ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: "ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ''. ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΡΙΤΟ: ΠΟΡΤΟΚΑΛΑΔΑ ΧΩΡΙΣ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟ

 





ΠΟΡΤΟΚΑΛΑΔΑ ΧΩΡΙΣ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟ


 

Διήγημα της Μαρίνας Αποστόλου


Ακούστε το εδώ: https://drive.google.com/file/d/1pPAY7ltbm2pPdQ_echgJJTGLFRmTFV68/view?usp=drive_link


  Εκείνο το καλοκαίρι δεν θα πηγαίναμε στο χωριό για διακοπές. Οι γονείς μας είχαν αποφασίσει να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να νοικιάσουν ένα σπίτι όχι μακριά από την Αθήνα, για ένα μήνα. Επιπλωμένο βέβαια με κουζίνα. Ο πατέρας είχε φροντίσει να πάει από νωρίς με τον θείο μας, δηλαδή τον αδελφό του, για να βρουν το σπίτι αυτό που θα χωρούσε πενταμελή οικογένεια και που θα ήταν κοντά στη θάλασσα ούτως ώστε να πηγαίνουμε όλοι μαζί με τα πόδια για μπάνιο. Η περιοχή θα ήταν στη Νότια Εύβοια και πιο συγκεκριμένα θα ήταν το παραθαλάσσιο χωριό του Αλμυροπόταμου. Ήσυχο, απλό, οικογενειακό και βολικό. Η συμφωνία έκλεισε για ολόκληρο τον Αύγουστο με όχι φθηνό νοίκι για το σπίτι, χώρια ό,τι έγραφε ο μετρητής της ΔΕΗ συν «κάτι για το νερό», έτσι αόριστα και στο περίπου. Ήταν καλοκαίρι του 1988.

  Σαν φτάσαμε όλοι μαζί με τα συμπράγκαλά μας στο ψαροχώρι με το φέρι μποτ, δεν ενθουσιαστήκαμε ιδιαίτερα. Όχι βέβαια πως ήμασταν πολυταξιδεμένοι και πως είχαμε μέτρο σύγκρισης και όχι πως σε εκείνη την ηλικία μπορούσαμε να αντιδράσουμε. Αυτό ήταν, αυτό μας διαλέξανε, τόσο μπορούσανε να πληρώσουνε, εκεί θα έβγαινε ο μήνας. Και ευχαριστώ να λέγαμε που αποφύγαμε το χωριό. Μόλις είδαμε το σπίτι που θα μέναμε, σε όχι μεγάλη απόσταση από το λιμάνι, διαπιστώσαμε ότι θα κοιμόμασταν κάθε βράδυ στο ισόγειο του κτηρίου σε δύο μικρά δωματιάκια με δικό μας μπάνιο αλλά με κοινή με τον ιδιοκτήτη κουζίνα. Μια κουζίνα μια σταλιά, που με την τεράστια κοιλιά που είχε ο εν λόγω νοικοκύρης ίσα που χωρούσε ένα ακόμα άτομο να περάσει. Χώρια το περίεργο, αν όχι άσχημο, σίγουρα αμήχανο, συναίσθημα που βίωνες με έναν ξένο σε έναν χώρο όπου φυλάς τρόφιμα, θες να πλύνεις το πιάτο σου ή να μαγειρέψεις κάτι λίγο. Άσε που κάτι λίγο να ετοιμάσεις για πέντε άτομα, πώς θα γινόταν; Κάτι πολύ θέλαμε και μάλιστα κάθε μέρα. Και τις 31 ημέρες.

  Στον πρώτο όροφο έμενε άλλη οικογένεια. Νοικάρηδες και αυτοί του καλοκαιριού. Γνωριστήκαμε. Χαιρετιόμασταν όταν βλεπόμασταν στην αυλή, στην έξοδο, τα βράδια που όλοι μαζευόμασταν πίσω μιας που δεν είχε τίποτα να κάνεις και πουθενά να πας ιδιαίτερα στο χωριό. Ήταν κοινωνικοί άνθρωποι, φιλικοί. Ο ιδιοκτήτης ήταν ευχαριστημένος με την πάστα μας. «Ωραία οικογένεια!» είχε σχολιάσει μόλις μας είδε και τους πέντε μαζί. Στην κουζίνα μπορεί να βλέπαμε ενώ δεν θέλαμε τη φάτσα του και ο όγκος του να έκλεινε τον χώρο, μα κακός δεν ήταν. Ούτε ενοχλούσε κατά βάθος. Κι οι μέρες περνούσαν ήσυχα, με μπάνιο δυο φορές την ημέρα και νόστιμο φαγητό, συχνά με ψάρια παχουλά στα κάρβουνα, σκέτα λουκούμια.

