ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: ΚΕΙΚ

 


ΚΕΙΚ

του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη

 

Θέατρο «ΕΜΠΟΡΙΚΟΝ»

Σαρρή 11, Ψυρρή

 

Σκηνοθεσία: Θανάσης Ζερίτης

 

Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Φαίδρα Δρούκα, Ερρίκος Λίτσης, Γιάννης Λεάκος, Προμηθέας Νεραττίνι Δοκιμάκης.

«ΟΛΟΙ ΤΑ ΙΔΙΑ ΣΚΑΤΑ ΕΙΜΑΣΤΕ!»

 

 

 


Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου την παράσταση της Τετάρτης 26 Νοεμβρίου 2025 (στις 8.00 μ.μ.)

 

Σήμερα θα μιλήσουμε για σύγχρονο ελληνικό θέατρο και πιο συγκεκριμένα για τη συγγραφική πένα του ταλαντούχου και πολυγραφότατου Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Ο λόγος για τη θεατρική παράσταση ΚΕΙΚ που ανεβαίνει από Τετάρτη έως Κυριακή στο θέατρο του Ψυρρή «ΕΜΠΟΡΙΚΟΝ» της οδού Σαρρή σε σκηνοθεσία του ανερχόμενου σκηνοθέτη Θανάση Ζερίτη.

Σε μια πολυκατοικία της Αθήνας του σήμερα με αρκετούς ενοίκους κάποιος πετάει συστηματικά τη σακούλα με τα απορρίμματα από το μπαλκόνι του με αποτέλεσμα αυτή να διαλύεται στο πεζοδρόμιο (κι όχι πάντα επιτυχώς στον κάδο – στόχο) και να λερώνει το σημείο. Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και ο ένοχος πρέπει επιτέλους να αποκαλυφθεί και κυρίως να δεχθεί σχετική παρατήρηση. Έτσι, στο διαμέρισμα του διαχειριστή της πολυκατοικίας Πέτρου Αποστολίδη στήνεται ένα μικρό δικαστήριο με «δικαστή» τον ίδιο και κρινόμενους τρεις ακόμα ενοίκους – ύποπτους των οποίων το μπαλκόνι «βλέπει» στο σημείο ακριβώς όπου «σκάνε» τα σκουπίδια. Την εκδίκαση της υπόθεσης ωθεί η Σάσα μια αλλοπαρμένη και ημίτρελη συγγραφέας μυθιστορημάτων, η οποία όμως καταλήγει, όπως και οι άλλοι δύο, να είναι πιθανή υπαίτια του φαινομένου. Κι ενώ ο διαχειριστής είναι απασχολημένος με τον ερχομό της κόρης του Τζούλιας από το Λονδίνο προκειμένου να εορτάσουν παρέα τα Χριστούγεννα – εξ ου και το μυρωδάτο κέικ που της ετοιμάζει – η κατάσταση ωστόσο δεν μπορεί να περιμένει άλλο και γι’ αυτό καλούνται ο Μπάμπης και ο Ακμπάρ με σκοπό τη διαλεύκανση του θέματος.

