Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ: ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
του Stephen Belber
Θέατρο «CORONET»
Φρύνης 11, Παγκράτι
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΙΜΟΥΛΗΣ
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Γιώργος Κιμούλης, Κατερίνα
Θεοχάρη, Βασίλης Γιακουμάρος
Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου την παράσταση του Σαββάτου 7
Δεκεμβρίου 2024 (στις 21.15 μ.μ.)
-Φίλους; Τι είναι αυτό; Δεν έχω μυστικά… Τι
να τους κάνω τους φίλους; Έχω μόνο γνωστούς… |
Ο Γιώργος Κιμούλης υποδύεται έναν παλαίμαχο χορευτή, τον
Τόμπι Πάουελ, και σε μια από τις πολλές, αξιοσημείωτες ατάκες του ρόλου λέει: «Βγήκα
από την κοιλιά της μάνας μου χορεύοντας…». Κι εσύ, Κιμούλη τότε, κατ’ αναλογία,
βγήκες από την κοιλιά της μάνας σου κατευθείαν σε θεατρική σκηνή παίζοντας!
Είσαι σπουδαίος, πολύ σπουδαίος ηθοποιός! Μοναδικός και ανεπανάληπτος!
Έχω δει αρκετές φορές τον Γιώργο Κιμούλη στο θέατρο και μου
άρεσε πάντα, σε όποιον ρόλο κι αν αναλάμβανε. Η πιο πρόσφατη φορά ήταν στο
πολυαγαπημένο μου έργο Η σπασμένη στάμνα του Χάινριχ Φον Κλάιστ στο
Κηποθέατρο Παπάγου το καλοκαίρι που μας έφυγε. Ήταν χειμαρρώδης, άνετος,
απολαυστικός… Στην περίπτωση όμως της Συνάντησης του Stephen Belber φρονώ ότι εκτυλίσσεται μπροστά στα
μάτια μας μια πραγματική απογείωση, όχι απλά ανάδειξη, του υποδυόμενου δραματικού
προσώπου. Χωρίς να έχουμε να κάνουμε με κάποιο κλασικό και διαχρονικό έργο όπως
ο Βασιλιάς Ληρ ή ο Οιδίπους Τύραννος, ήτοι με έναν ρόλο –
γίγαντα, εντούτοις ο Γ.Κ. μέσα από τον αυθορμητισμό του, το απίστευτο ταλέντο
του, την ευχέρειά του να μεταβαίνει αβίαστα από την κωμωδία στο δράμα και πίσω
μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, την ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει και γενικά καθόλη
τη διάρκεια της παράστασης να επιτυγχάνει μια ταχύτατη ροή επί σκηνής, μας συστήνει
έναν χαρακτήρα με μεγάλη εμπειρία ζωής και σοφία που διδάσκει ακριβώς την ίδια
τη ζωή και τις αξίες της. Με λίγα λόγια, αν ο Τόμπι δεν παιχτεί τόσο δυνατά
στην παραμικρή του λεπτομέρεια, οι θεατές κινδυνεύουν να χάσουν το βάθος και το
περιεχόμενο αυτού του προσώπου.
Η παράσταση μου άρεσε από την εναρκτήρια σκηνή μέχρι και την
τελευταία. Καμιά σκηνή δεν περίσσευε, καμιά δεν ήταν χωρίς νόημα μόνο και μόνο
για απλωθεί το δραματικό κείμενο. Ακόμα και όποιες επαναλήψεις είχαν τον στόχο τους
στο να κατανοήσει ο θεατής τη θέση πλέον του ηλικιωμένου, το τι μπορεί να κάνει
πια και το τι μπορούν τα άλλα δύο πρόσωπα, κυρίως αυτό του Μάικλ, να προσδοκούν
από αυτόν.
