ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: ''ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ''

 


ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

«Θεωρώ τον εαυτό μου σοφό επειδή δεν κάνω τίποτα… Ο τεμπέλης είναι θετική ιδιότητα… τίτλος… διαβατήριο και αφετηρία»

«Ο άνθρωπος μεγαλώνει, μαθαίνει… και ύστερα κρίνει και κατακρίνει τους άλλους…»

 

Θέατρο «ΒΡΕΤΑΝΙΑ»

Πανεπιστημίου 7, ΣΥΝΤΑΓΜΑ

 

ΤΟΥ ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΣΦΣΚΙ

Θεατρική προσαρμογή – Σκηνοθεσία: ΠΑΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ

 

Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου την παράσταση της Τετάρτης 22 Ιανουαρίου 2025 (Στις 20.30)

 

Ένα βαθιά φιλοσοφικό κείμενο. Μία ρητή αποτύπωση των υπαρξιακών ερωτημάτων που ταλανίζουν τον σκεπτόμενο άνθρωπο. Αυτό είναι το Υπόγειο του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.

 

Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη επιλογή για τον ρόλο του αντρικού χαρακτήρα του Υπογείου από τον Δημήτρη Πιατά. Ένιωσα ότι είχαμε να κάνουμε με μια στανισλαφσκική ταύτιση. Αναδείχτηκε όλο του το ταλέντο, το υποκριτικό του δυναμικό, η αξιοσύνη του να ενσαρκώσει έναν απαιτητικό φορέα δράσης τόσο στο μονολογικό όσο και στο δυαδικό του μέρος με την πόρνη. Κυρίως όμως πρόσεξα τη σκηνοθεσία του έργου διά χειρός Πάνου Αγγελόπουλου: η ύπαρξη αφηγητή που διευκολύνει την κατανόηση των γεγονότων, τα ενισχυτικά βίντεο, τα σκηνικά αντικείμενα που μας μεταφέρουν τω όντι στο φτωχικό δωμάτιο του δρώντα, το ανδρείκελο, ο χώρος της Λίζας όπου δέχεται τους πελάτες, τα ποντίκια υπό τη μορφή αεικίνητων, ενοχλητικών πλασμάτων φέροντα μάσκες με φως, άμεσα συνυφασμένα με τους υπόγειους χώρους εν γένει, οι κοπέλες με τις ομπρέλες ανάλογα με τις ομπρέλες που ειδώθηκαν σε ένα από τα βίντεο, η περούκα του δρώντα, η αμφίεση της Λίζας (κομπινεζόν, καλτσοδέτα, κόκκινα νύχια, κόκκινο φόρεμα), η μουσική που ανέβαζε και συντηρούσε ψηλά το θερμόμετρο των αισθήσεων κατά τη διάρκεια της παράστασης και έτερες, πολλές λεπτομέρειες όπως η στιγμιαία εμφάνιση του άντρα μεταξύ των μελών του χορού προτού εκκινήσει η δράση του στη σκηνή για το μονολογικό του κομμάτι. Όλα αυτά τα στοιχεία μάλιστα χρωματίζουν, δαμάζουν, τολμώ να πω, το μονολογικό ύφος του έργου.

Η αυλαία ανοίγει: παρακολουθούμε βίντεο σε διπλή εικόνα. Χιονίζει, άνθρωποι αμίλητοι και ανέκφραστοι, σκυθρωποί βαδίζουν με τις ομπρέλες τους ανοιχτές χωρίς σαφή προορισμό. Είναι παγωμένοι στην ψυχή τους, είναι μελαγχολικοί σαν το μουσικό θέμα που ακούγεται. Το φόντο θυμίζει έντονα την περιοχή της Πλάκας στην Ακρόπολη.

