ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: ΤΟ ΔΑΣΟΣ

 


ΤΟ ΔΑΣΟΣ

του David Mamet

 

Θέατρο «ΕΛΕΡ»

Φρυνίχου 10, Πλάκα Αθήνα

 

Σκηνοθεσία: Θοδωρής Αμπαζής

Μετάφραση: Έλσα Ανδριανού

 

Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Δήμητρα Χατούπη και Δημήτρης Γκοτσόπουλος

 

Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου την παράσταση της Κυριακής 23 Μαρτίου 2025 (στις 6.00 μ.μ.).


uΤο παρακάτω κείμενο προέκυψε αποκλειστικά από σημειώσεις που κρατήθηκαν την ώρα της παράστασης και όχι από ηχογράφηση/βιντεοσκόπηση ούτε από πρότερη γνώση/μελέτη του θεατρικού έργου.


Νικ: «Αυτό είναι η ζωή… Να μένεις ακίνητος… Να αφουγκράζεσαι τι έρχεται και να μένεις ικανοποιημένος…»

(…)

Ρουθ: «Εμείς δεν χρειάζεται να φοβόμαστε αφού εμείς έχουμε ο ένας τον άλλον… Νιώθω τόσο δυνατή! Νιώθω σαν να ξέρω τα πάντα!»

 

Φορείς της δράσης είναι δύο πρόσωπα, η Ρουθ και ο Νικ μέσα σε ένα δάσος αρκετά χρόνια μετά τον Β’ Π.Π. .

 

Ένα αμιγώς αλληγορικό έργο για τις πολυδαίδαλες σχέσεις των ανθρώπων, κυρίως των αντρών και των γυναικών, για τα «δάση» μέσα στα οποία χανόμαστε κατά καιρούς, για το πώς πρέπει, σε ανθρώπινο επίπεδο να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον σαν βρεθούμε μέσα σε δασώδη περιοχή και πως δεν πρέπει να ξεμακραίνουμε μέσα κει διότι κινδυνεύουμε να χαθούμε. Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, είναι πως οι δύο χαρακτήρες, η Ρουθ κι ο Νικ, δεν βρίσκονται σε ένα τυχαίο δάσος όπου έφτασαν από σύμπτωση ή από περιέργεια ή από απλή εξερεύνηση κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής ή πειραματιζόμενοι μέσα στα φυσικά τοπία. Οι δύο εραστές γνωρίζουν άριστα το εν λόγω δάσος καθότι ο Νικ διαθέτει σπίτι εκεί που απ’ ότι φαίνεται έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του. Έχει αναμνήσεις και εμπειρία από τη συγκεκριμένη περιοχή, ερχόταν μικρός και έχει ξανάρθει και με άλλες γυναικείες υπάρξεις, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Ρουθ. Κι η Ρουθ όμως γνωρίζει το σημείο αυτό. Και μπορεί να διακρίνει λεπτομέρειες όπως το τζάκι, ας πούμε, που ο Νικ γκρέμισε. Το πλαίσιο λοιπόν φέρει μια δόση μυστηρίου, κινδύνου και αγριότητας μα και συνάμα οικειότητας, ομορφιάς και φυσικότητας.

 

Σκηνικό από φύλλα και χόρτα (τα βλέπουμε μέσα σε διαφανή πακέτα) και γενικά αρκετό πλαστικό υλικό που ομοιάζει με σελοφάν είναι τα δύο κυρίαρχα υλικά στη σκηνή. Στο κέντρο παρατηρούμε ένα κρεβάτι απ’ όπου θα προκύψουν σε λίγο οι δύο πρωταγωνιστές. Η μουσικός επί σκηνής με στολή αρκούδας βγαίνει πίσω από τη διαφανή κουρτίνα της σκηνής κρατώντας μια κιθάρα. Θα συνοδεύει τη δράση μέχρι το τέλος εν είδει μουσικών ιντερμέδιων. Ακούγεται ηχοτοπίο φύσης. Εμφανίζεται μια γυναίκα. Προσαρμόζει στο κεφάλι της μια περούκα με κόκκινες τρίχες και δύο λεπτές πλεξούδες. Συμβολίζει άραγε τη νεότητα, τη θηλυκότητα ίσως; Το παρελθόν πιθανόν; Εναρμονίζεται ίσως με τα φυσικά χρώματα του χειμωνιάτικου βορρά; Η αρκούδα πάλι τι συμβολίζει; Τον κίνδυνο μέσα στο δάσος; Τη φυσική ομορφιά;

