ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ''ΑΓΡΙΟΠΑΠΙΑ'' ΤΟΥ ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ
Η ΑΓΡΙΟΠΑΠΙΑ
Σκέψεις και σχόλια γύρω από το δράμα του Ίψεν
Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου
ΑΓΡΙΟΠΑΠΙΑ του Ίψεν και επιμέρους ιδέες
Ας φανταστούμε ότι η ''Αγριόπαπια'' του Ίψεν είναι ένας ευμεγέθης πίνακας ζωγραφικής, σαν αυτούς τους πελώριους, εντυπωσιακούς που καταλαμβάνουν σχεδόν έναν τοίχο αρκετών τετραγωνικών μέτρων σε γαλλικό μουσείο τέχνης. Στο κέντρο του δεσπόζει το βασικό θέμα, η κύρια δηλαδή ιδέα του δημιουργού που εν προκειμένω πρόκειται για την αμφιταλάντευση μεταξύ ζωτικού ψεύδους και ακραίας ειλικρίνειας (ειλικρινίτιδας, όπως χαρακτηριστικά ακούγεται στο έργο). Οι περισσότεροι λοιπόν αναλυτές και σχολιαστές είθισται να εμμένουν υπέρμετρα, θα έλεγα, πάνω σε αυτή την ιδέα του μετεωρίζεσθαι ανάμεσα στις δύο επιλογές/στάσεις ζωής παραβλέποντας τις ευάριθμες και αξιοσημείωτες παράπλευρες ιδέες του μέγιστου Νορβηγού δραματουργού.
Αν απομονώσουμε ιδιαιτέρως το δίλημμα αυτό, ψέματα ή αλήθεια, πού θέλουμε να βασίσουμε τον βίο μας και τι μας πονάει πιο πολύ τελικά, θα διαπιστώσουμε ότι μη μελετώντας τις επιμέρους ιδέες θα απωλέσουμε και την ουσία της κεντρικής.
Ο πίνακας ζωγραφικής με τον οποίο παρομοίασα την Αγριόπαπια έχει πλην του μέσου του και πολλές πολλές λεπτομέρειες τριγύρω του. Τα στοιχεία αυτά που πλαισιώνουν και εμπλουτίζουν και στηρίζουν και καθιστούν πληρέστερο το κυρίως θέμα δεν είναι αμελητέα παρατήρησης. Εξάλλου, συχνά σε μια σχετική ξενάγηση, ιδανικά από έναν θεωρητικό τέχνης, επισημαίνονται οι πινελιές του καλλιτέχνη από ποικίλες θέσεις σε σχέση με τον πίνακα.
Θα προσπαθήσω να αναφερθώ σε κάποια ορατά παραδείγματα μιας που το εν λόγω δραματικό κείμενο χρήζει μακράς και πλούσιας ανάλυσης.
Το ζωτικό ψεύδος ας πούμε, το ψέμα δηλαδή που αποτελεί το τέλειο συντηρητικό σε μια ισορροπία που από κάτω της κρύβονται πολλά μυστικά ικανότατα να την ανατρέψουν, δεν αφορά μόνο τον μέτριο και αφελή εν μέρει φωτογράφο. Αφορά και την ίδια την Γκίνα, τη σύζυγό του, που σαφώς γνωρίζει και δεν μιλά, που προσπαθεί εξαιτίας της απιστίας της στο παρελθόν να θεραπεύσει την κατάσταση στο σπίτι με το να μεριμνά για τα πάντα (ακόμα και φωτογράφος έχει γίνει η ίδια εμπειρικά), να έχει δεχτεί τον πεθερό της και τα προβλήματά του για οποία βεβαίως δεν ευθύνεται εκείνη, να παλεύει να αποδομήσει τον Γκρέγκερς που εισβάλλει και καταρρίπτει την καθεστηκυία τάξη (τον κατηγορεί πχ με την κακή χρήση της σόμπας). Εν ολίγοις, ο φωτογράφος που αγνοεί και εκείνη που γνωρίζει έχουν ως βάση της ζωής τους το ψεύδος. Κι οι δύο όμως μαζί, στηρίζουν τη χαρά του παιδιού τους, της 14χρονης κόρης τους, επίσης στο ψέμα. Το κορίτσι τους ξέρει αφού αντιλαμβάνεται κιόλας ότι έχει αδύναμη όραση δεν ξέρει όμως πως η υγεία της μόνο χειρότερα θα πηγαίνει. Εκεί προοικονομείται (και φυσικά δεν είναι και η μοναδική φορά) ο θάνατός της. Ο πατέρας της δηλώνει σχεδόν σαν ποιητής στον Γκρέγκερς: ''Τιτιβίζει σαν πουλάκι και πετάει προς το αιώνιο σκοτάδι...''