Ο αφηγητής μάς εισάγει στο πώς συνεγράφη το Υπόγειο. Μας πληροφορεί γύρω από βιογραφικά στοιχεία του Φ.Ντ. σχετικά με το έργο και σύντομα αναφέρεται στον Νίτσε, στον άλλο «περιφρονητή» των καθιερωμένων αξιών και στο πόσο εκείνος είχε θαυμάσει το συγκεκριμένο κείμενο (που ανακάλυψε τυχαία) δηλώνοντας «καταγοητευμένος». Ένα δεύτερο βίντεο προβάλλεται με ένα άλογο, γέρικο και ταλαιπωρημένο να σέρνει μια άμαξα (δεν την βλέπουμε αυτή) μέσα στον χιονιά. Το αίσθημα του ψύχους τονίζεται επιπλέον. Εισέρχονται οι γυναίκες του χορού, επαναλαμβάνεται το βίντεο με τις ομπρέλες στη χιονόπτωση το οποίο ξαναβλέπει το κοινό να προβάλλεται πάνω στην αυλαία κατά το ήμισυ (άλλη μια πρωτοτυπία του Αγγελόπουλου).

Ο αφηγητής αυτή τη φορά αναζητά τον Θεό κρατώντας ένα φαναράκι στο χέρι. Όμως ο Θεός δεν ζει πια διότι η ανθρωπότητα τον έχει φονεύσει χωρίς πλέον να ξέρει για «πού τραβάει τώρα η Γης». Ο άνθρωπος λοιπόν κατηγορείται για τον αφανισμό των αξιών, της ομορφιάς και των αρετών που θα οδηγήσει κατά συνέπεια και στον αφανισμό των ανθρώπων, αν υποθέσουμε ότι ο Θεός δεν είναι απλά ένα άυλο πνεύμα αλλά η συνισταμένη ακριβώς των αρετών και των αξιών που θα έπρεπε να διέπουν τη ζωή του.

Ο αφηγητής μιλάει ακόμα για τον νεκρό Θεό, τους νεκροθάφτες που τον «παραχώνουν», την αποσύνθεσή του που μυρίζει άσχημα όπως κάθε αποσύνθεση άψυχου όντος, περιγράφοντας συνάμα την αίσθηση μιας «νύχτας πάνω στη νύχτα» και μιας ζωής που συγκρίνεται με «περιπλάνηση στο ατελεύτητο τίποτα». Είναι η στιγμή της εισόδου των ποντικιών και αμέσως μετά του άντρα που κρατάει μια βαλίτσα. Αρχίζει να μονολογεί, να φιλοσοφεί, αναφέρεται στο πρόσωπό του. Είναι λοιπόν ένας άρρωστος άνθρωπος, που μάλλον πάσχει από το συκώτι του. Δηλώνει προληπτικός αν και η μόρφωσή του δεν δικαιολογεί τέτοια στρεβλή σκέψη. Στη ζωή του εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος, ήταν κακός όπως ακούμε στη δουλειά του κάτι όμως που θα αναιρέσει λίγο μετά. Και η αναίρεση αυτή δεν γίνεται μόνο μια φορά κατά τη διάρκεια του έργου. Θα επαναληφθεί στο κρεσέντο των εξομολογήσεων και των παραδοχών του σε ένα πλαίσιο έντονων εσωτερικών συγκρούσεων.