Ακούγεται ένας σύντομος ηχογραφημένος διάλογος μεταξύ μιας γυναίκας και ενός άντρα. Είναι προφανώς οι φωνές των δύο δρώντων. Μιλάνε για τη φύση, για τα έντομα, τις προνύμφες που είναι μωρά – αβγά… Μετά, κουβεντιάζουν για τα ψάρια (Η γυναίκα λέει: Δεν είμαστε παρά ψάρια μέσα στη θάλασσα, εκτός που δεν μπορούμε να κολυμπήσουμε…), η γυναίκα προτείνει μια βόλτα στον άντρα ενώ παρακολουθεί με τα κιάλια της τους ερωδιούς και παρατηρεί ένα ψάρι που πήδηξε έξω από το νερό… Ο άντρας στο μεταξύ τής απαντάει σκεπασμένος ακόμα. Η κουβέντα έπειτα έρχεται στους γρύλλους και στον «χορό» που στήνουν όλη νύχτα ενώ μετά οι δύο χαρακτήρες μιλούν για τα βατράχια που κοάζουν, τον ήλιο μα και τον αέρα που αλλάζει και είναι πιο δύσκολο να τον ακούσουν. Πριν συνεχίσουν να συζητούν για τα στοιχεία της φύσης που βρίσκονται γύρω τους, σχολιάζουν τους απάνθρωπους Βίκινγκς που σκότωναν τα βρέφη κορίτσια τσακίζοντας τα κεφάλια τους, μια φρικαλέα πράξη που ίσως και να ήταν αναπόφευκτη τελικά. Οι γυναίκες των Βίκινγκς πάλι έμεναν σπίτι και ύφαιναν τα ρούχα της οικογένειας. Η κουβέντα τους φτάνει εκεί όταν η γυναίκα αναφέρεται στις γυναίκες – πειρατές του κάποτε.

Η γυναίκα σκάει ένα φιλί στον άντρα και του εκφράζει την αγάπη της για το μέρος όπου βρίσκονται. Συνεχίζει με την πανίδα της περιοχής μιλώντας για ένα ρακούν που συνάντησε ένα βράδυ που είχε βγει βόλτα και μόλις την αντιλήφθηκε, έφυγε. Ο άντρας, που ήδη έχει αρχίσει να δείχνει την αρνητικότητα με την οποία βλέπει τα πράγματα, την ενημερώνει πως τα ρακούν είναι μοχθηρά. Πως ροκάνιζαν αυτό που ήθελαν και μετά έβρισκαν τρόπο να ξεφύγουν.

Ο άντρας πλέον ξυπνάει. Η γυναίκα εξακολουθεί να διατυπώνει τις σκέψεις της. Δείχνει βαθιά φιλοσοφημένη. Την ακούμε να λέει ότι όσα πράγματα επιθυμούμε, οι ορέξεις μας δηλαδή είναι «ο τρόπος που μας μιλάει το σώμα μας για όσα έχει ανάγκη…». Και μάλλον αυτό πρέπει να ισχύει και στο φαγητό. Ό,τι υπάρχει στη γη έχει θετικές ιδιότητες, ενώ η ιατρική στηρίζεται μέσω των θεραπευτικών προϊόντων που χρησιμοποιεί στα ορυκτά που είναι κι αυτά μέρος του εδάφους. «Όταν δεν αναζητούμε πράγματα που δεν επιστρέφουν στη γη, αρρωσταίνουμε», σημειώνει εμφατικά ενώ λίγο νωρίτερα έχει διαπιστώσει ότι: «Τα πάντα έχουν τις δικές τους ιδιότητες, τα πάντα είναι ομορφιά!»