. Στην ανειλικρίνεια όμως πατάει και η ζωή του παππού της οικογένειας. Το ηρωικό του παρελθόν οπότε και διέπρεπε στον στρατό (είχε σκοτώσει εννιά αρκούδες, απόδειξη ανδρείας και αξιοσύνης για έναν υπολοχαγό), η ανάμνηση των κατορθωμάτων του και η τότε ένδοξη παρουσία του συνεχίζονται με την ψευδαίσθηση του κυνηγιού μέσα στη σοφίτα του σπιτιού όπου και διαμένουν οικογενειακώς... Κουνέλια και έτερα ζώα - συνήθη θηράματα αποτελούν ζωντανά στοιχεία που διατηρούν το μεγαλείο του πάλαι ποτέ σπουδαίου άνδρα που καταστράφηκε κατόπιν καταδικαστικής απόφασης για παράνομη υλοτομία. Σε αυταπάτη ζει ο φωτογράφος και για τον λόγο του ότι οραματίζεται το σχεδόν αδύνατο. Να εφεύρει κάτι φοβερό και πρωτότυπο σε σχέση με την τέχνη του, να κατοχυρώσει το πνευματικό δικαίωμα που προκύπτει από αυτή την εφεύρεση και να λύσει έτσι τα όποια οικογενειακά θέματα υπάρχουν σε οικονομικό και ηθικό επίπεδο. Σε αυταπάτη ζει και η μητέρα όταν χρησιμοποιεί το όνομα του Θεού για τον Γκρέγκερς και την αποκάλυψη της πατρότητας ενώ η ίδια έχει αμαρτήσει, σε ψεύδος ακουμπάει και τη ζωή του ο θεολόγος - οικοδιδάσκαλος Μόλβικ εξαιτίας του γιατρού (ειδάλλως θα κατέληγε, όπως ακούμε, στην αυτο-περιφρόνηση). Όλοι λοιπόν οι δραματικοί χαρακτήρες, με εξαίρεση τον Γκρέγκερς, επιβιώνουν χάρη στο ψέμα και την υποκρισία, την αυταπάτη και τα άπιαστα όνειρα. Θιασώτης μάλιστα του ψεύδους όταν αυτό έχει λειτουργική χροιά είναι ο γιατρός Ρέλινγκ.
Οι αναλυτές του συγκεκριμένου έργου επαναλαμβάνουν πως ο Ίψεν συντάσσεται μάλλον με την ''ειλικρινιτίδα'' από την οποία πάσχει ο φίλος του φωτογράφου και νεοεισελθείς νοικάρης. Ψυχρή λογική, τετράγωνος νους, πρακτικό μυαλό και καθάρια αλήθεια τα μόνα συστατικά για την ευτυχία του ατόμου. Ωστόσο, αφήνεται με ενάργεια να φανεί ότι η αλήθεια δεν επιφέρει πάντα τη χαρά και όλοι οι άνθρωποι δεν είναι καμωμένοι από τα ίδια υλικά. Έτσι, ο Γκρέγκερς θεωρεί την αποκάλυψη της αλήθειας σωστό βάλσαμο και την έδρα για μια νέα, υγιή αρχή ενώ ο Έκνταλ καταρρέει αφού την πληροφορηθεί τόσο που ο εγωισμός του σε συνδυασμό με την απογοήτευσή του τον ωθούν σε καθοριστικά λάθη. Έτσι, σπρώχνει την ήδη εύθραστη κόρη του στον θάνατο. Κι ιδού ένα σπουδαίο ερώτημα που τίθεται από τον Νορβηγό συγγραφέα: Γιατί πληγώνουμε τους αθώους; Γιατί οι αθώοι πληρώνουν τα λάθη των άλλων; Πώς ξαφνικά γίνονται παρείσακτοι, όπως ακούμε, ενώ εκείνοι αγαπούν αληθινά, άδολα, αφοπλιστικά τόσο που θυσιάζουν ό,τι πολυτιμότερο έχουν; Γιατί ο θυμός μας αποκαρδιώνει τόσο που ξεστομίζουμε σκληρά λόγια που ούτε εμείς τα πιστεύουμε; Γιατί ο φωτογράφος αναρωτήθηκε τόσο αργά για τη γενναιοδωρία του γερο-Βέρλε; Μήπως το ψεύδος δεν είναι μόνο άγνοια αλλά και εκούσια εθελοτυφλία; Τέλος, η Γκίνα, που παρουσιάζεται ως δόλια ως επί το πλείστο, τι θέση είχε στην κοινωνία; Νυν σύζυγος ενός άντρα που θέλει διαρκώς σπρώξιμο για να εργαστεί και πρώην υπηρέτρια του επιχειρηματία γερο-Βέρλε που την εκδίωξε με άσχημο τρόπο από την οικία του. Μετά την ξανασυνάντησε και την κατέστησε έγκυο μα ποτέ ασφαλώς δεν θα την έκανε γυναίκα του... Μην ξεχνάμε πόσο ο Ίψεν αγαπούσε τις γυναίκες και τις πρόβαλλε μέσα από τα έργα του σε μια εποχή που δεν είχαν καθόλου σχεδόν δικαιώματα (Ας θυμηθούμε τη Νόρα που δεν είχε δικαίωμα να λάβει δάνειο από την τράπεζα γιατί ήταν γυναίκα...)
