ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: ''ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ''. ΔΙΗΓΗΜΑ ΕΚΤΟ: Η ΠΙΑΤΕΛΑ ΜΕ ΤΑ ΕΠΙΔΟΡΠΙΑ

 




Η ΠΙΑΤΕΛΑ ΜΕ ΤΑ ΕΠΙΔΟΡΠΙΑ

 

Διήγημα της Μαρίνας Αποστόλου


Μπορείτε να το ακούσετε εδώ: https://drive.google.com/file/d/1yas-g_wp_9uYiBKTjMjL2wDXEPzwStAm/view 

 

  Το πρόσωπό του δεν ήταν ποτέ χαμογελαστό. Σπάνια έσκαγε το χειλάκι του κι αυτό δεν κρατούσε παρά κάποια δευτερόλεπτα. Μετά, το βλέμμα του έβγαζε πάλι προβληματισμό και θλίψη και οι μύες στα μάγουλά του σφίγγονταν ενώ το κεφάλι του χαμήλωνε προς τα κάτω και το ένα του χέρι έπιανε πολλές φορές το κούτελό του. Άλλοτε πάλι, έβγαζε τα γυαλιά μυωπίας που φορούσε, έτριβε τα μάτια του, ξαναφορούσε τα γυαλιά του και αφού είχε κοκκινίσει ελαφρώς τα μάτια του, κάποτε άναβε και τσιγάρο για να κάψει το ήδη πικρό του στόμα. Ήταν πενήντα και κάτι χρονών. Πόσο και κάτι κανείς δεν ήξερε και δεν είχε καμιά σημασία.

  Η γυναίκα του δούλευε ως νοσηλεύτρια, αποκλειστική. Σε παππούδες. Στην αρχή, όταν την είχε πρωτοπάρει δεν την άντεχε καθόλου. Δεν μπορούσε ο ένας να συνηθίσει τον άλλο. Ο ανιψιός του μάλιστα είχε διαδώσει, χρόνια μετά, πως είχε ερωμένες στα νιάτα του. Τότε, που έβγαζε λεφτά. Τα λεφτά που βγαίνανε από την επιχείρηση με τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα πολυτελείας που διατηρούσε κοντά στις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Είχε μερσεντές και τις νοίκιαζε σε τουρίστες. Είχε βεβαίως και υπαλλήλους που οδηγούσαν τις μερσεντές ως το αεροδρόμιο για να τις παραδώσουν στους πελάτες. Είχε χρεωθεί μέχρι τον λαιμό για να έχει το γραφείο αυτό μέχρι που έπεσε έξω. Και εκεί άρχισαν να τον ζώνουν τα φίδια. Είχε και δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Είχε κι ένα σπίτι στη Λακωνία, σ’ ένα χωριό στο Γύθειο κοντά.

  Ήταν ευγενικός κύριος και με τρόπους κομψούς. Ήξερε να συνοδεύει μια γυναίκα και να την σέβεται. Στα λόγια ήταν φειδωλός μιας που οι καημοί τού είχαν καταπιεί το γέλιο. Και δεν ήταν μονάχα η αποτυχημένη εταιρεία, οι οφειλές και ο σκληρός διακανονισμός με την εφορία που θα του στράγγιζε όλη τη σύνταξή του μέχρι να έκλεινε τα μάτια του, ούτε που από αφεντικό και κύρης είχε υποβιβαστεί σε έναν απλό υπάλληλο σε παρεμφερή με τη δική του επιχείρηση. Πιο πολύ τον έλιωναν άλλα, ακόμα πιο ζοφερά θέματα.

  Η κόρη του ήταν ψυχολόγος. Την είχε σπουδάσει στην Αγγλία. Ήταν άξια, έξυπνη και εργατική αλλά σκυθρωπή και λιγομίλητη και αυτή. Ο άντρας της, που είχε μακριά μαλλιά μέχρι κάτω και δέρμα μελαμψό, είχε σπουδάσει οικονομικές επιστήμες μα βαρέθηκε γρήγορα και βρήκε ψωμί ως δάσκαλος οδήγησης. Το σόι της γυναίκας του τον κορόιδευε και τον έλεγε, όχι μπροστά του φυσικά, «Ινδιάνο». Ο πατέρας της, εκτός από τις σπουδές της στην Αγγλία, δεν μπόρεσε να την προικίσει καλύτερα. Δεν είχαν μείνει λεφτά. Ούτε να την παντρέψει μπορούσε με γάμο ανοιχτό και καλεσμένους και πλουσιοπάροχο γλέντι. Γι’ αυτό και εκείνη έκανε πολιτικό γάμο, απλό, χωρίς πολλά άτομα και με ένα οικονομικό τραπέζωμα με τους τελείως απαραίτητους. Τα πολλά – πολλά  μεταξύ τους είχαν κοπεί, όλοι πάλευαν να επιβιώσουν και η όρεξη για αγάπες και συναναστροφές και πολύ διάλογο είχε μειωθεί στο ελάχιστο. Ούτε κι εκείνη ήταν πολύ χαμογελαστή. Φαίνεται πως η χαρά είχε εγκαταλείψει την οικογένειά τους ανεπιστρεπτί.