Με λίγα λόγια, το μεγαλείο της μητέρας φύσης εξυμνείται ενώ συγχρόνως προβάλλεται η ατέλεια του ανθρώπου που δεν εξηγείται πάντα. Ακούμε να λέγεται: «Διαλέγουμε ανθρώπους που ξέρουμε ότι θα μας κάνουν κακό…». Είναι στιγμή που θα μιλήσουν για την άγρια αρκούδα που είχε δει ο πατέρας του άντρα στον Μέλανα Δρυμό και η στιγμή που θα εντοπίσουν έναν κάστορα πιο πέρα. Είναι εμφανές ότι στο μέρος όπου διαμένουν υπάρχει και το υγρό στοιχείο, λογικά μια λίμνη. Η Ρουθ δείχνει την αγάπη της για τη φύση και θυμάται την εποχή που ψάρευε πέρκες. Λίγο αργότερα, θα εξάρει και πάλι την αξία της ζωής στη φύση λέγοντας ότι: «Είναι καθαρά εδώ. Στην πόλη δεν μπορείς να γνωρίσεις τον άλλον!»

Κατόπιν, η Ρουθ μιλάει για το κολιέ της γιαγιάς της που η ίδια φορούσε ως βραχιόλι αλλά το έχασε. Οι άνθρωποι, όπως η ίδια λέει, φέρουν δαχτυλίδια και βραχιόλια για να δείξουν ότι είναι εραστές. Κι η συζήτηση μεταξύ τους συνεχίζεται με τις αναμνήσεις του Νικ από το μέρος εκείνο και την Ρουθ να κάνει όνειρα για τη μελλοντική τους ζωή εκεί. Μιλούν για ιστορίες με Ινδιάνους, για την εμπειρία της ελεύθερης πτώσης, για έναν άντρα παράφρονα, τον Βαλτς, που γνώριζε ο πατέρας του και πίστευε ότι τον απήγαγαν Αρειανοί ενώ ο ίδιος «είχε στο κεφάλι του ραδιόφωνο και του μιλούσε ο Χίτλερ…».

Η Ρουθ, ούσα σε υπερδιέγερση λόγω της φύσης που υπεραγαπά όπως φαίνεται, νιώθει σαν να θέλει να μπήξει τα νύχια της στο κορμί του Νικ και τονίζει πως της αρέσει η εξοχή διότι εκεί τα πράγματα αλλάζουν. Φιλοσοφεί διαρκώς και νωρίτερα έχει δηλώσει ότι «δεν μπορούμε να ξέρουμε… Το μόνο που έχουμε είναι οι ενοράσεις μας…». Η Ρουθ έχει αγοράσει ένα δώρο στον Νικ, η αρκούδα τραγουδά, η Ρουθ εξέρχεται, ο Νικ πάλι σκεπάζεται, ακούγεται η καταιγίδα που ξεσπά, η γυναίκα επιστρέφει με αδιάβροχο, ακούγεται μπουμπουνητό, τα γυαλιά της έχουν βραχεί και τα σκουπίζει. Κι ένας διάλογος χαρακτηριστικού ρυθμικού «Mamet Speak» ακολουθεί μεταξύ των δύο εραστών με τη Ρουθ σταθερά να κάνει σχέδια για τη ζωή τους στην εξοχή και στην ελευθερία και τον Νικ να σκέφτεται αναβλητικά και πιο απαισιόδοξα:

Νικ: -Σταμάτησε το ρολόι μου…

Ρουθ: -Άρα είσαι μια χαρά τώρα…

Νικ: -Δεν μπορώ να κοιμηθώ…

Ρουθ:-Μ’ αρέσει ο βοριάς! Είναι καθαρά… Θα φοράμε τ’ αδιάβροχα… Θα πάμε στο λιμάνι… Οι αστραπές δεν μπορούν να σε σκοτώσουν. Είναι ποίηση… Η υγρασία είναι αναζωογονητική… Μόνο τα πρόσωπά μας θα βραχούνε… Έλα, Νίκι, οι δυο μας ολομόναχοι. Τον χειμώνα θα καθόμαστε οι δυο μας εδώ στο χιόνι…

Η Ρουθ τον τραβάει από το πόδι, ο Νικ όμως διαρκώς διστάζει, κρύβεται, αποφεύγει, αναβάλλει, δηλώνει πως δεν θέλει να βραχεί… Κι ενώ η Ρουθ αφηγείται ιστορίες με τη γιαγιά της και τα δύο εγγόνια που χάθηκαν στο δάσος και το βραχιόλι της που έπεσε στη λίμνη, ο Νικ ενθυμείται τον Χέρμαν Βαλτς που εγκλωβίστηκε μαζί με τον πατέρα του σε ορυχείο και απεμπλάκησαν το ίδιο απόγευμα. Και τότε φιλοσοφεί και ο Νικ διαπιστώνοντας ότι το καλύτερο και το χειρότερο συμβαίνουν σχεδόν μαζί.

