες τον Μηνά; Ε, και; Πρέπει τώρα να
χαθείς από προσώπου γης;
Και μου δινε κουράγιο η γειτόνισσα πως δεν είχα ξοφλήσει σαν
γυναίκα. Και ανακτούσα έτσι τις ελπίδες μου. Μα τι τα θες; Η ζωή έχει άλλα
σχέδια πάντα μα πάντα… Και θα πω η ζωή κι όχι ο Θεός ή οι θεοί γιατί εγώ, και
να με συγχωράτε, δεν πιστεύω μήτε σε θεούς μήτε σε διαβόλους παρά στην
ακατανίκητη δύναμη του ίδιου του ανθρώπου που όλα τα μπορεί άμα θέλει κι όλα τα
καταστρέφει πάλι άμα θέλει.
-Γιάννη, πώς τον πίνεις τον καφέ σου; Τον ρώτησα χαμογελαστή
σαν εκείνος γύρευε τα εργαλεία του σκαλίζοντας το κουτί του με τα μαραφέτια όλα
μέσα.
-Μην μου φτιάξεις, δεν θέλω. Ευχαριστώ. Μου απάντησε.
-Έχεις πιει;
-Όχι. Αλλά θα πιω μετά στο σπίτι της κοπέλας μου.
Και έμεινα στήλη άλατος. Δεν το ξερε λέει εκ των υστέρων η
κυρα-Μαρία, καινούργιο θα τανε αυτό το ειδύλλιο, αν το ξερε δεν θα κανε τέτοια
γκάφα και τα λοιπά και τα λοιπά και σαν βρεγμένη γάτα βρήκα τη γνωστή
δικαιολογία του ξεχασμένου ανοιχτού θερμοσίφωνα, αυτή τη χαζή μεν, κλασική δε
πρόφαση και γύρισα άρον-άρον σπίτι μου. Ένιωσα γελοία και περιττή στο ξένο
σπίτι κιόλας.
Μα καλύτερα που ήρθαν τα πράγματα έτσι! Γιατί ο ηλεκτρολόγος
μπορεί να θελε και παιδιά και γιατί να μην θέλει δηλαδή; Και σίγουρα δεν θα του
τα έδινα εγώ… Και τότε θα μου έπεφτε πιο βαρύ πολύ πιο βαρύ το όλο θέμα, θα με
πονούσε βαθιά όχι όπως τώρα που καθάρισα σε ένα λεπτό και το ξέχασα γρήγορα.
Καλύτερα έτσι λοιπόν.
Αν είχα άλλα προξενιά; Άλλο ένα. Με τον Μάκη τον κουτσό. Που
χε παρέα και τη μάνα του σχεδόν κατάκοιτη. Κι ένα χαμόσπιτο δικό του παλιό
προσφυγικό στη Νέα Ιωνία. Αλλά ούτε να ακούσω δεν ήθελα γι’ αυτόν και έτσι
προξενιό στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ. Εγώ, κυλικειάρχης πράμα, να πάρω τον Μάκη
τον κουτσό με την αναπηρική σύνταξη και να κοιτάξω και αυτόν και τη μάνα του
και να μας έρθει καμιά ώρα στο κεφάλι το ταβάνι του προσφυγικού; Δεν σφάξανε!
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ (τίτλος)
Θέλω να πάω ένα ταξίδι… ξέρετε πού; Για μαντέψτε! Πείτε καλέ…
(διαδραστικό) Πού θα ήθελα, λέτε, να πάω; Στο Παρίσι; Όχι, όχι… δεν ξέρω
γαλλικά, γι’ αυτό δεν θέλω. Τι να πάω εκεί να μην ξέρω να παραγγείλω να φάω και
να πιω και να μπω στα μουσεία; Μπα… Αλλού, αλλού… Για πείτε… Στη Νέα Υόρκη λέει
ο κύριος εκεί… Μωρέ θέλω αλλά μακριά δεν είναι; Και πολύ πολύ μεγάλη για μένα…
Αλλού, αλλού… Λονδίνο; Όχι, καλέ… Πολύ κλασικό… άσε που σίγουρα θα βρέχει. Δεν
μπορώ να κόβω βόλτες με την ομπρέλα ανοιχτή συνεχώς. Άλλο, άλλο… Εύκολο είναι,
απορώ πώς δεν σας έχει έρθει ακόμα στο μυαλό… Βιέννη; Όχι, δεν ξέρω πιάνο, δεν
ξέρω μουσική, οπότε στο καλό και η Βιέννη!
