ΔΕΝ ΤΟ ΛΕΕΙ ΤΟ ΧΑΡΤΙ

Διήγημα της Μαρίνας Αποστόλου

 

Σαν έβγαλα το δημοτικό σχολείο, οι γονείς μου θέλανε να με στείλουνε να μάθω μια τέχνη στην πόλη, κοντά στους θειους μου. Να ράβω, να γαζώνω, κάτι με ρούχα τέλος πάντων να μάθω, όπως πολλές κοπέλες. Οι συγχωριανοί όμως τούς είπανε πως είναι κρίμα να πάω χαμένη κι αφού τα παίρνω τα γράμματα, να με γράψουνε στο γυμνάσιο στη Ναύπακτο. Αγράμματοι άνθρωποι, δεν είχαν βγάλει ούτε το δημοτικό κι είχαν τρία κορίτσια να μεγαλώσουν, εμένα δηλαδή και τις δύο μικρότερες αδερφές μου, δεν είχαν λεφτά να στέλνουν στους θειους μου για να πηγαίνω εγώ γυμνάσιο και να χάνω τον καιρό μου στα θρανία έχοντας διάβασμα κάθε μέρα ενώ δουλεύοντας στη βιοτεχνία της θείας μου θα ξεπλήρωνα τη φιλοξενία και θα μάθαινα και τη δουλειά, να ξέρω κάτι να κάνω σε όλη μου τη ζωή.

Η θεία μου σαν άκουσε πως το χωριό έβαζε λόγια στη μάνα μου για γυμνάσιο και τέτοια καμώματα δεν έκρυψε την άρνησή της. «Εμείς εδώ Ευτέρπη τη Σία δεν την καλέσαμε για επιστήμονα. Δεν με νοιάζει τι λένε οι χωριανοί. Ξέρεις πως παιδιά δεν κάναμε με τον Τάκη γι’ αυτό χώρος υπάρχει και στο σπίτι μας και στην καρδιά μας. Όμως όχι για σχολειό. Από τη βιοτεχνία αυτή ζούμε, τρώμε, πληρώνουμε τους λογαριασμούς και βάζουμε στην άκρη για τα γεράματα. Να έρθει σε μας η Σία να μάθει τη δουλειά, να τρώει, να πίνει και στο γιατρό θα την πάμε αν χρειαστεί, σαν κόρη μας θα την έχουμε αλλά το σχολειό, ξέχνα το.»

«Δίκιο έχεις, Αλέκα, τι να πω; Πως έχεις άδικο; Ο κόσμος λέει ό,τι του κατέβει, δεν ξέρει, δεν τον νοιάζει. Θα στην στείλω μόλις μπει ο Σεπτέμβρης».

Τότε ήταν που πετάχτηκε ο θείος μου ο Τάκης: «Εγώ λέω του κοριτσιού να του δώσουμε μια ευκαιρία! Ας πάει στο γυμνάσιο κι αν δεν τα πάει καλά, τότε την σταματάμε και πιάνει στη βιοτεχνία δουλειά. Ένα κρεβάτι περισσευούμενο υπάρχει κι όσο για το φαΐ, πόσο τρώει μια σταλιά κοριτσάκι;»

Τα λόγια του θειού μου με ταράξανε. Εκεί που ετοιμαζόμουνα για ραπτομηχανές και τσίτια και ρετάλια και κλωστές, θα αποκτούσα μεγάλη σάκα και θα πήγαινα στο μεγάλο σχολείο μαζί με άγνωστα παιδιά σε μένα, με κορίτσια που δεν είχα ξαναδεί ποτέ, ίσως να χανε λεφτά, να τανε από την πόλη, ίσως χωριατοπούλες σαν εμένα που θα τις έφερνε το λεωφορείο στη Ναύπακτο για το σχολειό. Και θα είχα βιβλία πολλά, θα μάθαινα, λέει, αρχαία ελληνικά, γεωμετρία και γαλλικά ακόμα! Άκου να δεις… Μια άλλη ζωή! Μα θα τα βγαζα πέρα με τις δυσκολίες των μαθημάτων; Το γυμνάσιο δεν θα τανε δημοτικό, είναι αυστηρό σχολείο με απαιτήσεις, πολλούς δασκάλους, διαβάσματα, γραψίματα, τιμωρίες… Θα τα κατάφερνα εγώ; Και μακριά από τους γονείς μου… Και την τέχνη πότε θα μου την έδειχνε η θεία μου; Αφού θα έπρεπε να βοηθάω και στο σπίτι και στις δουλειές, στο μαγείρεμα και στο καθάρισμα και στα ψώνια μέχρι και στο περιβόλι με τα ζαρζαβατικά…