Η Ρουθ συνεχίζει και πάλι με τις αναμνήσεις της γιαγιάς της, τους γάμους της, τις γνώσεις που είχε ενώ ο Νικ ξανά με τον Βαλτς που αν και κλεισμένος τότε στο ορυχείο μιλούσε διαρκώς για τη γυναίκα του ωστόσο στην πραγματική ζωή την χτυπούσε. Ο Νικ θαρρεί πως οι γυναίκες είναι «αθάνατες» ενώ η Ρουθ όλο ενθουσιασμό φωνάζει ότι αν αυτό το εξοχικό της ανήκε, θα ήταν εκεί όλη την ώρα. Ταυτόχρονα πίνουν.

Ο Νικ ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά, φαντάζεται να ρίχνει καταιγίδα και να ναι μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού ενώ η Ρουθ φαντάζεται δίπλα και της και κάποιον άλλο. Και ο γρήγορος ρυθμός του φαινομένου «Mamet Speak» με τους κοφτούς διαλόγους καλά κρατεί. Είναι παιδιάστικο άραγε να ονειρεύεσαι με τα μάτια ανοιχτά; Ρωτάει ο Νικ τη Ρουθ, η οποία του απαντάει πως όλοι μας έχουμε φαντασιώσεις και όνειρα. Για εκείνη, η αστραπή, ως φυσικό στοιχείο, είναι μοναδικό, δεν ομοιάζει με τα σύννεφα ενώ εκφράζει την επιθυμία της να κάνει μια βόλτα στη λίμνη.

Ο Νικ όμως δεν θέλει να φύγει η Ρουθ και τότε οι τόνοι ανεβαίνουν. Της λέει ότι μυρίζει όμορφα, της καλύπτει στο κεφάλι, εκείνη δεν βλέπει, αποπειράται να της κάνει έρωτα έξω αλλά αποτυγχάνει. Της ζητάει να βγάλει το αδιάβροχο που είναι «μέσα στη μούχλα». «Είσαι έξαλλος επειδή δεν ήμουν υγρή», του απαντάει. Οι τόνοι ανεβαίνουν κι άλλο, η Ρουθ του λέει ότι δεν έπρεπε να την σπρώξει, του παραπονιέται για έλλειψη σεβασμού στο πρόσωπό της ενώ από τη στιγμή που ένας άντρας ανεβαίνει σε ένα τέτοιο μέρος με μια γυναίκα «δεσμεύεται». Ο Νικ πίνει και την προστάζει: «Βούλωσέ το! Γιατί δεν πας εκείνη τη βόλτα;»

Αναρωτιέται τι δώρο να του χει πάρει και δηλώνει πως δεν ξέρει αν το θέλει. Η Ρουθ θαυμάζει τη βροχή ως μοναδική. Του προτείνει να του ετοιμάσει ένα σάντουιτς μα εκείνος δεν πεινάει. Δεν πεινάει και δεν μπορεί να κοιμηθεί (γιατί;). Η Ρουθ του προσφέρει το δώρο. Είναι ένα βραχιόλι με χαραγμένη την πρόταση: «Νίκολας, θα σ’ αγαπάω για πάντα». Την ρωτάει αν είναι χρυσό (που πιθανότατα θα πει ότι υπολογίζει την υλική του αξία) αλλά το επανατοποθετεί στο κουτί παρότι η Ρουθ του ζητάει να το φορέσει. Το κλίμα εντείνεται επιπλέον με τη γυναίκα να παραληρεί: «Άντε γαμήσου! Νικ, σ’ αγαπάω τόσο πολύ! Δεν θέλω να σε πληγώσω! Γιατί ήρθα μαζί σου; Το καθετί πεθαίνει, τα πάντα ξεβράζονται. Τίποτα δεν κρατάει για πάντα…» και στη συνέχεια: «Μην με κάνεις να γυρίσω πίσω! Θέλω να ζήσω μαζί σου. Δεν ξέρεις τι είναι καλό για σένα. Είμαι η μόνη γυναίκα που σ’ αγαπάει στ’ αλήθεια».

