ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: ΤΑΠ ΑΟΥΤ
«ΤΑΠ ΑΟΥΤ»
του Ανδρέα Φλουράκη
Σκηνοθεσία: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΙΦΗΣ
Θέατρο «Μικρό Γκλόρια»
Ιπποκράτους 7, Αθήνα
Ερμηνεύει η ηθοποιός:
® Κάτια Νεκταρίου
Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου την παράσταση της Παρασκευής
23 Μαΐου 2025 (στις 9.00 μ.μ.)
«Κι αν εγώ δεν
απλώσω το χεράκι μου, μέχρι τα 70 μου στην καφετέρια θα δουλεύω… Είσαι μόνη
σου! Κανείς δεν θα σε καταλάβει! (…) Μπαμπά, μου γαμάς το ηθικό. Μου διαλύεις
την ψυχολογία αντί να με στηρίζεις. Εμείς οι δύο δεν υπάρχει λόγος να έχουμε
κάποια σχέση…» |
Μια νέα γυναίκα στην αποθήκη/κουζίνα ενός καφέ δείχνει να προπονείται φορώντας ακουστικά υπό τους ήχους τραπ
μουσικής. Ενός είδους όχι τόσο ψυχαγωγικού αλλά κυρίως κριτικού και καυστικού
πάνω στη σύγχρονη πραγματικότητα και το κοινωνικό κατεστημένο. Ενός είδους που εκφράζει
ανησυχία και θυμό μέσα από την ένταση της μουσικής και των στίχων του. Κάπως
έτσι είναι και η πρωταγωνίστρια του Φλουράκη: ένα μεγάλο οργισμένο παιδί που
αγαπάει με πάθος την πολεμική τέχνη που υπηρετεί αλλά που δεν απολαμβάνει
στήριξη από κανέναν απολύτως: ούτε από το κράτος ούτε από την οικογένειά της.
Για τα προς το ζην, εργάζεται ως σερβιτόρα σε μια καφετέρια, της οποίας ο
ιδιοκτήτης δεν διαθέτει ευαισθησίες ούτε ενσυναίσθηση και για τον λόγο αυτό δεν
επιτρέπει ημέρα ξεκούρασης στη νεαρή μποξέρ, η οποία την ημέρα εκείνη που μας συστήνεται
πρόκειται να διαγωνιστεί πάνω στο ρινγκ ενάντια στην αντίπαλό της με το όνομα «Gina the machine». Που θα
πει ότι η νεαρή αθλήτρια θα καταφθάσει στον αγώνα της κουρασμένη και κυρίως
απαξιωμένη. Όλη αυτή την απαξίωση θα νιώσει την άπειρη ανάγκη να εκφράσει μέσα
από έναν μονόλογο – χείμαρρο κατά τη διάρκεια του οποίου θα μιλήσει ευθέως στον
εαυτό της, στον περίγυρό της, στους πελάτες της αλλά και στον πατέρα της με
το οποίο διατηρεί, όπως όλα δείχνουν, μια δυσλειτουργική σχέση.
