ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: PARANOIA

 


PARANOIA

του Νικόλα Βαγιονάκη

βασισμένο στο έργο Le horla του Guy de Maupassant

 

Θέατρο «Μικρός Κεραμεικός»

Ευμολπιδών 13, Κεραμεικός

 

Σκηνοθεσία & Ερμηνεία: Νικόλας Βαγιονάκης

 

Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου την παράσταση της Κυριακής 16 Φεβρουαρίου 2025 (στις 18.30 μ.μ.)

 

 

«Μήπως τελικά τρελαίνομαι; Μάνα, φοβάμαι τον εαυτό μου! Φοβάμαι τον φόβο, τον έλεγχο που χάνω…»

 

Μήπως τελικά ο μεγαλύτερός μας φόβος είναι ο ίδιος ο φόβος και ο χειρότερος εχθρός μας ο ίδιος μας ο εαυτός;

Πώς ένας άνθρωπος μεταβαίνει από την ευτυχία στην αποθάρρυνση, όπως ακούμε στην παράσταση; Πώς άνθρωποι πανέξυπνοι και διαυγείς, οξυδερκείς χάνουν τα λογικά τους και οι «σκέψεις τους πιάνονται στα δίχτυα των παραισθήσεων»;

Γιατί είμαστε όλοι αδύναμοι και μικροί με πενιχρές τελικά, φτωχές αισθήσεις και δεν επαναστατούμε ενάντια στη βία, στους πολέμους και την κακοποίηση; Είναι τελικά στη φύση του ανθρώπου να αποκτηνώνεται και να σκοτώνει αλλήλους;

Πώς μπορούμε να ξεφύγουμε από τις παραισθήσεις μας που αλλοιώνουν την πραγματικότητα γύρω μας; Πώς θα πάψουμε να είμαστε αυτοκαταστροφικοί;

 

Είναι πολύ σημαντικό ένας θεατής προτού επιλέξει να παρακολουθήσει την παράσταση Paranoia με κύριο δημιουργό τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Νικόλα Βαγιονάκη να έχει αναγνώσει προηγουμένως το σχετικό δελτίο τύπου ή σχετικές πληροφορίες που εύκολα μπορεί να εντοπίσει στο διαδίκτυο. Κι αυτό όχι για να είναι προϊδεασμένος πόσο μάλλον προκατειλημμένος όσο για να μάθει ότι το έργο αφορά στον Γάλλο πεζογράφο Guy de Maupassant που έχασε τη ζωή του άδοξα και μαρτυρικά προσβεβλημένος από σύφιλη.

Έτσι, θα κατανοήσει πως ο άνθρωπος που ενσαρκώνει ο Ν.Β. είναι ένα πρόσωπο που νοσεί από μια ασθένεια που εκτός από το σώμα κατατρώγει και τον νου εκφυλίζοντας απόλυτα το άτομο.

Ο Γάλλος συγγραφέας νόσησε σε μια εποχή (19ος αιώνας) όπου η σύφιλη δεν ήταν ιάσιμη και κατά συνέπεια υπέφερε φρικτά μέχρι να καταλήξει στην αναπόδραστη ανακουφιστική αυτοχειρία.

Αυτό είναι για μένα το πρώτο και προφανές επίπεδο της παράστασης. Ξανακοιτώντας όμως πιο προσεκτικά τις σημειώσεις που κράτησα ενώ παρακολουθούσα, διαπίστωσα ότι το θέμα δεν είναι μονάχα ο de Maupassant που αρρώστησε και πέθανε ή κάθε άνθρωπος της εποχής που θα είχε ανάλογη τύχη με την ίδια νόσο.

Μέσα από τις ατάκες του ηθοποιού, αισθάνθηκα τον πόνο και τη φρίκη του κάθε συντεθλιμμένου και συντετριμμένου ανθρώπου που μένει μόνος, που παλεύει να αντιμετωπίσει τους φόβους του, την ανεπάρκειά του, τον εαυτό του που τον καταδιώκει με τις αρνητικές και τρομακτικές σκέψεις που κάνει, την κατάθλιψη που κάνει το άσπρο μαύρο, τη χαρά που διαρκεί λίγο και εύκολα εξαφανίζεται δίνοντας τη θέση της στον πυρετό της ψυχής, στους εφιάλτες, στη μόνιμη ανησυχία με τις ταχυπαλμίες.

