ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: ''Η ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Ερευνώντας ένα αρχείο ρωγμών''
Η ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Ερευνώντας ένα αρχείο ρωγμών
ΥΠΟΣΚΗΝΙΟ Β’ ΜΕΓΑΡΟΥ ΜΟΥΣΙΚΗΣ (Β. Σοφίας & Κόκκαλη)
Σκηνοθεσία:
Παντελής Φλατσούσης
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Gustave Flaubert Éducation sentimentale
Θεατρική
προσαρμογή: Παντελής Φλατσούσης & Παναγιώτα Κωνσταντινάκου
Δραματουργία:
Παναγιώτα Κωνσταντινάκου
Αναλύει η
Μαρίνα Αποστόλου την παράσταση της Πέμπτης 23 Ιανουαρίου 2025 (Στις 20.00)
«Είναι 18 χρονών… Θέλει να γνωρίσει τη ζωή… Στην
πραγματικότητα ψάχνει κι αυτός να βρει τη θέση του σε έναν ρευστό κόσμο…»
Μια μοναδική, ξεχωριστή θεατρική εμπειρία έχουν την ευκαιρία
να ζήσουν όσοι θεατές επιλέξουν να παρακολουθήσουν την εν λόγω παράσταση μέχρι τις
2 Φεβρουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής.
Πρόκειται για ένα τόλμημα μεταφοράς του μυθιστορήματος Η
αισθηματική αγωγή του Φλωμπέρ στο πλαίσιο μιας πρωτότυπης, πρωτοποριακής
σκηνοθεσίας που συνδυάζει πολυάριθμα στοιχεία εξωσυμβατικά, μη αναμενόμενα,
άξια παρατήρησης και προσοχής που αποδεικνύουν τον επίπονο σκηνοθετικό
σχεδιασμό που έχει προηγηθεί.
Πρώτα απ’ όλα, νιώθω την ανάγκη να συγχαρώ τους δημιουργούς
διότι έκαναν γνωστό ένα σπουδαίο έργο της γαλλικής γραμματείας του 19ου
αιώνα στο ελληνικό κοινό. Και μπράβο επίσης και στους επίσημους φορείς που στήριξαν
το ανέβασμα αυτό.
Το κοινό εισέρχεται στην πλατεία και λαμβάνει τις θέσεις του.
Στο μεταξύ οι ηθοποιοί ήδη βρίσκονται επί σκηνής. Βρισκόμαστε σε μια βιβλιοθήκη
με λάπτοπ διαθέσιμα. Μια θεατρική ομάδα ερευνά και παλεύει, συσκεπτόμενη, να
φτάσει σε μια ιδέα που θα υποβληθεί μάλιστα ως πρόταση σε ‘’Open Call’’: τι παράσταση να ανεβάσει που να
έχει κάτι σημαντικό να επικοινωνήσει στον κόσμο.
Στον τοίχο ψηλά, βλέπουμε ήδη εικόνα με τα μνημεία – σύμβολα πρωτευουσών
ευρωπαϊκών χωρών. Η Ευρώπη είναι η λέξη – κλειδί και το κέντρο ενδιαφέροντος
του έργου. Για ποια Ευρώπη όμως θα μιλήσουν οι επίδοξοι ηθοποιοί; Του παρελθόντος
ή του παρόντος; Ή μήπως τελικά η Ευρώπη δεν είναι παρά ένα «εκκρεμές», όπως εύστοχα
αναφωνεί ο (μάλλον) επικεφαλής της ομάδας; Ένα εκκρεμές που ταλαντεύεται μεταξύ
παρόντος και παρελθόντος. Τους χρειάζεται ένα ιστορικό συμβάν με ιδιαίτερο
νόημα και κατόπιν της συζήτησής τους καταλήγουν στη Γαλλική επανάσταση του 1848,
την «άνοιξη των λαών», της οποίας ο απόηχος έφτασε μέχρι την Αμερική και η
οποία οδήγησε, τρία χρόνια μετά, στο πραξικόπημα του Ναπολέοντα του 3ου.