Όμως ο Νικ είναι άκαμπτος και της αποκρίνεται: «Υποτιμάς τον εαυτό σου! Άσε με ήσυχο!»

Τότε η Ρουθ δεν έχει άλλη επιλογή καθώς έχει έρθει η αρχή του τέλους. Αποφασίζει να φύγει αναζητώντας το επόμενο λεωφορείο. Θα πάει να μαζέψει τα πράγματά της και θα επιστρέψει με κόκκινες γαλότσες και ένα μπορντό αδιάβροχο πανωφόρι. Ο Νικ φοράει επίσης αδιάβροχο μπουφάν και κρατάει τα κιάλια. Απευθύνεται στη Ρουθ: «Δεν χαίρομαι που φεύγεις. Δεν πρέπει να το αφήσουμε να καταλήξει νοσηρό… Θα σε πάρω όταν φτάσεις…». Κι η Ρουθ, αφού έχει μιλήσει μαζί του για τους ερωδιούς πάλι, τα φτερά τους που κάνουν ήπιους κύκλους με τα πόδια τους «ψηλωμένα» του λέει: «Τίποτα δεν αλλάζει επειδή το μεταφέρεις κάπου αλλού».

Η Ρουθ πάντα πιο θετική σημειώνει ότι πρέπει «να βλέπουμε κάποια πράγματα που ίσως να είναι καλά για μας». Κοιτώντας τη λίμνη ο Νικ συμπεραίνει ότι «τα κύματα δεν επηρεάζουν το νερό που βρίσκεται από κάτω» ενώ η Ρουθ επιβεβαιώνει πως όλοι μας προσπαθούμε να είμαστε «πολεμιστές και πειρατές». Θέλει να κρατήσει μια τηλεφωνική επαφή με τη Ρουθ και της υπόσχεται ότι θα την σκέφτεται. Η Ρουθ επιθυμεί να κολυμπήσει στη λίμνη μα ο Νικ την αποτρέπει λόγω της «λασπουριάς». Θέλει, όπως λέει, να μείνει μόνη της με τον εαυτό της. Ο Νικ της υπενθυμίζει ότι ο έρωτας μεταξύ τους έληξε (και έτσι η Ρουθ δεν μπορεί να έχει το κορμί του ανά πάσα στιγμή) κι ένα λεπτό ακριβώς μετά της φωνάζει:

-ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΓΑΜΗΣΩ!

Η Ρουθ απαντάει: - ΛΟΙΠΟΝ, ΝΑ ΠΑΣ ΝΑ ΓΑΜΗΘΕΙΣ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ!

Ο Νικ θα της πει: -ΕΙΣΑΙ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ!

Οι τόνοι ανεβαίνουν κι άλλο, η Ρουθ τον κατηγορεί ότι έφερνε αθώες κοπέλες στο εξοχικό του και μετά «τις ξαπόστελνε», το ζευγάρι ανταλλάσσει αλληλοταπεινώσεις με τον Νικ να την πετάει μέσα στο νερό και να την καταριέται («Εύχομαι να ψοφήσεις!»). Κατόπιν, της προτείνει ιώδιο και επίδεσμο, της ζητάει συγγνώμη και εκείνη τον χαρακτηρίζει ως βρικόλακα καθώς η ίδια αιμορραγεί. Ο Νικ ρέπει να ντυθεί για να την πάει στο λεωφορείο. Εκείνος όμως, μεταστρεφόμενος, της μιλάει για το βραχιόλι της και της ζητάει να μείνει μαζί του. Επαναλαμβάνει ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί, προσθέτει ότι δεν μπορεί να διαβάσει, την κρατάει από το χέρι. Πλέον, παραληρεί και ο ίδιος (αναφέρεται ακόμα και στην στύση της αρκούδας που τον έχει κάνει να ανάψει ολόκληρος). Διαπιστώνει πως δεν «ξέρουμε τον εαυτό μας» ενώ νωρίτερα η Ρουθ τον έχει χαστουκίσει και του έχει ζητήσει με άσχημο τρόπο να ηρεμήσει καθώς όλα είναι μια χαρά. Πονάει όπως λέει το πρόσωπό του και ομολογεί ότι νιώθει παράξενα. Θυμάται τους φίλους με τους οποίους επισκέπτονταν παλιά το εξοχικό του και της εξομολογείται την αγάπη του. Παραδέχεται την κούρασή του και της ζητάει να μείνει μαζί του γιατί «έχει ανάγκη να ακούει τη φωνή της». Νυστάζει πολύ κι η Ρουθ που επαναλαμβάνει πως «όλα είναι μια χαρά», τον κοιμίζει και τον σκεπάζει.

