Ο ΠΟΥΠΟΥΛΕΝΙΟΣ: ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

 


Ο ΠΟΥΠΟΥΛΕΝΙΟΣ

του Μάρτιν Μακντόνα

Σύγχρονο Θέατρο

Ευμολπιδών 45 Γκάζι

 

Το έργο έλαβε το βραβείο Olivier 2004 για το καλύτερο νέο έργο, το 2004-2005 το βραβείο New York Drama Critics' Circle Award για το καλύτερο νέο ξένο έργο και δύο βραβεία Tony για την παραγωγή. Προτάθηκε, επίσης, για το Βραβείο Evening Standard 2004 για το καλύτερο νέο έργο.

 

Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης

Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη

 

Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί (αλφαβητικά): Αργύρης Αγγέλου, Νίκος Πουρσανίδης, Γεράσιμος Σκαφίδας, Αλέκος Συσσοβίτης

 

Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου την παράσταση της Παρασκευής 29 Νοεμβρίου 2024 (στις 21.15)

 

 

«Άντε γαμήσου και ηρέμησε! Καθαρίζουμε πότε-πότε ζώα, όπως εσύ, αλλά δεν είμαστε ζώα…»

 

  Δεν είναι η πρώτη φορά που το θέατρο θέτει στο στόχαστρό του την οικογένεια και την αποκαθηλώνει προβάλλοντας τη νοσηρή της εκδοχή και τη δυσλειτουργία της εις βάρος των παιδιών, που είναι διαχρονικά και οικουμενικά τα αθώα και ανυποψίαστα μέλη – θύματά της. Η επικράτηση του κακού και η διαιώνιση της βίας μέσω της αναπαραγωγής της ως απάντηση και αντίδραση στον εαυτό της είναι γνώριμα δραματουργικά χωράφια όπως είναι και τα απολυταρχικά καθεστώτα και όσες διεστραμμένες προσωπικότητες τα υπηρετούν. Στην περίπτωση όμως του Πουπουλένιου, o Ιρλανδός συγγραφέας Μακντόνα μεταβαίνει με τη γραφή του σε ένα εντελώς παρανοϊκό και ασύλληπτο σύμπαν, κάπου στον δυτικό κόσμο, πιθανόν και στην πατρίδα του, όπου η λέξη «γονείς» σημαίνει «βασανιστές» και κατά συνέπεια, «παραγωγοί» δυστυχισμένων και διαταραγμένων ατόμων, συχνά στον υπερθετικό βαθμό.

  Ο Κατούριαν (Κατούριαν) Κατούριαν  (Νίκος Πουρσανίδης) είναι ένας εμμονικός με αυτό που κάνει συγγραφέας τετρακοσίων ιστοριών με ανατριχιαστικό, ακραίο και άρρωστο περιεχόμενο. Ενίοτε ασυνάρτητο, απρόβλεπτο και σοκαριστικό. Παρότι ο Κατούριαν δεν παραδέχεται πως η θεματική των κειμένων του είναι μία και μόνο με συγγενείς παραλλαγές, στην πλειοψηφία τους οι ιστορίες αυτές αφορούν μικρά παιδιά που βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν τόσο από τους γεννήτορές τους όσο και από εξωτερικά της εστίας τους πρόσωπα. Οι αφηγήσεις των ιστοριών αυτών μέσα στο αστυνομικό τμήμα, όπου κρατείται και τιμωρείται ο άντρας, το αποδεικνύουν. Εξαίρεση αποτελεί μόνο η ιστορία με το «πράσινο γουρουνάκι» όπου δεν συναντάμε θανάτους, όμως αντιλαμβανόμαστε ένα νοσηρό υπόβαθρο και πάλι. Μαζί με τον Κατούριαν κρατείται και ο διανοητικά ανάπηρος αδελφός του Μίσαλ (Αργύρης Αγγέλου). Παρότι ενήλικος, λόγω της πνευματικής του υγείας φοιτά σε ειδικό σχολείο και επηρεασμένος από τα γραφόμενα του αδελφού – προστάτη του έχει μετουσιώσει την αρρωστημένη φαντασία σε πραγματικά εγκλήματα εις βάρος παιδιών. Ο εγκλεισμός τους στο τμήμα, λίγο πριν έρθει η στιγμή του πυροβολισμού τους χωρίς καν να δικαστούν λόγω προφανώς της δικτατορίας που επικρατεί ως καθεστώς και παρέχει απόλυτη εξουσία στους αξιωματικούς της αστυνομίας, είναι η μεγάλη και τελευταία τους ευκαιρία να μιλήσουν ανοιχτά για τα παιδικά τους χρόνια, τους γονείς τους που συμπεριφέρθηκαν ως κτήνη, τις πληγές τους, τα βιώματά τους που τους σημάδεψαν ανεπανόρθωτα, τις ιστορίες του Κατούριαν, τα εγκλήματα του Μίσαλ, το τι είναι αλήθεια και το τι είναι ψέμα, ενώ συνάμα η επαφή τους με τους δύο αστυνομικούς τον Άριελ (Γεράσιμος Σκαφίδας) και Τουπόλσκι (Αλέκος Συσσοβίτης), επίσης πρόσωπα με άσχημα παιδικά χρόνια λόγω των γονέων τους, θα τους κάνουν να συνειδητοποιήσουν την πραγματική ταυτότητα και την υπόστασή τους.