(Βίντεο πίσω με πλάνα από τη Βενετία)
Ααααχχχχ… Στη ΒΕΝΕΤΙΑ! Εκεί… στα κανάλια… μέσα στις γόνδολες…
στα γυαλικά… μια ολόκληρη πόλη μέσα στο νερό… Είναι ακριβά βέβαια αλλά θα τα
βρω και τα λεφτά κάνοντας οικονομία όσο μπορώ. Λένε πως είναι ρομαντικά μα έχει
πολλή υγρασία. Έτσι, να κλείσω λέει ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση το κυλικείο
στο μουσείο, να τους γράψω όλους, να σκυλιάσουν από το κακό τους και να πάω
λίγες μέρες, ακόμα και μόνη μου ή με γκρουπ με τίποτα ξέμπαρκους, εκεί όπου όλα
είναι πλωτά, λέει. Ακόμα και τα ασθενοφόρα και οι νεκροφόρες! Μα εγώ δεν θέλω
να πάω φυσικά για τα ασθενοφόρα και τις νεκροφόρες αλλά για τη σπάνια αυτή
περίπτωση. Λένε πως και στο Άμστερνταμ έχει κανάλια, βασικά δεν λένε, έτσι
είναι. Άλλη χάρη όμως έχει η Ιταλία! Με τα μακαρόνια της, τα ντόλτσε της, καλέ,
καλέ δεν ξέρετε τι θα πει ντόλτσε; γλυκά θα πει, βρε άσχετοι… με το καρναβάλι
της (και παίρνει από δίπλα μια μάσκα και τη φοράει πρόσκαιρα στο πρόσωπο), με
τις μπύρες της τις τοπικές και τα νησάκια της, με τη Βερόνα που πας άμα θες με
το τρένο εύκολα να δεις και το μπαλκονάκι του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Ποιος
έχει πάει καλέ από δω μέσα στη Βενετία; Για να δω χέρια; Χέρια ψηλά… για να
μετρήσω… Μα κανείς; Α, να… Εσείς… Για πείτε μου… Σας άρεσε; Τι θυμάστε πιο
πολύ; Τι σας έκανε εντύπωση;
Μα σαν να πέρασε η ώρα… Και είπα πολλά, δεν είπα και λίγα.
Και σκασίλα που την είχατε τώρα εσείς για μένα και για το κυλικείο και τα
βάσανά μου και τις αποτυχίες μου, λες και δεν έχετε τα δικά σας βάσανα, είμαι
εκατό τοις εκατό σίγουρη πως κι εσείς ρόιδο τα έχετε κάνει στη ζωή σας, γι’
αυτό ήρθατε εδώ απόψε, να ξεχάσετε τις βλακείες που έχετε κάνει και για να
γελάσετε να ξεφύγετε από τα λάθη και τις στενοχώριες σας, καλές κουμπούρες
είστε κι εσείς, εμ τι θα ήσασταν, τίποτα έξυπνοι; Που σας λένε οι φίλοι σας και
οι γνωστοί σας να πάτε θέατρο και αμέσως ρωτάτε: ΚΑΜΙΑ ΚΑΛΗ ΚΩΜΩΔΙΑ ΠΑΙΖΕΙ;
Γιατί τα άλλα έργα, βλέπετε, σας ψυχοπλακώνουν, δεν μπορείτε,
θέλετε τα ελαφριά εσείς, τα πανάλαφρα! Μην και σκεφτείτε λίγο, μην και
προβληματιστείτε. Ήρθατε να δείτε εμένα, την κυλικειάρχη… Και τι καταλάβατε;
Όχι, πείτε μου… Να ξέρετε όμως ότι το πιο βαρύ κι ασήκωτο είδος του θεάτρου
είναι η κωμωδία! Εκεί ακούει κανείς τόσο σκληρές αλήθειες και πικρές και
απογοητευτικές που ο Σοφοκλής, ο Ίψεν και η Σάρα Κέην μαζί στο ίδιο μίξερ, όλοι
παρέα αδυνατούν να μεταδώσουν. Ακούστε και την κυρα-Νίκη… Κάτι ξέρει κι αυτή
από τη ζωή… Τόσο κόσμο βλέπει… Κοτζάμ κυλικειάρχης ντε!
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ! ΚΑΛΟ ΣΑΣ ΒΡΑΔΥ!
ΤΕΛΟΣ



Comments
Post a Comment