Τότε είναι που αρχίζει να αντιπαραβάλλει την ευφυΐα και την έλλειψη αυτής, κοινώς τη βλακεία. Παράλληλα, τη δράση και την απραξία. Οι έννοιες αυτές τον απασχολούν ιδιαίτερα γι’ αυτό και θα επανέλθει και στη συνέχεια. Αφού μας πει ότι τελικά δεν ήταν ούτε καλός ούτε κακός υπάλληλος, πως δεν «λαδωνόταν» αλλά αντλούσε ικανοποίηση από το να προσβάλλει τους άλλους (η προσβολή του άλλου είναι ένα ακόμα θέμα που συζητιέται στο έργο ανοιχτά), ο άνθρωπος του υπόγειου αυτού σπιτιού πιστεύει ότι «οι βλάκες τα κάνουν όλα» και ότι «ο άνθρωπος της δράσης είναι μέτριος» με την ευφυΐα να λογίζεται ως αρρώστια και την απελπισία να αποτελεί ένα είδος ηδονής. Στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε ότι τα πλάσματα που διεισδύουν στο υπόγειο είναι ποντίκια με τον άντρα αυτή τη φορά να αντιπαραθέτει ανθρώπους και ποντίκια: Ο άνθρωπος είναι βλάκας διότι θεωρεί την εκδίκηση δικαιοσύνη για τα ποντίκια όμως δεν υπάρχει η έννοια αυτή (της δικαιοσύνης) και δεν είναι απλά παρά αδιέξοδα όντα. Τότε ακριβώς αναφωνεί «Είμαι ποντίκι!» και παίρνει αγκαλιά ένα ανδρείκελο, τη μοναδική του παρέα κάτω εκεί. Ο «άνθρωπος της δράσης είναι κουτός, περιορισμένης αντίληψης» δηλώνει και πάλι. Παραδέχεται ότι «πνίγεται στην απραξία» και παρηγοριέται από το περιβόητο «Γνώθι σαυτόν» που επιτρέπει στον άνθρωπο μια κάποια αυτοεκτίμηση. Και η φιλοσοφική του διαδρομή εξακολουθεί προχωρώντας ακόμα πιο βαθιά με τον ίδιο να χορεύει με την κούκλα. Οι ιδέες του (απαύγασμα μιας ολόκληρης και δύσκολης ζωής;) μας προβληματίζουν αδιάλειπτα. Έτσι, ένα κοτέτσι – καταφύγιο για τη βροχή δεν μπορεί να είναι παλάτι, όμως μπορεί να εκληφθεί ως τέτοιο αν ο άνθρωπος το χρειάζεται μόνο και μόνο για να μην βρέχεται. Δύο και δύο κάνει τέσσερα ωστόσο μπορεί να κάνει και πέντε… Τίποτα δεν είναι απόλυτο στη ζωή. Το πέντε εξάλλου είναι ωραίος αριθμός. Πέντε είναι και οι αισθήσεις του ανθρώπου. Έπειτα, τι είναι ο άνθρωπος χωρίς βούληση και θέληση; Ένα πλήκτρο πιάνου που ίσως εννοεί ο συγγραφέας ότι ο καθένας μπορεί να το πατήσει και να παράξει έναν ήχο. Στον άνθρωπο αρέσει να ανοίγει «δρόμους στα τυφλά», φοβάται όμως την απολυτότητα και τον ορθολογισμό (2+2=4) καθώς αυτό θα ήταν η αρχή του θανάτου… Ο υπόγειος άνθρωπος είναι έτοιμος να μεταβάλει τα πιστεύω του εάν του δοθεί καλύτερη εναλλακτική τοποθέτηση. Τι είναι σε θέση να ομολογήσει ένας άνθρωπος και σε ποιους; Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορεί να ομολογήσει μήτε στον ίδιο του τον εαυτό. Το χιόνι που πέφτει είναι «θραύσμα του παρελθόντος που δεν λέει να ξεθωριάσει» ενώ λίγο πριν τον δούμε στο δωμάτιο της Λίζας μαθαίνουμε ότι ο άντρας του υπογείου έμπλεκε συχνά σε καβγάδες (σημειωτέο ότι το κείμενο έχει διασκευαστεί και ιστορίες/μέρη του έχουν εν μέρει παραληφθεί και διασταυρωθεί).