Δεν τα κατάφερα. Έμεινα στον τόπο στην πρώτη γυμνασίου. Πού χρόνος και κουράγιο για διάβασμα και ποιος να μου δείξει; Τα αρχαία ελληνικά μου φαίνονταν βουνό όμως μου αρέσανε ενώ η Φραντσέζα, έτσι την έλεγαν όλοι, που μας έκανε γαλλικά, νομίζω ότι ακόμα θα με σηκώσει στον πίνακα να κλίνω ρήματα που ποτέ δεν μελέτησα και δεν έμαθα κατσαδιάζοντάς με άγρια μπροστά σε όλη την τάξη. «Τα έλεγα εγώ…» είπε η θειά μου κουνώντας το κεφάλι «μα ποιος με άκουγε; Μια χρονιά χαμένη πήγε!» και με έβαλε αμέσως τον Ιούνη εκείνης της χρονιάς στη δουλειά με την έντονη οσμή των υφασμάτων ποτισμένων από το τσιγάρο της. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη μυρωδιά...

Μόλις έγινα δεκαπέντε χρονών και πια ήξερα καλά τη δουλειά του φασόν και είχα γίνει μια καλή παντελονού, η θειά μου ζήτησε να φύγω. «Έκατσε τόσο καιρό σε μας» είπε στη μάνα μου. «Παράπονο δεν έχω» αποκρίθηκε εκείνη. «Βρείτε τώρα τι θα την κάνετε. Εφόδια έχει του λόγου της». «Για Αθήνα είναι νωρίς να πάει, για γάμο ποιος να την πάρει που προίκα δεν έχει ούτε ένα βρακί;» έκανε απελπισμένα η μάνα μου.

«Ε, όχι και γάμο καημένη! Από τα 15 της… Είπαμε, δεν ζούμε και στον Μεσαίωνα. Στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας ζητάνε κόσμο. Τα κορίτσια πληρώνονται πιο φτηνά. Θα τους αρέσει. Γιατί να μην πάει εκεί να πιάσει δουλειά;» Ήμουν λοιπόν πολύ τυχερή τη στιγμή εκείνη. Μια δουλειά στα μέτρα μου. Και ώριμη αρκετά για να νοικιάσω δωμάτιο σε ξένο σπίτι και τα ρέστα να τα στέλνω στους δικούς μου που είχαν τις αδερφάδες μου ακόμα πιο μικρές. Κι οι θείοι μου θα ήταν κοντά αν πάθαινα τίποτα. Στην ίδια πόλη. Τι ανάγκη είχα; Όλα καλά και όμορφα και κυρίως βολικά για όλους.

Δούλεψα εκεί δυο χρόνια, ίσα με τα δεκαεφτά μου μέχρι που γνώρισα τον άντρα μου. Ήρθε μια μέρα ως πελάτης να παραγγείλει κάτι υφάσματα για τη βιοτεχνία του στην Πάτρα, με είδε, του άρεσα, ήθελε παρθένα που να μπορεί και να δουλεύει πλάι του, ρώτησε τα στοιχεία μου, από πού κρατάει η σκούφια μου, προίκα δεν ζήτησε δεκάρα κι ο γάμος έγινε αμέσως σχεδόν μετά από έναν σύντομο αρραβώνα στο χωριό μου.