Οι αναγνώσεις του κειμένου ξεκινούν, η κάμερα καταγράφει την
εκκίνηση της απόπειράς τους να διεισδύσουν στο έργο. Μια κάμερα που δεν θα
λείψει καθόλη τη διάρκεια της παράστασης και δεν θα αποτελεί απλά ένα συμπλήρωμα,
ένα πρόσθετο σκηνοθετικό εύρημα αλλά ένα από τα βασικά τεχνικά υλικά που ενισχύουν
το οπτικό αποτέλεσμα.
Ο καταδικασμένος έρωτας του νεαρού Φρεντερίκ Μορό με την έγγαμη
και καθώς πρέπει κυρία Αρνού θα αποτελέσουν για τον Φλωμπέρ την τέλεια αφορμή
για να μας παρουσιάσει την επανάσταση του 1848 στο Παρίσι, να μας ταξιδέψει
παράλληλα και σε μικρότερες πόλεις όπου αναφέρονται οι χαρακτήρες του, να
μιλήσει για τους αστούς και τους μεγαλοαστούς, την άνοδο και την κάθοδό τους,
και πάλι την άνοδό τους, τα πολιτικά και τα οικονομικά παιχνίδια του καιρού, τις
δολοπλοκίες, τη θέση των νέων ανθρώπων στην κοινωνία του τότε, τους ιδεαλιστές,
τους υλιστές, τη θέση της γυναίκας είτε είναι «κυρία» και συχνάζει στα σαλόνια της
εποχής, είτε είναι ανυπόληπτη αρτίστα άρα και πόρνη. Μα πάνω απ’ όλα να μιλήσει
για τη ζωή που είναι πολυτάραχη, αλλάζει, πληγώνει αλλά και γοητεύει και θέλει
κάθε άνθρωπος, δικαίως, να την απολαύσει.
[Το δραματικό κείμενο μάλιστα χωρίζεται και σε μέρη που μας επιτρέπουν
να κατανοήσουμε καλύτερα τη ροή της εξέλιξης των γεγονότων.]
Ο Μορό συναντιέται μετά από δύο χρόνια με τον φίλο του Ντελοριέ.
Πρώτη τους κουβέντα είναι να μιλήσουν για την οικονομική τους κατάσταση. Ο Μορό
εργάζεται σε αστούς και τον νοιάζει το πάθος. Ο Ντελοριέ πάλι τον προτρέπει να
εκμεταλλευτεί τη συναναστροφή με τους πλούσιους και να κοιτάξει να ανέβει
κοινωνικά ακόμα και αν γίνει παράνομος εραστής. «Είναι κατάρα να είσαι γιος
κάπελα…» τον ακούμε να λέει με πικρία. «Εγώ είμαι από τη ράτσα των απόκληρων…»
προσθέτει ενώ στο τέλος του διαλόγου τους ζητάει χρήματα από τον Φρεντερίκ για
να πληρώσει το δείπνο του.
Ένα ακόμα έντονο στοιχείο στο στήσιμο της παράστασης είναι το
αφηγηματικό ύφος. Πολλά δραματικά γεγονότα δεν τα παρακολουθούμε ως δράση αλλά
τα ακούμε πώς έγιναν στο τρίτο πρόσωπο. Επιπλέον, παρατηρούμε τη χρήση από
φιγούρες που υποτίθεται ότι είναι τα ίδια τα πρόσωπα που δρουν. Όχι όμως όλα τα
πρόσωπα αλλά κυρίως εκείνα της υψηλής κοινωνίας, όπως λόγου χάρη ο κύριος
Νταμπρέζ, εργοδότης του Φρεντερίκ. Ένας άνθρωπος, έμπορος έργων τέχνης και
ιδιοκτήτης περιοδικού με σκοτεινά χαρακτηριστικά, πονηρός, γεμάτος αξιώσεις, οπορτουνιστής
και συμφεροντολόγος. Είμαι βέβαιη πως το κοινό, ακούγοντας την ατάκα «και όταν
ήταν χολωμένος με την κυβέρνηση στρεφόταν στην κεντροαριστερά…» έκανε αυτόματα
και τον παραλληλισμό με τους πολιτικούς του σήμερα.