Μέσα από τον μονόλογο αυτό, που
φέρει ωστόσο και αρκετά στοιχεία αυτοσχεδιασμού αλλά και διάδρασης με το κοινό
καθώς και με τους υποτιθέμενους πελάτες (πιθανότατα εθελοντές ηθοποιούς,
προσωπικά αναγνώρισα τον ηθοποιό Τζώρτζη Παπαδόπουλο) θα ξεδιπλωθούν δεκάδες
παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Μολονότι το κείμενο του Φλουράκη περιέχει
αρκετές επαναλήψεις σε κάποιες στιγμές, η αξία της γραφής του είναι
αδιαμφισβήτητη. Μέσα από την άγρια και αθυρόστομη μποξέρ, οι θεατές δεν είναι
δυνατόν να μην ταυτιστούν μαζί της ούτε μια φορά. Ποια η θέση ενός νέου ανθρώπου όταν
δεν διαθέτει τίτλους σπουδών και χρήματα από την οικογένεια; Πού μπορεί να απορροφηθεί επαγγελματικά εκτός από
μια δουλειά του ποδαριού, όπως είναι η καφετέρια; Τι γίνεται όταν ένας νέος άνθρωπος
δεν στηρίζεται από τους γονείς του ούτε καν ηθικά; Όταν ο ίδιος ο γεννήτορας
δεν αναγνωρίζει τα ταλέντα του και δεν ωθεί το τέκνο του στην καλλιέργειά τους;
Πού είναι το κράτος που μόνο του κατασπαράζει με την αδιαφορία και την απραξία
του τους πολίτες του τους ίδιους; Πόση απελπισία νιώθει κανείς όταν υποφέρει σε
εργασίες που αντιπαθεί με ανάλγητους εργοδότες και καμιά μελλοντική προοπτική;
Μοναξιά, θυμός, οργή, παράπονο,
πόνος, απελπισία, μίσος σχεδόν, σκληρότητα, αδιέξοδο αλλά και ανάμεικτα άλλα
συναισθήματα όπως τη μια πίστη και υπέρμετρη αυτοπεποίθηση αλλά και το άλλο
λεπτό ηττοπάθεια και παραίτηση. Η κοκκινομάλλα μποξέρ με τις δύο κοτσίδες, τις φακίδες
στο πρόσωπο, το γυμνασμένο σώμα και τα κόκκινα γάντια, χαρακτηριστική και
γραφική, μοναδική φιγούρα, θα παλέψει να δώσει θάρρος στον εαυτό της και να
αποκρούσει όλους όσους την αμφισβητούν. Δεν μονολογεί απλά. Παραμιλά. Βωμολοχεί
ολοένα. Έχει έρθει η ώρα να ξεβράσει όλα όσα την αναστέλλουν ή την αηδιάζουν.
Θυμάται και τονίζει τα θετικά της σημεία. Υποτιμά την αντίπαλό της ούτως ώστε η
τελευταία να μοιάσει μικρή και ασήμαντη άρα εύκολη να νικηθεί. Κάποιες στιγμές όμως
καταρρέει κιόλας με το να γίνεται κυνική θέλοντας να εγκαταλείψει τα πάντα και
επιτέλους, όπως την ακούμε να λέει, να ζήσει σαν άνθρωπος. Να φάει και να πιει
όσο θέλει, να κοιμηθεί όσο επιθυμεί, να κοινωνικοποιηθεί, να ερωτευτεί, να μην
πονάει… Την ίδια ώρα απορεί με τη χώρα αυτή όπου σε κάθε γωνιά της έχει
φυτρώσει κι από ένα τυροπιτάδικο, δείγμα σαφώς κοινωνικής παρακμής, ενώ δεν χάνει
την ευκαιρία να καυτηριάσει τον ήλιο και τα τσίπουρα, τα μόνα καλά της Ελλάδας
που την καθιστούν τόσο πολυπόθητη χωρίς κανείς όμως να μιλάει για την
ανθρωποφαγία της και τη γενικότερη κουλτούρα ασέβειας.
Δεν είναι τυχαίο που το εν λόγω
έργο ανέβηκε πρώτη φορά το 2017 οπότε και η Ελλάδα ήδη βούλιαζε στην οικονομική
και αξιακή κρίση.