Δεν ήξερα πώς ήταν ο έρωτας, πώς ήταν να σε ακουμπάει άντρας, να κοιμάσαι μαζί του. «Πώς περνάς; Είναι καλός ο Γιάννης; Σ’ αγαπάει;» με ρώτησε η μεσαία η αδερφή μου σαν ήρθε επίσκεψη στο σπίτι μας ένα μήνα μετά τον γάμο. «Νομίζω ότι μ’ αγαπάει, καλός είναι. Μόνο που θέλει να έχω τα πόδια συνέχεια ψηλά…» της αποκρίθηκα. Δεν κατάλαβε, δεν με ξαναρώτησε, την έβλεπα σπάνια. Παντρεύτηκε στην Αθήνα και χάθηκε με τα παιδιά της και τα δικά της βάσανα. Μετά την ακολούθησε και η μικρή μας αδερφή. Αυτή χωρίς γάμους και προξενιά και τα τοιαύτα παρά με γκόμενους πολλούς, δουλειά σε μπαρ τις νύχτες, τσιγάρα, ποτά μέχρι που μια μέρα κατακαλόκαιρο λιποθύμησε στον ηλεκτρικό και την έβγαλαν από μέσα νεκρή. Είχε πάθει ανακοπή. Μόλις εικοσιπέντε χρονών… Δεν την πένθησα όπως ήθελα.

Με τον Γιάννη σκαρώσαμε δύο παιδιά: ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Οι υπόλοιπες εγκυμοσύνες έγιναν εκτρώσεις. Ήταν καλός νοικοκύρης, δουλευτής και οικονόμος πολύ. Τίποτα δεν έλειπε από το σπιτικό μας στην Πάτρα. Κι εγώ πρώτη φορά στη ζωή μου που είχα απ’ όλα: παιδιά, φαγητό, άνετο σπίτι κι όχι κοτέτσι, πήγαινα κομμωτήριο κάθε Σάββατο και το καλοκαίρι διακοπές στην Ηλεία ένα μήνα. Οι γονείς μου βάζανε τα κλάματα από τη χαρά τους για την ευτυχία μου και την καλοπέρασή μου. Βλέπεις, είχαν χάσει ένα παιδί, τη μικρή μας ενώ η μεσαία ζούσε στην Αθήνα μέσα στις στερήσεις και τις εξώσεις και τις ταλαιπώριες με τον άντρα της που είχε μπλέξει με τα ζάρια και είχε χάσει τα λεφτά του όλα εκεί. Εγώ ήμουν η τυχερή, η βασίλισσα…

Ο Γιάννης ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα. Είχε μεγάλη αδυναμία στην αδερφή του τη Δήμητρα, πιο μικρή από κείνον και πολύ παχιά, δεν βρήκε ποτέ γαμπρό κι οι γονείς του ποτέ δεν τον συγχώρεσαν που παντρεύτηκε χωρίς να την έχει τακτοποιήσει πρώτα εκείνη. Ήμουν έγκυος στο πρώτο μας παιδί όταν μέσα στο αμάξι πηγαίνοντας επίσκεψη στους κουμπάρους μας του είπα: «Ε ας χάσει και κανένα κιλό αν θέλει να βρει γαμπρό κι αυτή…» και θύμωσε τόσο που με κατέβασε κάτω, εφτά μηνών, Ιούλιος ήταν και έκαιγε ο τόπος, και γύρισα σπίτι με τα πόδια. Ο Γιάννης έκανε μόνος του την επίσκεψη στους κουμπάρους κι είπε πως είχα εμετούς και γι’ αυτό δεν ήρθα να τους δω.

Είχα κάνει πια και τα δυο μου παιδιά και τα είχα στο δημοτικό και τα δύο τα πουλάκια μου όταν ήρθε στο απέναντι σπίτι εκείνος. Νοικάρης ήταν. Και δάσκαλος του γιου μου, όπως αποδείχτηκε μετά. Όμορφος και νέος, από την Κεφαλλονιά μας είχε έρθει. Μελαχρινός και ψηλός με μάτια τσακίρικα. Τα καλύτερα μου έλεγε για το παιδάκι μου κάθε φορά που με έβλεπε και φώτιζε όλος ο κόσμος γύρω μου από τη χαρά μου. Τον παρατηρούσα, πότε έβγαινε, πότε γυρνούσε, πώς περνούσε την εργένικη ζωή του, τον ρωτούσα μην είχε καμιά ανάγκη, όχι βέβαια μπροστά στον Γιάννη ο οποίος πια έλειπε όλη μέρα στη δουλειά ενώ εγώ δεν πήγαινα στη βιοτεχνία από καιρό αφού ασχολιόμουνα με τα παιδιά και το νοικοκυριό. Ήμουν σε όλα μετρημένη, όπως ήταν κι ο Γιάννης. Δεν στερούμασταν μα όλα έπρεπε από πριν να έχουν μιληθεί και συμφωνηθεί.