Κι όσο το μοσχομυριστό γλυκό φουσκώνει στον φούρνο του Πέτρου, οι τέσσερις συγκάτοικοι ξεδιπλώνουν φοβίες, μικρότητες, μυστικά και ιδιαιτερότητες. Στον μικρόκοσμο της πολυκατοικίας του αστικού περιβάλλοντος, η συνύπαρξη αποδεικνύεται δύσκολη μα όχι ακατόρθωτη. Το φως πέφτει πάνω στην ετερότητα όχι τόσο με την επιφανειακή μορφή του ρατσισμού όσο με την εσωτερική πάλη που δίνει συχνά ο σύγχρονος άνθρωπος για να την ερμηνεύσει και όσο μπορεί να την αποδεχτεί. Έτσι, η Σάσα ούτε συμπαθεί ούτε αντιπαθεί τον αλλοδαπό συγκάτοικο εντούτοις τον υποπτεύεται και τον υπονομεύει κι επίσης τον περιφρονεί παραφράζοντας το όνομά του. Περισσότερο βέβαια τον κατηγορεί ο Μπάμπης (αν και αρχικά δείχνει να τον στηρίζει που μεγαλώνει παιδί μόνος του) που εκφέρεται με μένος εναντίον του ιδίως τη στιγμή που εντοπίζει ορατά ενοχοποιητικά στοιχεία με πρωθύστερη αναφορά στην παράδοξη πορεία του στην Ελλάδα και στον τρόπο επιβίωσής του. Οι τόνοι ανεβαίνουν κι άλλο όταν ο ξένος ένοικος απορεί και θλίβεται με το μίσος του Μπάμπη και χρησιμοποιεί προσβλητικά εναντίον του ένα καινούργιο στοιχείο εντελώς προσωπικό – οικογενειακό που άπτεται και αυτό του τομέα της διαφορετικότητας. Μια πολυκατοικία που ομοιάζει με μικρό χωριό όπου ο ένας ασχολείται με τη ζωή του άλλου και δεν παραλείπει να σχολιάζει το τι κάνει ο διπλανός του. Οι χαρακτήρες συνδέονται και συναντιούνται όχι μόνο με αφορμή τα σκουπίδια που εκτοξεύονται αλλά μέσω της κυρίας Στέλλας που πέθανε (και είχε κόρη υιοθετημένη) της κυρα-Θοδώρας που επιπλήττει τον Μπάμπη για τον θόρυβο που παράγει, της ενοίκου που συνουσιάζεται και ακούγεται, του συγκατοίκου που παίζει όλη μέρα μουσική, του κυρ-Παντελή που τον παίρνει το ίδιο απόγευμα το ασθενοφόρο…

Όποιος έχει ασχοληθεί πιο ακαδημαϊκά με το κομμάτι των στερεοτύπων θα γνωρίζει πως αυτά έχουν τις ρίζες τους σε αληθινές, αποδεδειγμένες συμπεριφορές και πραγματικά γεγονότα. Πως η γέννησή τους οφείλεται σε συνήθειες, έθιμα και κουλτούρες που φέρει ο κάθε άνθρωπος για διαφορετικούς λόγους. Κι αυτό είναι κάτι που συζητάει ο Β.Χ. μέσα στο παρόν έργο του φανερά. Εντούτοις, ένας άνθρωπος δεν τελειώνει εκεί, στην εικόνα που βγάζει προς τους άλλους, ούτε στο ψέμα που καλείται να ξεστομίσει για κάτι που τον κάνει να ντρέπεται. Διαθέτει κι άλλες πλευρές που αν αποκαλυφθούν, τονίζεται η ανθρώπινη και ευαίσθητη πλευρά του. Αλήθεια, υπάρχει άνθρωπος χωρίς ελαττώματα, χωρίς φόβους, χωρίς κρυμμένες ιστορίες, χωρίς ψεγάδια, χωρίς νευρικές κινήσεις (τικ) και αποτυχίες στο ενεργητικό του; Υπάρχει άραγε η τέλεια ζωή, το ιδανικό πλάσμα; Μήπως τελικά «είμαστε όλοι τα ίδια σκατά», όπως φωνάζει ο Πέτρος στο έργο και το καλύτερο που θα είχαμε να κάνουμε είναι να πάψουμε να κρίνουμε ο ένας τον άλλον, να επιτιθέμεθα, να φοράμε ταμπέλες και να προβαίνουμε σε χαρακτηρισμούς αλλά να προτιμήσουμε τη συμφιλίωση και την ηρεμία που είναι δυνατόν να επιτύχουμε με τρόπους απλούς όπως το μοίρασμα ενός φρεσκοψημένου κέικ; Και μήπως είναι προτιμότερο να υποχωρήσουμε, να επιδείξουμε καλή θέληση και να συνυπάρξουμε αρμονικά αντί να διαπληκτιζόμαστε;