Οι θεματικές που θίγονται και συζητούνται μέσα στο έργο είναι
πάμπολλες όμως αισθάνομαι την ανάγκη να τις αναφέρω όλες:
· Πρωτίστως, η μοναξιά σε κάθε ηλικιακή φάση. Όχι όμως απλά
σαν μια κατάσταση, σαν μια συνθήκη που στενοχωρεί τον άνθρωπο αλλά και σαν μια
επιλογή ή σαν μια αναπόδραστη συνέπεια κατόπιν αντίστοιχων επιλογών στη ζωή («Όπως
στρώνεις, κοιμάσαι». Μια παροιμία που ταιριάζει απόλυτα στην τελευταία σκηνή
του έργου). Η μοναξιά επίσης ως αποτέλεσμα της πολυκοσμίας.
· Οι πράξεις μας έχουν συνέπειες. Για
παράδειγμα, αν κάνω παιδί και αποφασίσω να το μεγαλώσω χωρίς πατέρα
(μονογονεϊκή οικογένεια), θα χρειαστεί να συμβιβαστώ. Θα εγκαταλείψω την
καριέρα των ονείρων μου, θα στερηθώ ίσως τη δόξα, θα εργαστώ σε χώρο που δεν
μου αρέσει, δεν θα μπορέσω ελλείψει χρημάτων να προσφέρω στο παιδί μου όλα όσα χρειάζεται για να
καλλιεργήσει, ας πούμε, μια ικανότητά του και να την μετατρέψει σε δεξιότητα.
· Τι θα πει «ταλέντο»; Ποιος είναι αυτός
που πληρώνει; Το ταλέντο που βγαίνει από τη λέξη «τάλαντο» και αυτός που
πληρώνει πραγματικά δεν είναι αυτός που κόβει εισιτήριο για να δει αλλά αυτός που
εκτίθεται για να ικανοποιηθεί η έπαρσή του.
· Ο λερός κόσμος της τέχνης. Πέρα από
τα φώτα, τα ταξίδια σε όλο τον κόσμο και την είσπραξη του θαυμασμού, εκτείνεται
ένα σύμπαν γεμάτο βρωμιά με καταπόνηση του σώματος, ενίοτε σαδιστική,
προσβολές, εκμετάλλευση και σκόπιμο διασυρμό.
· Το δίπολο παρελθόν – παρόν. Το
παρελθόν μπορεί να έχει τελειώσει πια όμως όπως είχε πει ο Σαίξπηρ «είναι
πρόλογος». Είτε το θέλουμε είτε όχι, το παρόν μας βασίζεται πάνω του, φέρει όλες
τις συνέπειές του, φέρει το χρώμα και το άρωμά του, σηκώνει όλο του τον πόνο
τόσο πολύ που καμιά φορά υπάρχει το ρίσκο να καταστραφεί το μέλλον μας.
· Η αμφισβήτηση του νέου από το παλιό:
ο Τόμπι δεν ασχολείται με νέους χορευτές. Δεν τους πιστεύει, τους αμφισβητεί
και προτιμά να διδάσκει μεγάλες γυναίκες…
· Το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός σαν
αντίδοτο στη μοναξιά και στην αποτυχία. Ο πάλαι ποτέ κορυφαίος χορευτής δεν σταματά
να διακωμωδεί την αλήθεια και τα δεδομένα της πραγματικότητας. Το χιούμορ του
είναι το φάρμακο στην ασχήμια, στο απρόοπτο, στο μαύρο, σ’ αυτό που δεν
επετεύχθη.
· Η αξία της τεκνοποίησης. Ένα ζευγάρι
πολλά χρόνια έγγαμο δεν είναι δυνατόν να μην έχει αποκτήσει παιδιά. Όπως τονίζει
ο Τόμπι: «Να κάνετε παιδιά! Τα παιδιά μπορούν να σας μάθουν αφοσίωση και
αυταπάρνηση…». Ο ίδιος τρέφει την ελπίδα πως έστω και αργά μπορεί να αποκτήσει
μια κάποιου είδους οικογένεια ακόμα και να γίνει παππούς…
· Η αναζήτηση της αλήθειας που
κατατρώγει την ψυχή του ατόμου που δεν θα ηρεμήσει αν δεν την ανακαλύψει ακόμα
και χωρίς κανένα πρακτικό όφελος. Η ηθική ανάγκη υπερκαλύπτει την όποια υλική.