Με αφορμή την επίσκεψή του στην πόρνη (η ιερόδουλη, όμορφη και νέα όχι όμως για πάντα νέα βέβαια, φτωχή κοπέλα που οι δικοί της την εκπόρνευσαν αντί να την παντρέψουν, κρύβει όμως την ταυτότητά της από τον κύκλο της και προσμένει κρυφά μια καλύτερη ζωή στο μέλλον, συνιστά κλασικό, διαχρονικό μοτίβο στη λογοτεχνία γενικότερα) ο ανώνυμος άντρας συλλογιέται γύρω από τον τρόπο του θανάτου και τις ιδιαίτερες συνθήκες του. Έναν θάνατο του οποίου προηγείται η παρακμή πρώτα. Το να κηδεύεσαι μια μέρα με χιόνι ενώ ο τάφος είναι γεμάτος νερά είναι άσχημο όπως και να το φύγεις από φυματίωση λόγω κακής ζωής. Το να εργάζεσαι ως πόρνη που θα γεράσει και θα μειωθεί η τιμή της αποτελεί ομοίως αθλιότητα, το να μη δύνασαι να πληρώσεις τις υποχρεώσεις σου και να υποστείς έξωση το ίδιο, το μην έχεις οικογένεια που να σε αγαπάει είναι δυστυχία. Σε μια οικογένεια η ευτυχία δεν είναι απαραίτητη καθότι σύμφωνα με εκείνον, η αγάπη αρκεί. Όπως ομολογεί ξεκάθαρα, αν ο ίδιος είχε οικογένεια, δεν θα ήταν μόνος σε ένα υπόγειο ούτε πιθανόν θα γύρευε τον έρωτα σε μια κοινή γυναίκα, διότι μέσα σε μια οικογένεια «υπάρχει αγάπη τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο και ακόμα και οι καβγάδες στο τέλος τελειώνουν καλά…». Αν είχε κόρη, θα την λάτρευε πιο πολύ και από τους γιους του και δεν θα της επέτρεπε ποτέ να παντρευτεί αφού μόνο αυτός θα την αγαπούσε στ’ αλήθεια. Η σκηνή του θηλασμού είναι για τον άντρα ό,τι πιο όμορφο, ό,τι πιο τρυφερό υπάρχει στη ζωή… Μονολογεί και πάλι παρότι βρίσκεται σε διάλογο με τη Λίζα, την οποία θεωρεί «σκλάβα» και έρμαιο ενός κάποιου αρραβωνιαστικού που δεν θα την σέβεται.

Ο υπόγειος άνθρωπος δεν παύει να φιλοσοφεί με ερέθισμα τη Λίζα και τη ζωή που διάγει. Την κρίνει και προβλέπει τα χειρότερα για την εξέλιξή της. Ωστόσο, στη συνέχεια και κατόπιν του λογύδριού του της ζητάει συγχώρεση και της δίνει τη διεύθυνση του σπιτιού του. Μάλιστα, αποδεικνύεται ζηλιάρης όταν ακούει από εκείνη ότι τρέφει ελπίδες για έναν φοιτητή ιατρικής (παρατήρησα ότι το χαρτί – γράμμα που κρατάει στα χέρια της η κοπέλα από την πίσω του μεριά έμοιαζε με αναγγελία κηδείας…). Όπως ακούμε από τον αφηγητή, η μνήμη της Λίζας ήταν για εκείνον το μεγαλύτερο βασανιστήριο. Και όταν ερχόταν σπίτι του, θα έβλεπε πού ζούσε. Το άθλιο υπόγειο…

Σύμφωνα με τον αφηγητή, το χειρότερο πράγμα για τον άντρα είναι η μάσκα και το προσωπείο που χρειάζεται να φορέσει. Ποιος άνθρωπος όμως δεν φοράει «μάσκες» για να σταθεί και να επιβιώσει; Ποιος δεν κρύβεται για να μπορέσει να ζήσει;

Τρεις ημέρες παρέρχονται και η Λίζα δεν τον έχει επισκεφθεί. Ο άντρας όμως με τη φαντασία του, την «δημιουργεί». Την σώζει, την μορφώνει και την εκπαιδεύει. Ο συγγραφέας μας βάζει στη σκέψη μήπως τελικά η αγάπη για ένα άλλο πρόσωπο δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα της φαντασίας μας όπως μας εξυπηρετεί, όπως μας αρέσει τελικά…