  Για τον Κατούριαν, ας πούμε, τα γραπτά του είναι πιο σημαντικά κι από την ίδια του τη ζωή ακριβώς διότι θα τον καταστήσουν αιώνιο. Το γεγονός ότι τον περιμένει ο θάνατος δεν τον τρομάζει, η ιδέα όμως πως οι δύο αστυνομικοί μπορεί να κάψουν τις ιστορίες του τον κάνει να επαναστατεί και να εκφράζει χωρίς φόβο την αντίθεσή του. Ο τόνος της φωνής του ανεβαίνει και νωρίτερα όταν ανησυχεί για τον Μίσαλ που βρίσκεται στο διπλανό κελί, σε ένα δηλαδή εντελώς ξένο χώρο για αυτόν που λόγω της κατάστασής του δεν θα μπορεί να διαχειριστεί. Φοβάται για λογαριασμό του, τον νοιάζεται και τον έχει ως προτεραιότητα στη ζωή του (γι’ αυτό ακριβώς και τιμώρησε τους γονείς τους που τον κλείδωναν και τον έκαναν να μαρτυράει όταν ήταν μικρός). Εντούτοις, ο Κατούριαν θα είναι και αυτός που θα του δώσει τη λύτρωση με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Μια λύτρωση – μονόδρομο, που έτσι κι αλλιώς, θα ερχόταν ως ποινή από την αστυνομία με συνοπτικές διαδικασίες. Εις βάρος τους, υπάρχουν ατράνταχτες αποδείξεις που δεν περιορίζονται μόνο στις σελίδες των ιστοριών του Κατούριαν αλλά αποτελούν αποτροπιαστικά, απτά στοιχεία που καταδικάζουν τα δύο αδέρφια και ας μην έχουν διαπράξει από κοινού τους φόνους. Ο Κατούριαν θεωρείται το λιγότερο ηθικός αυτουργός ενώ όταν ομολογεί πράξεις που δεν έχει κάνει μόνο και μόνο γιατί θέλει να μοιραστεί το τέλος της ζωής του με τον Μίσαλ, ο Άριελ τον προτρέπει να το ξανασκεφτεί. Είναι πολύ ευφυής. Για την ακρίβεια, διαθέτει μια παράξενη οξύνοια που έχει καλλιεργήσει μέσα από τις τραγικές του εμπειρίες. Έτσι, καταλαβαίνει γρήγορα ότι ο Άριελ υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα του για χρόνια ενώ εύκολα εικάζει πως ο Τουπόλσκι έχει χάσει το παιδί του… Τα δέκα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής του που τελικά ο Τουπόλσκι του στερεί κατά το ήμισυ, δεν τα αξιοποιεί για προσευχή ή θετικές σκέψεις την ύστατη στιγμή αλλά για να σκεφθεί μια προσθήκη για την αγαπημένη ιστορία του Μίσαλ, τον «Πουπουλένιο». Ο «Πουπουλένιος» είναι μια ιστορία που ο κεντρικός ήρωας δεν σκοτώνει παιδάκια αλλά τα παροτρύνει να αφαιρούν την ίδια τους τη ζωή καθώς το μέλλον που τα περιμένει στην ανώμαλη οικογένειά τους είναι τουλάχιστον ζοφερό και με φρικτή κατάληξη. Η όψη του δεν είναι φιλική και τρυφερή όπως και το όνομά του. Μάλλον τρομακτική και άγρια θα την χαρακτήριζε κανείς στην πραγματικότητα, ιδίως το πρόσωπό του. Και στο τέλος χάνεται έτσι απλά. Ξεθωριάζει και χάνεται, όπως ακούμε, «οπουδήποτε» αορίστως. Σε αντίθεση με τον μικρό Πουπουλένιο, έναν παράλληλο χαρακτήρα της εν λόγω ιστορίας του που ως παιδί που επίσης βασανίζεται, ανάβει ένα σπίρτο, αυτοκτονεί και ησυχάζει δια παντός. Και είναι εξόφθαλμη η σύνδεση του ήρωα Πουπουλένιου με τα μαξιλάρια – αντικείμενα φόνου στο παρελθόν και στο τώρα.

