ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: ΣΙΩΠΗ
του Γρηγόρη Λιακόπουλου
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν / Υπόγειο
Πεσμαζόγλου 5, Αθήνα
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί:
® Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Καλλιρρόη
Μυριαγκού
Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου την παράσταση της Κυριακής 25
Μαΐου 2025 (στις 6.00 μ.μ.)
«Γιατί οι αδύναμοι
γραπώνονται από τους δυνατούς; (…) Το μεγαλύτερο ταλέντο είναι να περνάμε απαρατήρητοι
(…) Η δική μας εξορία είναι η κουβέρτα στον καναπέ μας…» |
Ένα πολύ ιδιαίτερο κείμενο που
έρχεται να στολίσει τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία είναι η Σιωπή του
Γρηγόρη Λιακόπουλου σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή.
Το εν λόγω έργο ανεβαίνει αυτές τις ημέρες για περιορισμένο αριθμό
παραστάσεων στο μοναδικό θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν στην πολυαγαπημένη στοά
Πεσμαζόγλου και θεωρώ ότι αξίζει την προσοχή του κοινού και όσων μελετούν την
τρέχουσα ελληνική δραματουργία.
Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο: Σιωπή.
Πόσο συχνά επικοινωνούμε βαθιά και ουσιαστικά μη μιλώντας; Και αντίστροφα
πόσες φορές δεν μεταδίδουμε τα μηνύματά μας χωρίς να αρθρώνουμε λέξη; Ασφαλώς,
σε αυτές τις περιπτώσεις ομιλεί το σώμα και το πρόσωπο με τις εκφράσεις και τα
βλέμματά του. Κάπως έτσι εκκινεί και το έργο του Λιακόπουλου στις πρώτες
εισαγωγικές σκηνές, ο οποίος γεννάει με το μυαλό του δύο γυναικείους χαρακτήρες
συγκατοίκους χωρίς όνομα, ηθοποιούς στο επάγγελμα και αντιμέτωπες με όλη τη
σκληρότητα του σημερινού γίγνεσθαι, κοινωνικού και επαγγελματικού.
Το έργο του είναι ξεχωριστά
φιλοσοφικό, ρεαλιστικό και τελικά μάλλον ευαίσθητο και ανθρώπινο. Ατάκες που
εκφέρονται με απλότητα, διαθέτουν μεγάλο βάθος ωθώντας τον θεατή να σκεφθεί
μερικά βασικά αλλά ουσιαστικά πράγματα διαφορετικά. Σημαντικά και πολυάριθμα
θέματα τίθενται επί του θεατρικού τάπητος και προσφέρουν τροφή για μακρά
συζήτηση: γιατί να είμαστε πάντα και μόνο ο εαυτός μας; Έτσι δεν θα μπορέσουμε
να δούμε ποτέ την έτερη αλήθεια. Ισχύει αυτό; Γιατί να υπάρχει μόνο ένα κείμενο; Κι αν
μπορούσαμε να ξαναγράψουμε το κείμενο της ζωής μας; Το να είσαι καλλιτέχνης και
δη ηθοποιός, θα πει να μένεις άνεργος, να στέλνεις βιογραφικά παντού ακόμα και
σε δυσπρόσιτες χώρες, θα πει να ετεροαπασχολείσαι και να ανέχεσαι προσβολές
από μικρούς θεατές χωρίς ανατροφή, θα πει να συμβιβάζεσαι, να ζεις με το όνειρο
του νάρκισσου που φαντάζεται ότι έχει πολλούς φίλους και εραστή που προσφέρει
απόλαυση, θα πει να ζεις με ψέματα που απλά σε κρατούν ζωντανό, θα πει να σε
συντηρούν άλλοι και να σου το υπενθυμίζουν, θα πει να ζεις με το όνειρο και να
εκτιμάς την τέχνη σου ακριβώς επειδή βιώνεις ένα καθημερινό άχαρο οκτάωρο
δουλειάς επιβίωσης.