Ένιωσα κοντά μου τον άνθρωπο που διψάει, που του στέρεψε η κανάτα με το νερό που φυσικά ο ίδιος άδειασε και δεν του έφτασε ποτέ, ένιωσα δίπλα μου τον άνθρωπο – αγρίμι που πασχίζει να ξεφύγει και να ανασάνει μέσα από τα ταξίδια, την αλλαγή του αρρωστημένου, πνιγηρού περιβάλλοντος που ζει, να βρει μια διέξοδο έστω και πρόσκαιρα μέσα από έναν περίπατο στην εξοχή, μέσα από μια βόλτα μέσα στη νύχτα. Μα η παραφροσύνη είναι εκεί, στιβαρή, δυνατή και επιβάλλει την παρουσία της. Και τότε ο άνθρωπος, μέσα στην παράνοια, τον πυρετό, τον πόνο και τα οράματά του γίνεται φιλόσοφος ηθελημένα και μη: προσπαθεί να συμπεράνει τι του συμβαίνει, τι τον ενοχλεί, τι δεν βαίνει καλώς, ποια η σχέση του με τον περίγυρο, πώς δρα ο ίδιος και πώς δρουν και οι άλλοι. Μέσα στα απαίσια απογεύματα και τα φρικτά του βράδια, ο άνθρωπος θα βιώσει την απόλυτη σύγχυση, θα αναγνωρίσει την πλάνη του, θα μισήσει το φως και τον θόρυβο, θα αγναντέψει την ομορφιά της φύσης μέσα στην οποία προορίστηκε για να ζήσει, θα διαπιστώσει τη σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων και θα τους δει ως πρόβατα που μπορούν άνετα να χειραγωγηθούν και να κατηγορήσουν σαν μάζα τον γείτονα και να διαπληκτιστούν μαζί του. Τα ίδια πάλι αυτά πρόσωπα θα σκοτώσουν ένα ζώο έτσι για πλάκα ή για να δοκιμάσουν, όπως ακούμε στο έργο, το όπλο τους…

Ο κακός μας εαυτός είναι σαν σκιά: θέλουμε να τον καταργήσουμε, να τον σκοτώσουμε όμως αυτό δεν μπορούμε να το πράξουμε καθώς δεν μπορούμε καν να τον αγγίξουμε. Και τότε γεννάται το ακανθώδες ερώτημα στο μυαλό μας: «Κι αν αποτύχω ξανά, τότε τι;»

Τι κάνουμε, πώς μπορούμε να αντιδράσουμε όταν αποτυγχάνουμε για δεύτερη ή για πολλοστή φορά στη ζωή μας; Πώς διαχειριζόμαστε το μετά πνιγμένοι από σκέψεις, βαλλόμενοι από πληγές, καταρρέοντας μέρα με τη μέρα; Έχουμε την πολυτέλεια, τέλος, όταν δεν μπορούμε καν να υποστηρίξουμε βασικά τον εαυτό μας να υπολογίσουμε στοιχειωδώς τους γύρω μας, όπως στην περίπτωση του συγγραφέα που παρακάμπτει το προσωπικό του στην πυρκαγιά που ο ίδιος προκαλεί ως λύτρωση στο μαρτύριο της ύπαρξής του;

Για μένα λοιπόν η Paranoia έχει δύο πτυχές: μία ας πούμε ιστορική που άπτεται του Guy de Maupassant και μια δεύτερη, πιο σημαντική, βαθιά φιλοσοφική που αγγίζει άμεσα το άτομο και τη ζωή του.

Ο Νίκος Βαγιονάκης, έχοντας εμπειρία στο πώς να γράφει, να παίζει, να σκηνοθετεί ο ίδιος τον εαυτό του αλλά και να επιμελείται εν γένει τις παραστάσεις του, με τη βαθιά, καθάρια, χαρακτηριστική φωνή του αλλά και την ξεχωριστή, μοναδική του μορφή, δίνει ακριβώς σάρκα και οστά στον πονεμένο αυτό δυστυχή συγγραφέα και ευρύτερα στον τραγικό άνθρωπο που μάχεται διαχρονικά, φθείρεται και μοιραία τελειώνει και φεύγει.


Λοιποί συντελεστές:

Σχεδιασμός σκηνικού: Νικόλας Βαγιονάκης     

Επιμέλεια σκηνικού: Μάρκος Γκοτζαμπέλης

Χορογραφίες:  Νικόλας Βαγιονάκης

Σχεδιασμός Φωτισμού: Νικόλας Βαγιονάκης

Επιμέλεια φωτισμού: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Μουσική επιμέλεια:  Γιάννης  Χριστοδουλάτος

Φωτογραφίες παράστασης : Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Υπεύθυνος Επικοινωνίας: Αντώνης Κοκολάκης

Comments