  Το σύμπαν του Μακντόνα στον Πουπουλένιο είναι από τα πιο σκοτεινά, τα πιο αδιέξοδα και τα πιο ισοπεδωτικά που συναντάει κανείς στη δραματουργία. Και οι τέσσερις χαρακτήρες του, δυστυχείς και βαθιά τραυματισμένοι, δεν έχουν καμιά ελπίδα βελτίωσης. Τόσο τα δύο αδέρφια όσο και οι δύο αστυνομικοί που παραμένουν ζωντανοί. Το μόνο που παρηγορεί τον Άριελ είναι πως χάρη στο έργο του στην αστυνομία θα καταφέρει να σώσει μικρά παιδιά και όταν πια αυτός θα είναι συνταξιούχος εκείνα θα τον κερνάνε καραμέλες σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Ο Τουπόλσκι πάλι αισθάνεται κάτι παραπάνω από απλός αστυνομικός. Αισθάνεται, όπως δηλώνει, «εξιχνιαστής» εγκλημάτων ενώ όπως με κυνισμό λέει «δεν έχει θεωρία για τον κόσμο γιατί ο κόσμος είναι μάτσο σκατά». Η επαναλαμβανόμενη από εκείνον όλο μίσος λέξη «γαμημένα» τόσο για τα παιδιά όσο και για διάφορα αντικείμενα αποδίδεται ενδεχομένως αφενός στον κακοποιητικό του πατέρα τον οποίο μιμήθηκε σε όλα τα σημεία (βία, αλκοόλ) και αφετέρου στην απώλεια του γιου του. Πρόκειται για ένα κείμενο δύσκολο στην παρακολούθηση με μεγάλες, μακράς διάρκειας σκηνές, με σκληρές αφηγήσεις παρόλα τα μικρά διαλείμματα μαύρου χιούμορ, ένα κείμενο που καταγγέλλει το κοκτέιλ βία – διαστροφή, τα απολυταρχικά καθεστώτα όπου κανείς δεν κρατάει τον λόγο του, όπου η υπεράσπιση των ενόχων περιττεύει, όπου οι λειτουργοί του ηδονίζονται με το ξύλο και τη γραφειοκρατία ενώ καθετί γραπτό συνιστά το πιο πιθανόν και ένα σύμβολο – πολιτικό υπονοούμενο ικανό για ανατροπή.

  Η σκηνοθεσία ανήκει στον Νικορέστη Χανιωτάκη, σ’ αυτόν τον τόσο ταλαντούχο καλλιτέχνη που με μοναδική μαεστρία έστησε μια εξαιρετική, χορταστική, όλο ένταση και δράση παράσταση εκμεταλλευόμενος την περιστροφική σκηνή αλλά και εισάγοντας χαρακτηριστικές, μοναδικές, φιγούρες εν είδει θεάτρου σκιών για να αναπαραστήσει την εξιστόρηση των τερατουργημάτων του Κατούριαν.

  Ο Νίκος Πουρσανίδης, τι να πει κανείς για αυτόν τον ηθοποιό που υποδύθηκε τον συγγραφέα, έναν ρόλο μεγάλης ερμηνευτικής δυναμικής με ένα κείμενο χειμαρρώδες, πληθωρικό, ασυγκράτητο, εξαντλητικό θα έλεγα. Ενσάρκωσε άριστα έναν χαρακτήρα ευαίσθητο και αποφασιστικό μαζί. Τρυφερό και ανθεκτικό ταυτόχρονα.

  Παρόμοιες σκέψεις έκανα κατά τη διάρκεια της θέασης και για τους τρεις άλλους υποκριτές του θιάσου. Τον Αργύρη Αγγέλου που πέτυχε απόλυτα τον αδερφό με νοητική υστέρηση και δολοφόνο, τον Γεράσιμο Σκαφίδα που έπαιξε τον Άριελ (πολύ καλή η ιδέα της κόμμωσης με τα μαλλιά του όρθια!), τόσο πειστικά αλλά και τον Αλέκο Συσσοβίτη φυσικά που απέδωσε τόσο σωστά τον ρόλο του συμπλεγματικού Τουπόλσκι.  Και οι τέσσερίς τους έδεσαν φανταστικά δημιουργώντας ένα απολαυστικό υποκριτικό κουαρτέτο. Μπράβο!

 

Λοιποί Συντελεστές:

Σκηνικά: Μαρία Φιλίππου

Κοστούμια: Ιωάννα Καλαβρού

Μουσική: Γιάννης Μαθές

Κίνηση: Φαίδρα Νταϊόγλου

Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιωάννα Αγγελίδη

Φωτογραφίες & Trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας

Social media: Loox media

Εκτέλεση παραγωγής: Χρύσω Χαραλάμπους

Διεύθυνση & Οργάνωση παραγωγής: Μαρία Αναματερού-Αναστασία Γεωργοπούλου

Συμπαραγωγή: Νέο Σύγχρονο Θέατρο ΑΜΚΕ – Σκαφίδας – Δωροπούλου Ε.Ε. {Γ.Ι.Δ.Σ.}

 

Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=rzz85B5oVMY

Comments