Μου άρεσε πολύ η τρυφερότητα που
έβγαλε η παράσταση ακριβώς διότι χωρίς τυμπανοκρουσίες, κραυγές και διάθεση
επίδειξης και εντυπωσιασμού συζητάει την ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει,
να επιβιώσει, να συνυπάρξει, να είναι ο εαυτός του όταν θυμώνει και αγανακτεί μα
κυρίως να είναι άνθρωπος και να προτάσσει τη διαφύλαξη των αισθημάτων του,
ιδίως των ανώτερων και των τόσο αγνών, όπως είναι η φιλία. Τέλος, μου
εντυπώθηκε η ρήση «δεν είναι στολή, είναι κοστούμι» για το ένδυμα φρούτου
μπανάνας που έφερε η μία εκ των δύο φίλων, συναδέλφων και συγκατοίκων, όχι μόνο
επειδή επαναλήφθηκε κάποιες φορές αλλά και γιατί είχε όντως ειλικρινές νόημα:
το αντικείμενο / εργαλείο χάρη στο οποίο κερδίζει ένας άνθρωπος το ψωμί του είναι
ιερό και άρα αξιοσέβαστο χωρίς περαιτέρω συζήτηση.
Κάτι που θα ήθελα ακόμη να προσθέσω
είναι το εξής εύλογο ερώτημα: Γιατί άραγε κάποιοι άνθρωποι σπουδάζουν ηθοποιοί και θέλουν τόσο να
εξασκήσουν το συγκεκριμένο επάγγελμα; Επειδή επιζητούν το χειροκρότημα; Επειδή
έχουν ανάγκη να τους προσέξουν; Διότι χρειάζονται να κρυφτούν πίσω από κείμενα
και χαρακτήρες πιο ενδιαφέροντες και πιο περιπετειώδεις εφόσον η δική τους ζωή
δεν είναι και τόσο συναρπαστική;
Η σκηνοθεσία του Αμπαζή ήταν λιτή,
ήρεμη, χωρίς να κουράζει, είχε ροή και έπαιξε αρκετά με τη μουσική που
επιμελήθηκε ο ίδιος αλλά και με τους φωτισμούς και τις συσκοτίσεις. Έξυπνη η
χρήση του ανεμιστήρα ειδικά όταν αυτός χρησιμοποιήθηκε ως τιμόνι αυτοκινήτου
που υποτίθεται ότι οδηγούσε η μία εκ των δύο γυναικών – ηθοποιών την ώρα και
πάλι κάποιας ακόμη απόδοσης κινηματογραφικής σκηνής.
Κλείνοντας, οι δύο ηθοποιοί, η Τζωρτζίνα
Δαλιάνη και η Καλλιρρόη Μυριαγκού, έπαιξαν ισότιμα πολύ καλά τους δύο
αντίστοιχους ρόλους τους, που μου έφεραν στο μυαλό τρόπον τινά το θέατρο εν
θεάτρω μέσω της κινηματογραφικής οδού αυτή τη φορά. Είχαν κωμικές εκφράσεις
όταν έπρεπε, στοργικές ανάλογα με τη στιγμή, μια δόση τρέλας έτσι όπως αρμόζει
άλλωστε στους καλλιτέχνες που δεν ζουν μια συμβατική ζωή ρουτίνας αλλά και
λογικής μαζί όταν πρόκειται για την επιβίωση και τη δύναμη της συνήθειας που
επιβάλλεται.
Λοιποί συντελεστές:
Μουσική:
Θοδωρής Αμπαζής
Σκηνικά & Κοστούμια: Κωνσταντίνος
Ζαμάνης
Σχεδιασμός Φωτισμών: Ιωάννα Ζέρβα
Βοηθός σκηνοθέτη: Θάνος Ψαρράς
Φωτογραφίες: Αναστασία Γιαννάκη
Προώθηση-επικοινωνία: Νατάσα Παππά
Οργάνωση & Εκτέλεση παραγωγής: Ομάδα Θεάτρου
Όπερα
Comments
Post a Comment