Η παράσταση τελειώνει με τις ηχογραφημένες φωνές των δύο εραστών αφηγούμενες την ιστορία με τα δυο παιδάκια που χάθηκαν και αγκαλιάστηκαν μετά μέσα στο δάσος και τέλος το τραγούδι της αρκούδας. Η Ρουθ έχει στο μεταξύ αφαιρέσει την κόκκινη περούκα της.

 

Πρόκειται για ένα θεατρικό έργο που δεν έχουμε τη χαρά να βλέπουμε συχνά στις σκηνές της Ελλάδας. Μπορεί ο Μάμετ να είναι γνωστός στη χώρα μας μέσα από την Ολεάννα κυρίως και κατά δεύτερο λόγο μέσα από τον Αμερικάνικο Βούβαλο και τα Οικόπεδα με θέα, το Δάσος εντούτοις, δεδομένου ότι δεν ανήκει στην κατηγορία του ρεαλισμού και συγγενεύει σαφώς περισσότερο με την αισθητική του Μπέκετ (υπήρχε μια διάχυτη ατμόσφαιρα Περιμένοντας τον Γκοντό, έναν δραματουργό στον οποίο έχει εμπειρία η κ. Χατούπη) παραμένει ένα έργο πιο δυσπρόσιτο και πιο δυσνόητο κάποιες στιγμές. Βαθιά φιλοσοφικό, συμβολικό και υπαρξιακό καταδεικνύει μέσα από τη σχέση του Νικ και της Ρουθ την υπέρμετρη πολυπλοκότητα των σχέσεων των δύο φύλων που συχνά αδυνατεί το ένα να κατανοήσει το άλλο, κρίνονται επίσης μεταξύ τους, συγκρούονται και διαλύονται, παρότι αγαπιούνται, για να καταλήξουν μόνα τους.

Εξαιρετικοί, υπέροχοι και οι δύο ερμηνευτές, ανταποκρίθηκαν στους ρόλους τους επάξια! Ιδανικός ο κ. Γκοτσόπουλος ως Νικ, δεν τον είχα ξαναδεί στο θέατρο, απολαυστική η κ. Χατούπη ως Ρουθ.  

Το ανέβασμα του έργου αυτού τόσο από επιχειρηματικής άποψης όσο και από την καλλιτεχνική του πλευρά αποτελεί έναν πραγματικό άθλο ακριβώς επειδή δεν είναι αυτό που ονομάζουμε «εμπορικό» και επειδή δεν ανήκει στον ρεαλισμό που προσεγγίζεται πιο εύκολα. Μπράβο επομένως και στον κ. Αμπαζή που το σκηνοθέτησε αλλά και επιμελήθηκε τη μουσική που συνέθεσε ο ίδιος με τη διττή του ιδιότητα.

 

Λοιποί συντελεστές:

Μουσική Σύνθεση: Θοδωρής Αμπαζής

Σκηνογραφία, Ενδυματολογία: Νίκη Ψυχογιού

Σχεδιασμός Φωτισμού: Γιώργος Αγιαννίτης

 

Μουσικός επί σκηνής: Βάσια Παππά

Φωτογραφίες: Ζαφείρω Βλάχου

Επικοινωνία: Νατάσα Παππά

Social media: Κατερίνα Κυπραίου

Βοηθοί σκηνοθέτη: Θάνος Ψαρράς, Γωγώ Μπόμπολα

Βοηθός σκηνογράφου: Ζωή Κελέση

Οργάνωση και Εκτέλεση παραγωγής: Γιάννης Γκουντάρας & Αλεξάν Σαριγιάν

Παραγωγή: Η Πάνδημος Ηώς

Βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=1tNdhX6i6Qc




Comments