· Οι βασικές ελλείψεις στην παιδική
ηλικία όπως είναι η απουσία της πατρικής παρουσίας που οδηγούν σε μια ενήλικη
ζωή γεμάτη απωθημένα, θυμό και ανάγκη για ξέσπασμα ενώ συνιστούν τροχοπέδη για
μια ορθή επαγγελματική πορεία και μια ευτυχή οικογενειακή ζωή. Ο Μάικλ χτυπάει
τοίχους όταν νευριάζει, κάνει κατάχρηση εξουσίας ως αστυνομικός και τίθεται σε
διαθεσιμότητα, είναι οκτώ χρόνια παντρεμένος και δεν επιθυμεί να γίνει πατέρας
στερώντας ταυτόχρονα το δικαίωμα της μητρότητας από τη σύζυγό του.
· Η αποξένωση στον γάμο, η ωραιοποίηση της
έλλειψης έρωτα που δήθεν μετουσιώνεται σε αγάπη ενώ στην πράξη δεν είναι παρά βόλεμα
ή συμφέρον, ο ίδιος ο έρωτας που έχει ημερομηνία λήξης, η ζωή που καταλήγει να «καταψύχεται»
(Εξαιρετική η ατάκα – αντίδραση του Τόμπι όταν η Λίζα του λέει πως εργάζεται
στον τομέα των κατεψυγμένων προϊόντων).
· Ο ρόλος της αστυνομίας που είναι να επισημαίνει
στους πολίτες πως ό,τι κάνουν έχει συνέπειες. Ο ρόλος της τέχνης που είναι να
βάζει σε τάξη το χάος (επίσης, υπέροχη ατάκα!)
· Η σχέση μας με τον χρόνο που τρέχει
γρήγορα και όσο πιο μεγάλοι είμαστε τόσο πιο πολύ οφείλουμε να τον
χρησιμοποιούμε με φειδώ. Ο Τόμπι αναφέρεται στην οικονομία του λόγου απορρίπτοντας
τη φλυαρία και την περιφερειακή κίνηση στην έκφραση.
· Η χρεία του να ταπεινώσουμε τον άλλον
για όσα δεν εισπράξαμε έγκαιρα ή και ποτέ (γιος και πατέρας μια στενή συγγενική
σχέση που στο παρόν έργο γίνεται επίσης δίπολο)
· Η ζωή μέσα σε μικρόκοσμο
δηλητηριασμένη από εγωισμό (υπάρχω μόνο εγώ και οι φιλοδοξίες μου και ένας νοσηρός
περίγυρος)
· Η αδιαφορία ως η χειρότερη μορφή βίας.
Η μη ανάληψη ευθυνών με άλλα λόγια λιποταξία (η αναγνώριση ενός παιδιού την
εποχή που δεν ήταν δυνατόν χάρη στην επιστήμη να γίνει αυτό)
· Τα ναρκωτικά και οι δημιουργικές
ασχολίες ως αντιστάθμισμα στη μοναξιά και στο κενό της ύπαρξης (Ο Τόμπι
καπνίζει χασίς και πλέκει ρούχα)
· Η ομοφοβία που άφευκτα διέπει άντρες
και γυναίκες. Γενικότερα, η απώθηση που γεννάει το στοιχείο του διαφορετικού
(ρατσισμός για μετανάστες και ομοφυλόφιλους σε σημείο που επιστρέφουμε σε
μελανές σελίδες της ιστορίας όπως ήταν οι Ναζί)
· Ο μισανθρωπισμός που υιοθετείται σαν
στάση ζωής σε αντίδραση του ήδη υπάρχοντα εδραιωμένου μισανθρωπισμού ακόμη και
αν είσαι καλλιτέχνης και υπηρετείς ανώτερες αξίες
· Το ψεύδος και η άγνοια (μια γυναίκα
με πλούσια σχεδόν ασύδοτη ερωτική ζωή αγνοεί τον πατέρα του παιδιού ή/και
αφήνει κάποιον από τους συντρόφους της να πιστεύουν ότι αυτός είναι ο
γεννήτοράς του)