Ο δάσκαλος, Στάθη τον έλεγαν, ψώνιζε κι από το ίδιο σούπερ μάρκετ, καινούργιο εκείνη την εποχή, που πηγαίναμε κι εμείς με τον άντρα μου. Κάθε φορά που τον έβλεπα, ακόμα κι εκεί, ήθελα να του κάνω καλή εντύπωση κι αν ήμουν στενοχωρημένη να μην επιτρέπω να φαίνεται σε εκείνον. Ένα Σάββατο που έτυχε να ψωνίζω με τον άντρα μου μαζί, πάντα μαζί το κάναμε αυτό αφού είχαμε αφήσει τα παιδιά μας στην πεθερά μου, να σου κι ο Στάθης να πάρει κι αυτός τα απαραίτητα. Ο Γιάννης κρατούσε πάντα εκείνος το χαρτί με τα ψώνια τα οποία είχαμε αποφασίσει οι δυο μας από πριν στο σπίτι αφού είχαμε κοιτάξει καλά τι μας λείπει και τι δεν μας χρειάζεται ακόμα. Ο Στάθης αφού πέρασε από μπροστά μας, μας χαιρέτισε ευγενικά και κατευθύνθηκε προς τους αφρούς ξυρίσματος. Δίπλα ακριβώς ήταν τα αφρόλουτρα και τα σαπούνια. Το μάτι μου έπεσε ξάφνου σε ένα καινούργιο αφρόλουτρο με μακρόστενη συσκευασία σαν καμπυλωτό σώμα γυναίκας και χρώμα κάπως μωβ, καινούργιο θα ήτανε δεν το είχα ξαναδεί, το ζήλεψα αφού το κοίταξα καλά-καλά πρώτα και τότε τόλμησα να πάω να το πιάσω και να το βάλω στο καλάθι μας… Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Γιάννης με μια ματιά που με έσκισε στα δύο και μαζί με πάγωσε, μου έπιασε το χέρι σφιχτά, μου πήρε το αφρόλουτρο και το έβαλε πίσω στο ράφι λέγοντας με βροντερή και σταθερή φωνή σαν αυστηρός πατέρας που δεν χαρίζεται: ΔΕΝ ΤΟ ΛΕΕΙ ΤΟ ΧΑΡΤΙ!

Ο Στάθης γύρισε και μας κοίταξε, εμένα ειδικά με λύπηση. Δεν είχε ακόμα διαλέξει αφρό και μας άκουσε. Ντράπηκα όσο δεν έχω ντραπεί ποτέ στη ζωή μου, ούτε τότε με τη Φραντσέζα μέσα στην τάξη ούτε όταν με έβριζε το αφεντικό στο εργοστάσιο στη Ναύπακτο χωρίς σοβαρή αφορμή ούτε όταν η πεθερά μου έλεγε δημόσια πως η μόνη μου αξία ήταν η παρθενιά μου και τίποτα άλλο. Η στιγμή εκείνη ήταν η χειρότερη που είχα ζήσει ποτέ στη ζωή μου… Τα μάγουλά μου άναψαν, το βλέμμα μου έγινε ένα με το πάτωμα του σούπερ μάρκετ, ο Γιάννης συνέχισε αγέρωχος τις αγορές ελέγχοντας τις τιμές των σαπουνιών ενώ ο Στάθης διάλεξε αφρό ξυρίσματος και απομακρύνθηκε. Δεν είχα τα μάτια να κοιτάξω προς τα πού πήγε. Μετά το γεγονός, ποτέ πια δεν τον χαιρετούσα με χαρά, κάθε άλλο τον απέφευγα και είχα γίνει πολύ τυπική μαζί του χωρίς χαμόγελα. Έναν χρόνο μετά πήρε μετάθεση για το νησί του και δεν τον ξαναείδα ποτέ.


8/7/2025

Comments