Συγχαρητήρια στον Β.Χ. που κατάφερε να διαμηνύσει υποδόρια και με κωμικούς, ρεαλιστικούς κατά βάση διαλόγους φαινομενικά απλούς και καθημερινούς τόσο σπουδαίες ιδέες για τη ζωή του ανθρώπου, την ύπαρξη και τη συνύπαρξή του με τους άλλους. Πρόκειται για μια παράσταση την οποία παρακολουθεί κανείς ευχάριστα, χωρίς να πλήττει και να κουράζεται από τέσσερις ηθοποιούς ικανούς και έμπειρους που υποστηρίζουν σωστά τους χαρακτήρες που υποδύονται (Φαίδρα Δρούκα: Σάσα, Ερρίκος Λίτσης: διαχειριστής, Γιάννης Λεάκος: Μπάμπης και Προμηθέας Νεραττίνι Δοκιμάκης: Ακμπάρ). Προσωπικά, ξεχώρισα την ερμηνεία του Γιάννη Λεάκου ο οποίος παίζει με πάθος τον ρόλο του Μπάμπη. Ειδικότερα, στη σκηνή της έκρηξής του εναντίον του αλλοδαπού συγκατοίκου του δίνει ρεσιτάλ, γεγονός που εξηγείται εύλογα από τη θητεία του στην ομάδα «ΝΑΜΑ» της Ελένης Σκότη. Αναφέρομαι βεβαίως στο συγκλονιστικό ανέβασμα του Αγαπητή Έλενα κάποια χρόνια πριν όπου και πρωταγωνιστούσε. Ο Θανάσης Ζερίτης που υπογράφει τη σκηνοθεσία του έργου, κατόρθωσε να μεταφέρει επί σκηνής τη φυσικότητα και την αμεσότητα του κειμένου δίνοντας έμφαση στις λεπτομέρειες και κυρίως στις εκφράσεις και τις μούτες των ηθοποιών. Ήταν προσεγμένη επίσης πολύ η κίνησή τους επί σκηνής. Τέλος, τα σκηνικά και τα κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα ήταν κάτι παραπάνω από επιτυχημένα, μας μετέφεραν όντως στο διαμέρισμα του διαχειριστή – ντετέκτιβ – εξισορροπιστή, πλουσιοπάροχα, πειστικά, ζεστά, γέμισαν τη σκηνή του θεάτρου «ΕΜΠΟΡΙΚΟΝ» μέσα στο πνεύμα του ρεαλισμού του έργου. Η κουζίνα με τον εξοπλισμό της, το σαλόνι με το καθιστικό του και το μπαρ του, το μεταφερμένο γραφείο, η εξώπορτα, τα παράθυρα και η μπαλκονόπορτα που ανοιγοκλείνανε ανάλογα με την περίσταση.

Μια παράσταση για τις αρετές της ανθρωπιάς και της μετριοφροσύνης.

Είναι αναμφίβολα μια πολύ όμορφη ιδέα – θεατρική πρόταση για έξοδο στο κέντρο της πόλης!

 

ΛΟΙΠΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Sound design, Πρωτότυπη μουσική,

Τραγούδια, Ερμηνεία : Σπύρος Γραμμένος

Σκηνικά- Κοστούμια : Γεωργία Μπούρδα

Κίνηση : Πάνος Τοψίδης

Σχεδιασμός Φωτισμών : Σάκης Μπιρμπίλης

Βοηθός Σκηνοθέτη : Ελένη Τσιμπρικίδου

Βοηθός σκηνογράφου/ενδυματολόγου: Ηρώ Παρδαβέλλα

Φωτογραφίες : Γιώργος Καλφαμανώλης

Comments