· Η απανθρωπιά των γιγαντουπόλεων
(συχνές αυτοκτονίες στη Νέα Υόρκη)
· Το σεξ ως εργαλείο εξουσίας
· Ο αυτοέλεγχος στην τέχνη και στη ζωή
ως μεγίστη αρετή
· Οι ατυχίες και τα προβλήματα υγείας
που καταστρέφουν τη σταδιοδρομία του ανθρώπου ενίοτε (ένας σοβαρός τραυματισμός μειώνει τον κορυφαίο χορευτή σε χορογράφο ή δάσκαλο)
· Το μεγαλείο του να διδάσκεις που σε
κάνει να νιώθεις σαν γονιός, ιδίως αν δεν είσαι στην προσωπική σου ζωή
· Τα οικονομικά προβλήματα που μοιραία
περιορίζουν τη δράση και την κοινωνικότητα του ατόμου (ο Τόμπι ζει με μια μικρή
σύνταξη και τα έσοδα από λίγα μαθήματα ενώ αδυνατεί να ζεστάνει τον χώρο του,
το άδειο θέατρο όπως ακούμε…)
· Ο πραγματικός λόγος που θέλουμε να
κάνουμε καριέρα. Ο Τόμπι λέει χαρακτηριστικά: «Κάνουμε καριέρα για να
αγαπηθούμε. Χωνόμαστε στην καριέρα και χάνουμε μ’ αυτό όσους θα μπορούσαν να μας
αγαπήσουν». Ματαιοδοξία, λοιπόν και ανάγκη για αποδοχή.
· Η παραδοχή της πραγματικότητας και το να να παίρνουμε τη ζωή όπως έρχεται. «Προσπάθησες, δεν πέτυχε, τέλος», λέει ο Τόμπι στον Μάικλ…
Και ίσως πολλές ακόμα ιδέες,
κεντρικές και πιο επιμέρους θα έβρισκα αν ξαναέβλεπα την παράσταση ή αν διάβαζα
το κείμενο.
Ο Βασίλης Γιακουμάρος ήταν πολύ πειστικός
ως μεγάλο οργισμένο παιδί και ως πιθανός άγριος «Ρώσος» όμως και η Κατερίνα
Θεοχάρη απέδωσε σωστά και μετρημένα τον ρόλο της Λίζας – υποτιθέμενης ερευνήτριας,
παρότι ο ρόλος αυτός είναι αρκετά οριοθετημένος και δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια
εκτύλιξης ερμηνευτικής. Η Λίζα στέκεται ψύχραιμη στο πλευρό του θυμωμένου,
ανυποχώρητου Μάικλ, τον βοηθάει σε ό,τι εκείνος επιδιώκει να βρει και πασχίζει
να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ των δύο αντρών. Και αυτό νομίζω ότι το πέτυχε
η Θεοχάρη.
Ένα τελευταίο σχόλιο για τα σκηνικά. Μου άρεσε η επικράτηση
του γκρι, όλα τα αντικείμενα παρέπεμπαν πράγματι σε σπίτι χορευτή (αφίσες στον
τοίχο, κουστούμια) ενώ η ένδυση του Κιμούλη ήταν απολύτως εύστοχη για έναν εκκεντρικό,
μοναχικό γκέι καλλιτέχνη (κελεμπία, σαμπώ, δαχτυλίδια, βραχιόλια, γαλάζια γυαλιά…)
Από Πέμπτη έως Κυριακή
Λοιποί συντελεστές:
Μετάφραση - Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης
Σκηνικά: Κατερίνα Σβορώνου
Κοστούμια: Σοφία Νικολαΐδη
Φωτισμοί: Βασίλης Τριπόδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Γιλμάζ Χουσμέν
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Creative
Agency: GridFox
ΒΙΝΤΕΟ: https://www.youtube.com/watch?v=KRV8SNW83Us
Comments
Post a Comment