Η Κάτια Νεκταρίου που ενσάρκωσε την
αθλήτρια του μποξ μπορώ να πω ότι απέδωσε ιδανικά τον ρόλο της. Με φοβερή
ενέργεια πάνω στη σκηνή όχι απλά με έπεισε για την αγανάκτηση και τη μανία που
αισθάνεται ένας νέος άνθρωπος όταν είναι μόνος του, αυτός και το σώμα του και
οι σκέψεις του, αλλά και με έκανε να προβληματιστώ γενικότερα για τη θέση ενός νέου
ανθρώπου που αν και έχει φιλοδοξίες, χωρίς βοήθεια, τα νιάτα του φαντάζουν
μάλλον μαύρα και το πόσο άδικο και δυσοίωνο είναι όλο αυτό. Πολύ καλή η κίνησή της
πάνω στη σκηνή, μετρημένη, εύστοχη, είτε χτυπάει τη σακούλα με τα απορρίμματα
που προσομοιάζεται με σάκο του μποξ, είτε παίρνει παραγγελία από τα τραπέζια,
είτε πέφτει πάνω στον τοίχο σε μια ανάγκη της να καταρρεύσει. Το πρόσωπό της πετάει σπίθες. Πολύ καλή και την
ώρα που αναδύει μίσος και άσβεστη έχθρα για την Τζίνα σαν να είναι το μίσος ο μόνος
τρόπος να κρατηθεί ζωντανή αυτή και το όνειρό της αλλά και τη στιγμή ακόμα που
ζητά από την κάμερα να καταγράψει το αιδοίο της με σκοπό την απαξίωση του
περίγυρού της ως απάντηση στην υποτίμηση ή αμφισβήτηση που η ίδια νιώθει ότι
άδικα εισπράττει. Μπράβο της!
Δεν μπορώ φυσικά να μην σχολιάσω τη
σκηνοθεσία του Γιώργου Κατσιφή, ενός επίσης νέου καλλιτέχνη με θετικό φορτίο.
Με λίγα υλικά πάνω στη σκηνή του Μικρού Γκλόρια, μας μεταφέρει στο καφέ που
εργάζεται η αθλήτρια και καταφέρνει να πλάσει έτσι την ηθοποιό του ούτως ώστε
το κείμενο να αναδειχθεί απόλυτα. Διότι, για μένα, είναι ένα έργο που ενισχύεται
σημαντικά από τη σκηνοθεσία και την ερμηνεία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η κορυφαία
σκηνή, βεβαίως, με την περιγραφή του ονείρου της «αργής μπουνιάς» μας άφησε
όλους στο κοινό άλαλους. Άριστη σκηνοθεσία, πρωτότυπη, δυναμική, όπως επιβάλλει
ο παλμός του έργου, άψογη και η κίνηση της Νεκταρίου, εξαιρετικοί και οι
φωτισμοί, συντάραξαν όλους τους θεατές. Η «αργή μπουνιά» κίνηση της αθλήτριας
υποτίθεται που έρχεται να πέσει πάνω σε όλους όσους την καταπνίγουν αλλά και
μολύνουν την κοινωνία μέχρι να ριχτεί τελικά πάνω στην ίδια. Πολύ ωραίο το
κείμενο εκεί, πολύ καλή η απόδοσή του και η κατάληξη με την εξήγηση του τίτλου
του.
Το «Ταπ άουτ» που θα πει «υποταγή», το ύστατο στάδιο όταν πια ο παίχτης δεν μπορεί άλλο να ανταποκριθεί, νικημένος και παραιτημένος. Ένα νόημα προφανώς που δεν κουμπώνει απλά σε έναν αθλητή αλλά σε κάθε αποκαμωμένο άνθρωπο που δεν μπορεί πια άλλο να μάχεται μόνος μέσα σε ένα πλήθος από αντιξοότητες και με κάκιστη, κατά συνέπεια, ψυχολογία σε μόνιμη βάση.
Μου αρέσουν οι «μικρές»
παραστάσεις, οι όχι και τόσο γνωστές ή διαφημισμένες, αυτές που είναι λιγότερο
εμπορικές και ανεβαίνουν μόνο για μια φορά την εβδομάδα. Γιατί μέσα εκεί συχνά
κρύβονται θησαυροί. Κι ένας τέτοιος
είναι και το «Ταπ Άουτ».
Λοιποί συντελεστές:
Σχεδιασμός φωτισμών: Κατερίνα Σαλταούρα
Επιμέλεια κίνησης-χορογραφίες: Φανή Παρλή
Εικαστική επιμέλεια/ ηχητικό design: Ομάδα
Φωτογραφίες: Alexios Sl
Video
trailer: Relight films
Προβολή & Επικοινωνία: We Will - Βάσω
Σωτηρίου
Comments
Post a Comment