Η εκλογίκευση των πάντων δεν οδηγεί απαραίτητα στην ευτυχία, ο γάμος είναι μάλλον απορριπτέος καθώς στην πλειοψηφία τους οι γάμοι αποτυγχάνουν, κανένας άνθρωπος δεν είναι υγιής πραγματικά, αξία στη ζωή δίνει η αγάπη, ο άνθρωπος πρέπει να χει στόχους και να είναι ανεξάρτητος, ο πλούτος εξαγοράζει τη δικαιοσύνη, μια εφεύρεση θέλει έμπνευση και η έμπνευση χρειάζεται απομόνωση για να έρθει, ο ηλικιωμένος άνθρωπος έχει ανάγκη από αξιοπρέπεια (ο παππούς δουλεύει ως αντιγραφέας σ' αυτή την ηλικία...), το σώμα υποτάσσεται στις επιταγές της σάρκας (βλέπε το φαγητό που χρειάζεται ο φωτογράφος παρόλο το σοκ), η προσευχή έχει νόημα μόνο το βράδυ καθώς το πρωί έχει φέξει πια και άρα έχει δοθεί και πάλι η ευκαιρία για ζωή άλλη μια μέρα (ίσως ήπιο ειρωνικό σχόλιο εδώ), ένας άνδρας δεν μπορεί να διαχειριστεί πως κάτω από τη στέγη του μένει το παιδί της γυναίκας του αλλά όχι το δικό του τέκνο ενώ οι άνθρωποι αποκτούν μεγαλείο σαν θρηνούν πάνω από ένα λείψανο... Πολλές δεκάδες, χωρίς υπερβολή, οι λεπτομέρειες που συμπληρώνουν και διανθίζουν, γεμίζουν και αναδεικνύουν το δίλημμα του Ίψεν.
Ατέρμονες ώρες μπορεί να μιλάει και να σχολιάζει το αριστούργημα αυτό κανείς, ένα πολύ σπουδαίο έργο που στην Ελλάδα τουλάχιστον έχει υστερήσει σε παραστάσεις δεδομένου ότι συχνότερα βλέπουμε να παρίστανται οι Βρικόλακες ή ο Αρχιμάστορας Σόλνες ή η Νόρα.
Η Έντβιγκ, η δεκατετράχρονη κόρη του Γιάλμαρ Έκνταλ και της Γκίνα στην ''Αγριόπαπια'' του Ίψεν ομοιάζει σε πολλά σημεία με τη Λώρα του ''Γυάλινου κόσμου'' του Τ. Ουίλιαμς. Δυο νεαρές κοπέλες με αναπηρία τόση που να μην τις αποκλείει από τη ζωή εντελώς αλλά αρκετή για τις περιορίζει στην οικογενειακή εστία όπου αρχηγός και λήπτης αποφάσεων είναι κυρίως η μητέρα της φαμίλιας. Μέσα από το ζωτικό ψεύδος της αγριόπαπιας η μεν και των γυάλινων μικρών ζώων η άλλη, εύθραυστες, ευαίσθητες και λεπτεπίλεπτες, αθώες και κατά συνέπεια εξαρτημένες, χρήζουσες προστασίας, ελαφρώς ψυχικά διαταραγμένες (ακούμε πως η Έντβιγκ πειραματίζεται με τη φωτιά), ολιγαρκείς καθώς είναι χαρούμενες με λίγα πράγματα και δεν ζητούν πολλά, δείχνουν εντελώς ξέχωρες από καθετί σκοτεινό, ψευδές και λερό. Απορρίπτονται, η μία από αυτόν που γνωρίζει ως πατέρα και η έτερη από τον Τζιμ που δυνητικά θα της χάριζε την ευτυχία. Απογοητεύονται αμφότερες και βιώνουν την απόλυτη, ολοκληρωτική και καθοριστική μοναξιά στην οποία δεν υπάρχει αντίδοτο.
Οι φωτογραφίες είναι από την παράσταση που ανέβηκε το Σάββατο 7/9/2024 στο Παλαιό Πανεπιστήμιο (Μουσείο Ιστορίας) στα Αναφιώτικα της Πλάκας, οδός Θόλου 5 και θα παιχτεί και εφέτος στο θέατρο Εκάτη της Κυψέλης σε σκηνοθεσία της Βαλεντίνης Λουρμπά.
Comments
Post a Comment