  Μετά το απογευματινό μπάνιο, τραβούσαμε κατά τα καφενεδάκια της παραλίας. Ήταν συμπαθητικά. Η μητέρα μου και μετά η γιαγιά μου (όταν ήρθε να μας δει για λίγες ημέρες μαζί με την ξαδέρφη μου που δεν είχε την υγεία της και γι’ αυτό το γεγονός της φιλοξενίας ο νοικοκύρης δεν γκρίνιαξε καθόλου) μου παίρνανε πάντα πορτοκαλάδα μπλε να πιω για να δροσιστώ σε συνδυασμό με ένα ήπιο αεράκι που φυσούσε και μας χάιδευε γλυκά το πρόσωπο όσο σουρούπωνε. Πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό, το σωστό αναψυκτικό για τα παιδιά. Γλυκιά, στυφή στο τέλος, σε λίγωνε αλλά δεν σε φούσκωνε. Και αυτό εξάλλου έκανε όλος ο κόσμος που κερνούσε παιδιά κάτω, ας πούμε, των δέκα ετών. Και ήταν μια χαρά κατάλληλο τρατάρισμα και ασφαλώς πιο φτηνό από ένα παγωτό.

  Στο χωριό, ομοίως, εκεί που θα πηγαίναμε αν δεν είχαμε πληρώσει σπίτι στον Αλμυροπόταμο, βγαίναμε τα βράδια στην πλατεία και συναντούσαμε συγγενείς που λίγο πολύ κάτι μας κερνούσαν εμάς τα παιδιά. Μέσα σ’ αυτούς κι ένας θείος του πατέρα μου, ίδιος ο συγχωρεμένος ο παππούς μου, καρμπόν που λέγαμε και τότε, που είχε ασπρίσει ολάκερος από πολύ νέος αλλά και που είχε τεκνοποιήσει και από πολύ μικρός και έτσι ενώ ήταν περίπου σαράντα χρονών, είχε ήδη παιδιά ενήλικα. Εκτός όμως από τα άσπρα μαλλιά και τα ενήλικα παιδιά, είχε και χρέη μεγάλα με τα χωράφια του. Και αυτά τα χρέη δεν είχε τρόπο να τα πληρώσει και έτσι μεθοκοπούσε κάθε μέρα στο καφενείο και όταν έβλεπε εμάς, τα εγγόνια του πεθαμένου του αδερφού, πάντα μας πρόσφερε από μια πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό. Κι όσο εμείς την πίναμε σιγά σιγά καθισμένοι δίπλα του στο καφενείο, αυτός μας κοιτούσε και χαμογελούσε και θυμόταν τον παππού μας και τα μάτια του λάμπανε από πόνο, απογοήτευση και απελπισία κι ας ήταν πάντα γελαστός.

  Στο χωριό ήταν κοινό μυστικό το ξύλο που έτρωγε από τους δυο γιους του τους χασικλήδες για τα χρέη που είχε δημιουργήσει. Να βοηθήσει κανείς δεν μπορούσε, η γυναίκα του δεν είχε λεφτά από το σπίτι της ενώ η κόρη του είχε βγει και δούλευε σε μπαρ τις νύχτες φουμάροντας και πίνοντας και χαραμίζοντας την ομορφιά της… Τηλέφωνο δικό μας φυσικά δεν είχαμε στον Αλμυροπόταμο. Είχε μόνο ο νοικοκύρης και τον αριθμό τον είχαμε δώσει στους συγγενείς μας για να μας καλέσουν μόνο σε περίπτωση ανάγκης. Και να που η ανάγκη ήχησε τηλεφωνικά.

  «Πνίγηκε… Αυτοκτόνησε…», ανακοίνωσε η γιαγιά στον πατέρα μου. Η μάνα του. Όχι η γιαγιά που είχε έρθει επίσκεψη στον Αλμυροπόταμο αλλά η μάνα του πατέρα μου. Εκείνη πήρε να μας πει τα φοβερά μαντάτα. Να τα πει δηλαδή στον πατέρα μου. Πήρε, λέει, το φέρι μποτ Ρίο – Αντίρριο εκεί που έχει ρεύματα και σε ρουφάνε κάτω και αν πέσεις, κανείς δεν σε σώζει και πήδηξε. Δεν είχε επιλογή. Η ζωή του ήταν κόλαση, το ξύλο καθημερινό, οι οφειλές βουνό, το μεθύσι είχε πάψει να λειτουργεί σαν αναισθητικό κι έτσι όρμησε στα νερά που ενώνουν την Αχαΐα με την Αιτωλοακαρνανία και χάθηκε μέσα τους μέχρι να τον ψαρέψουν.

  Ο πατέρας μου δεν πρόλαβε να πάει στην κηδεία του. Άργησε και κάπως σχετικά να τον ειδοποιήσει η μάνα του. Αμέλησε. Έγινε σούσουρο στο χωριό. Τα δάκρυα από τα μάτια του δεν σταματούσαν, μόνα τους έτρεχαν αβίαστα όσο εκείνος έκοβε βόλτες πάνω κάτω στην παραλία καπνίζοντας διαρκώς, μη βρίσκοντας παρηγοριά, μη θέλοντας να μιλήσει σε κανένα. Πάνω κάτω, πάνω κάτω, μιλιά δεν έβγαζε και τα κατακόκκινα μάτια του σωστές βρύσες. Και η αιτία του θανάτου τα χρέη και το ξύλο και το χωριό να ασχολείται μόνο με τη μίνι φούστα που έβαλε η κόρη του στην κηδεία, ντροπής πράγμα. Αν είναι δυνατόν..!  

Comments