Η Λίζα όμως έρχεται τελικά στο υπόγειο (όντως ή είναι ψευδαίσθηση ακόμα;). Κι ενώ ο άντρας λέει ότι δεν ντρέπεται για τη φτώχεια του, κατόπιν αντιστρέφει τη δήλωση αυτή, όπως έχει ξανακάνει στο έργο. (Υπάρχει άραγε άνθρωπος που δεν αισχύνεται για όσα δεν έχει, όσα του λείπουν, όσα δεν κατάφερε; Όσο κι αν υποστηρίζει το αντίθετο…) Είναι εγωιστής και πληγωμένος. Προσβάλλει τη Λίζα και την μειώνει (της δίνει χρήματα που εκείνη απορρίπτει, απαιτεί από εκείνη να πει τσάι) ενώ παράλληλα θυμάται πώς άλλοτε τον είχαν προσβάλει θαμώνες σε γεύμα. Δεν τον νοιάζει αν ο κόσμος καταστραφεί, παραδέχεται ότι δεν μπορεί να σώσει ούτε τον εαυτό του, μετανιώνει που έδωσε τη διεύθυνση στην κοπέλα, αυτοαποκαλείται «κάθαρμα», ομολογεί το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τον διακατέχει (δίψα για εξουσία) και δηλώνει πως η προσβολή είναι κάθαρση. Ο πόνος των άλλων είναι απόδειξη ζωής ενώ όλοι μας είμαστε «νεκροζώντανοι».

Το φινάλε γίνεται με σύνδεση με το σήμερα όπου η τεχνολογία επικρατεί, τη μεγαλύτερη όμως σημασία έχουν μόνοι οι άνθρωποι. Ένα ακόμη βίντεο με νερά καταρράκτη και αναφωνήσεις του άντρα που αποθεώνει και κατακεραυνώνει το υπόγειο είναι τα τελευταία στοιχεία της παράστασης που επισφραγίζουν μια πολύ αξιόλογη απόδοση του ρωσικού αριστουργήματος.

Ο Δημήτρης Πιατάς είναι ένας σπουδαίος θεατράνθρωπος, βγαλμένος απευθείας μέσα από το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφκσι. Η Κατερίνα Μισιχρόνη υπήρξε μια πολύ καλή επιλογή ως Λίζα, η σκηνοθεσία ήταν μια πραγματική έμπνευση καθ’ όλα!

 

Ο Ντοστογιέφσκι είχε πει ότι όλοι έχουμε βγει μέσα από το Παλτό του Νικολάι Γκόγκολ κι εγώ θα τολμήσω να πω πως όλοι προερχόμαστε από το Υπόγειό του... 


Κάθε Δευτέρα – Τρίτη και Τετάρτη στις 20.30 στο θέατρο Βρετάνια.

 

 

Ταυτότητα Παράστασης

Το Υπόγειο του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι

Σκηνοθεσία – Θεατρική προσαρμογή: Πάνος Αγγελόπουλος

Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου

Χορογραφία: Άρτεμις Ιγνατίου

Κοστούμια: Ανδρομάχη Μοντζολή

Σκηνικά: Γιάννης Ζημιανίτης

Βοηθός Σκηνοθέτη: Kατερίνα Πανταζοπούλου

Video art: Τάσος Ψαλιδάκης & Νίκος Μυλωνάς

Φωτογραφίες: Κοσμάς Ινιωτάκης

Επικοινωνία-Δημόσιες σχέσεις: Μαρία Καλίτση

Παραγωγή: Sound & Picture Theatre Production – Humanergon A.M.K.E.

Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Πιατάς & Κατερίνα Μισιχρόνη

Συμμετέχει ο Κωνσταντής Ζημιανίτης και ομάδα χορού

Διάρκεια: 90 λεπτά

 

Teaser: https://www.youtube.com/watch?v=yIpITPROjMQ

Comments