  Ο γιος του δεν ήταν τίποτα. Δεν είχε δηλαδή σπουδάσει τίποτα. Δεν τα χε καταφέρει. Υπέφερε από άγχος σε σημείο αρρώστιας κι έτσι είχε πάει χαμένος. Δεν μπορούσε να δουλέψει, να κερδίσει τη ζωή του. Συνέχεια ζούσε με άγχος και ανησυχία, ταραχή και αγωνία. Ενώ ήξερε να οδηγεί αμάξι, δεν το έπαιρνε ποτέ πάλι λόγω του άγχους που του γεννούσε η κίνηση στους δρόμους της Αθήνας. Κι έτσι, μετακινιόταν παντού με μηχανάκι που του επέτρεπε να χώνεται, να κόβει δρόμο και να προχωράει έστω και στη ζούλα. Κάθε βράδυ, κοιμόταν με ένα χασαπομάχαιρο κάτω από το μαξιλάρι του για να νιώθει ασφαλής. Τι φοβόταν ήταν ασαφές κι απροσδιόριστο κι αφού η ύπαρξη της μαχαίρας τον έκανε να νιώθει ήρεμος, οι γονείς του δεν μιλούσαν και το δέχονταν με την ελπίδα να μην το χρησιμοποιήσει ποτέ εναντίον τους πάνω σε ένα επεισόδιο καβγά και αντιθέσεων που θα αυξάνανε και πάλι το παθολογικό του στρες.      

  Η αγάπη του για το Παρίσι και η γοητεία που του ασκούσε η Πόλη του Φωτός τον έκαναν να γραφτεί στο Γαλλικό Ινστιτούτο και να ξεκινήσει να μαθαίνει γαλλικά. Ανέβαινε στην οδό Σίνα με το μηχανάκι του, πράγμα που του έδινε ανακούφιση αλλά και ανεξαρτησία. Κάποια στιγμή, αποφασίστηκε από το Ινστιτούτο και εκδρομή στο Παρίσι κι εκείνος δεν θα μπορούσε να λείπει. Έπρεπε όμως να βρει και τα λεφτά για τη συμμετοχή του, δηλαδή να πιέσει τον πατέρα του να του τα κάνει κουμάντο. Οι γονείς του τον βλέπανε και λιώνανε. Να μεγαλώνει, να μην δουλεύει, να μην μπορεί να πάει πουθενά, να μαθαίνει γαλλικά, να έχει για συντροφιά του τη μαχαίρα, να μην έχει κανένα μέλλον. Να μην θέλουν να μιλάνε γι’ αυτόν παρά μόνο όταν ερχόταν η ώρα των αλληλοκατηγοριών για το σε ποιο σόι έμοιασε και βγήκε παλαβός.

 «Ο τουρισμός είναι η δουλειά μου», έλεγε όποτε η κουβέντα σε παρέες το φερνε. Και το έλεγε με περηφάνεια για να τονίσει την εμπειρία και τη γνώση του αλλά και με στενοχώρια σαν θυμόταν ότι μάλλον δεν ανήκε στους πολύ επιτυχημένους. Μόνη του παρηγοριά είχε τη μάνα του που ζούσε ακόμα και έστεκε στα μυαλά της μια χαρά. Πήγαινε σπίτι της, του έφτιαχνε καφέ, της έλεγε τον πόνο του ξανά και ξανά και γύριζε πίσω στα ίδια. Λεφτά να του δώσει βέβαια δεν είχε αλλά και μόνο που τον άκουγε ήταν βάλσαμο.

  Στους ξένους, για την κόρη του δεν μιλούσε ποτέ, λέξη δεν έβγαζε, δεν την φοβόταν αυτήν, θα τα βγαζε πέρα έστω και με δυσκολίες. Για τον γιο του είχε ανάγκη να μιλήσει, κάτι να πει, στο τέλος όμως μια φράση μόνο πετούσε κι αυτή κοντή, σύντομη. Μετά μάζευε τη γλώσσα του, έκανε πάλι τις γνωστές κινήσεις με τα γυαλιά και τα μάτια και ακόμη και αν άκουγε κάτι αστείο ή καλό, ο εαυτός του λειτουργούσε σαν αφέντης που του θύμιζε αυστηρά και απότομα ότι «αυτά» δεν είναι γι’ αυτόν, να αφήσει τα χαμόγελα, τις πλάκες και τις ομορφιές και να γυρίσει στη μαυρίλα του.

  Μόνο ένα βράδυ, που γνώρισε την κοπέλα του ανιψιού του και χάρηκε αλλά και πόνεσε αφού ποτέ δεν θα γνώριζε κοπέλα από τον γιο του, χαμογέλασε περισσότερο από μία φορά, μάτια δεν έτριψε, δεν έβγαλε καν γυαλιά και μάλιστα έκανε το τραπέζι στο ζευγάρι, κάπου εκεί νότια στη Λακωνία ένα βράδυ καλοκαιριού. Και στο τέλος, σαν ήρθε για ευχαριστήριο κέρασμα μια πρωτοφανής πιατέλα γεμάτη νόστιμα επιδόρπια γλυκά, βρήκε τη δύναμη να αστειευτεί μετά το μεγάλο φαγοπότι με τους νέους και να πει στην έκπληκτη λόγω της ποσότητας κοπέλα πως όσο να ναι λίγος χώρος υπάρχει πάντα στο στομάχι για φρέσκο και νόστιμο γλυκό.

Comments