Και ερχόμαστε πάλι στο σήμερα, στις σκέψεις των ηθοποιών που
θέλουν να μιλήσουν για το σήμερα μέσα από το χθες. Εκεί ακούμε και τον όρο «αρχείο»
που βλέπουμε στον δεύτερο τίτλο ή υπότιτλο του έργου. Όντως, ένα κείμενο που
γράφτηκε κάποτε, στα μέσα του 19ου αιώνα συνιστά μια παρακαταθήκη.
Μια παρακαταθήκη, αξιοποιήσιμη στο τώρα.
Ντελοριέ και Φρεντερίκ συγκατοικούν παρόλες τις δυσκολίες ενώ
ταυτόχρονα αγωνίζονται να σπουδάσουν στη Νομική. Ο Φρεντερίκ είναι καλεσμένος
σε βραδιές με καλό κόσμο (κριτικούς τέχνης, χαρτέμπορες…) και σπάνιο φαγητό. Το να φοράς λευκά γάντια σε
διακρίνει ως άτομο ενώ το να εισέλθεις στην υψηλή κοινωνία είναι ζήτημα
συστάσεων όταν δεν έχεις χρήματα. Ο πλούτος είναι σαφώς διαχρονικό μέσο ανύψωσης.
Ο Φρεντερίκ αδιαφορεί για τις σπουδές του, όπως και για τους θριάμβους, δεν
έχει φιλοδοξίες σε αντίθεση με την αγαπημένη του κυρία Αρνού που τις θεωρεί
απαραίτητες και έτσι τον στρέφει και πάλι στη μελέτη.
Πλήθος γεγονότων (ένα ατέρμονο va-et-vient των δρώντων) λαμβάνουν χώρα που
σχετίζονται τις περισσότερες φορές με τον καθοριστικό ρόλο του χρήματος στη ζωή
του ανθρώπου. Δεν είναι όμως μόνο το χρήμα που επηρεάζει τη μοίρα των
χαρακτήρων αλλά και η ιδιοσυγκρασία τους, οι επιλογές τους και κυρίως η εποχή τους
με τους εξαθλιωμένους εργάτες με τα αδυνατισμένα πρόσωπα που τελικά δεν κέρδισαν
αυτοί την επανάσταση του ’48 γιατί όπως ακούμε, κέρδισαν οι Νταμπρέζ, δηλαδή το
σύνολο των κοινωνικο-οικονομικά ισχυρών. Όταν οι δύο φίλοι ξαναβρεθούν, χρόνια
μετά, στα 1868, θα κάνουν τον απολογισμό τους και θα θυμηθούν τα παλιά
καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο μεν (ο Φρεντερίκ) έζησε με γνώμονα το κυνήγι
του έρωτα ξοδεύοντας τα 2/3 της περιουσίας του και ο δε (ο Ντελοριέ) με γνώμονα
την επιδίωξη της εξουσίας που δεν κατέκτησε ποτέ.
«Αγαπιόμαστε χωρίς ωστόσο να ανήκουμε ο ένας στον άλλο» είναι
τα τελευταία λόγια μεταξύ του Φρεντερίκ και της Αρνού τη στιγμή που συναντιούνται
για ύστατη φορά όταν εκείνη έρχεται για λίγο από τα βάθη της Βρετάνης όπου και
ζει για λόγους επιβίωσης… Ένας Φρεντερίκ λοιπόν, ρομαντικός και τρυφερός που όμως
δεν συμπεριφέρεται ομοίως και στη δύστυχη Ροζανέτ. Τη Ροζανέτ ή αλλιώς «Στραταρχίνα»
στο νούμερο που κάνει στο καμπαρέ και βάσει του οποίου είναι γνωστή. Συζεί με
την κοπέλα αυτή (χωρίς γάμο βέβαια), την αφήνει έγκυο, εκείνη γεννά ένα αγοράκι
που αρρωσταίνει και πεθαίνει, ένα αγοράκι το οποίο αφήνει αδιάφορο τον πατέρα
του, ο οποίος μάλιστα εγκαταλείπει τη μητέρα του σε κακή ψυχολογική κατάσταση
και επιτρέπει στον Ντελοριέ να την εκμεταλλευτεί ερωτικά και κυρίως σεξουαλικά.
Εδώ έχουμε και μερικές από τις πολύ δυνατά σκηνοθετημένες στιγμές της υπόθεσης.
Διάχυτο άρωμα από ένα Παρίσι σαν καζάνι που βράζει, αίμα, χρήμα,
επενδύσεις σε γαιάνθρακες, εξουσία, κληρονομιές, κοινωνικές τάξεις, ανάγκη για
δημοκρατία και ελευθεροστομία αλλά και ένας πεινασμένος λαός που σκύβει το
κεφάλι για «μια μπουκιά φαΐ», όπως σχολιάζει ο Ντελοριέ προσθέτοντας ότι η
δημοκρατία «γέρασε» και πως καμιά φορά «η δικτατορία είναι απαραίτητη»,
ανεκπλήρωτοι έρωτες, γάμοι που γίνονται από συμφέρον, περιπέτειες, πτώσεις,
αδικία, ασέβεια, όλα αυτά είναι τα κυρίαρχα σημεία στην υπόθεση και στην
παράσταση.
Και η κατακλείδα: ένα φάντασμα που πλανάται πάνω από την
Ευρώπη και την απειλεί, την σκιάζει… Άλλος ένας παραλληλισμός με τη σύγχρονη
εποχή, σαφές αιχμηρό σχόλιο για τα φαντάσματα της ακροδεξιάς που πετούν πάνω
από τα ευρωπαϊκά κράτη του σήμερα.
Ο Παντελής Φλατσούσης
έχει πράγματι δουλέψει πολύ σκληρά με τους συνεργάτες του για την απόδοση αυτού
του κλασικού γαλλικού αριστουργήματος. Οι χαρακτήρες αποδόθηκαν άριστα, έχουμε
να κάνουμε με έναν θίασο που έχει κοπιάσει για το ανέβασμα αυτό, ηθοποιούς που
δεν υποδύονται πάντα μόνο έναν ρόλο. Η μουσική επίσης ξεχωρίζει μέσα από το
τραγούδι και την κίνηση κυρίως της Ροζανέτ, την οποία και έπαιξε άψογα η Ηλιάνα
Μαυρομάτη. Πολύ δυνατοί ήταν φυσικά οι Χρήστος Διαμαντούδης (Φρεντερίκ) και
Βαγγέλης Δαούσης (Ντελοριέ). Συγχαρητήρια, τέλος, αξίζουν και στους δύο ακόμη
ηθοποιούς Γιώργο Κριθάρα και Ντέμπορα Οντόγκ για τον επί 140 λεπτά άθλο τους πάνω
στη σκηνή καθώς και στον Κωνσταντίνο Ζαμάνη για τα κοστούμια.
«Η υποθήκη είναι μια εγγύηση…»
«Ποτέ δεν πρέπει να απελπίζεται κανείς…»
«Αν θες μια γυναίκα και είναι ελεύθερη, την παντρεύεσαι. Αν
είναι παντρεμένη, την αφήνεις ήσυχη…»
Πληροφορίες για την παράσταση: https://www.megaron.gr/event/i-aisthimatiki-agogi/
Comments
Post a Comment