ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: ''ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ''. ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΕΜΠΤΟ: ΒΟΛΤΑ ΜΕ ΤΗ ΜΗΧΑΝΗ
Μπορείτε να το ακούσετε εδώ: https://drive.google.com/file/d/1gSg628wRgr5Y2IUiAkMTpDagy8Y61wMJ/view?usp=sharing
ΒΟΛΤΑ ΜΕ ΤΗ ΜΗΧΑΝΗ
Διήγημα της Μαρίνας
Αποστόλου
Όλοι ξέραμε πως ήταν παιδί χωρισμένων γονιών.
Πολλοί κουβεντιάζανε και για το ποιόν του πατέρα της. Είχε, λέει, κάνει φυλακή.
Γυναικοδουλειά, είπαν κάποιοι. Μα ποτέ κανείς δεν ρώτησε ξεκάθαρα μέχρι που τα
χρόνια περάσανε και το κουτσομπολιό ξεθώριασε. Το σχολείο δεν το χε βγάλει
όλο, πώς να το τελειώσει άλλωστε που από τα δεκάξι της έμεινε έγκυος…;
Μικροπαντρεύτηκε λοιπόν, κοριτσάκι ακόμα, με ένα άλλο ακόμα παιδί μόλις έναν
χρόνο μεγαλύτερο. Και κάνανε το δικό τους παιδί, ένα μελαχρινό κοριτσάκι, ίδιο
ο πατέρας της.
Ο άντρας της στηριζότανε εξ ολοκλήρου στον
πατέρα του που είχε φτιάξει κομπόδεμα και διέθετε και από ένα ακίνητο για το
κάθε του παιδί. Έτσι, η επιβίωση έμοιαζε εφικτή. Η επιβίωση, όχι η ζωή. Κατάφεραν
και ανοίξανε ένα μαγαζί στη Νέα Ιωνία, σε καλό σημείο, σχετικό με μηχανές.
Ήτανε βλέπεις η εποχή με τις μηχανές στα φόρτε τους, ήταν η φοβερή και τρομερή
δεκαετία του ’80, του «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα». Το μαγαζί το δουλεύανε σκληρά
κι οι δυο τους, αδιάκοπα, κάθε μέρα, μόνο που για τη Βαγγελιώ οι δουλειές δεν
τελειώνανε όταν έκλεινε το κατάστημά τους κάθε βράδυ. Επιστρέφοντας αποκαμωμένη
από εκεί, πίσω στο σπίτι, έπρεπε να παραλάβει την κόρη της από τα πεθερικά της που
την φυλούσαν και διέμεναν στο ίδιο κτήριο, να δει τι κάνει, τι θέλει, τι
ανάγκες έχει, να την φροντίσει, να την πλύνει, να την κοιμίσει… να την ταΐσει
αν δεν το χε ήδη κάνει η γιαγιά του παιδιού… Κι έπειτα να βάλει πλυντήριο, να
μαγειρέψει, να πλύνει πιάτα, να σιδερώσει… εκείνη την ώρα. Μέχρι να πάει
μεσάνυχτα και να πέσει ξερή στο κρεβάτι της.
Ήταν όμορφη γυναίκα. Είχε σκούρα, μακριά,
σπαστά μαλλιά, άσπρο δέρμα και καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Ήταν
εργατική, είχε μυαλό αλλά δεν είχε οικογένεια. Και όποιος δεν έχει οικογένεια,
συχνά καίγεται στην εκκίνηση. Όποιος δεν έχει οικογένεια, κινδυνεύει να φτιάξει
δική του οικογένεια πρόωρα και πρόχειρα και βιαστικά και αποτυχημένα
αναπαράγοντας το ίδιο μοτίβο πίκρας και αδιεξόδου. Και τα χρόνια κυλούσαν έτσι…
Με το μαγαζί, τις δουλειές, τα μακρά ωράρια,
το κορίτσι να μεγαλώνει, τον πεθερό, την πεθερά, τον κουνιάδο και την κουνιάδα
που είχαν πια δημιουργήσει τις δικές τους οικογένειες στο ίδιο πάντα οίκημα.
Εκεί, όλοι μαζί, σαν μια γροθιά έτοιμη να ρίξει μπουνιά σε όποιον αντιμιλήσει,
πάει να ξεχωρίσει και τολμήσει να προβάλει αξιώσεις ενώ είναι απλά ένας φιλοξενούμενος.
Και ας παράγει έργο. Ένα τέτοιο άτομο ήταν και η Βαγγελιώ. Η Βαγγελιώ που δεν
γερνούσε ποτέ. Η Βαγγελιώ που πια από την κόρη της, που είχε ξεπεταχτεί και
ήταν κοτζάμ κοπέλα στην εφηβεία, δεν διέφερε. Η Βαγγελιώ που κατάπινε τις σκέψεις
της, έριχνε τα παιδιά που έπιανε μετά την κόρη της, που ήθελε να χωρίσει αλλά
δεν είχε ούτε σπίτι, ούτε δουλειά, ούτε ένα αποκούμπι να σηκωθεί να φύγει.
Ο άντρας της που δεν είχε προλάβει να ζήσει
τίποτα και παντρεύτηκε έτσι άρον-άρον μη έχοντας καμιά ανάγκη την κακομοίρα
Βαγγελιώ αποφάσισε βεβαίως να τα ζήσει τότε, αφού είχε γίνει πατέρας. Και
φυσικά χωρίς κανένα πρόσχημα. Δεν λογοδοτούσε εξάλλου πουθενά. Διότι αυτός άνοιξε
το μαγαζί με τα λεφτά του πατρός του, το διαμέρισμα που μένανε ήταν δικό του,
τα πάντα ήταν δικά του, τα δικαιώματα ήταν όλα και μόνο δικά του. Κι έτσι μόνο αυτός
μπορούσε να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο της τρέλας και της χαράς και της ανεμελιάς
και του ξέφρενου έρωτα. Μια γυναίκα, όπως και να χει, ιδίως τότε, δεν θα μπορούσε
να διεκδικήσει κάτι παρόμοιο. Ειδικά αν είχε και πατέρα που χε κάνει στη στενή.
Μια μέρα η Βαγγελιώ βγήκε στο μπαλκόνι να
απλώσει τα ρούχα. Κι ενώ τα τίναζε για να τα απλώσει πιο σωστά κι αυτά συνεπώς
να στεγνώσουν πιο γρήγορα, άκουσε τον ήχο μιας μηχανής από την πάνω μεριά του
δρόμου. Ήταν γνώριμος θόρυβος. Ήταν η μηχανή του άντρα της. Το διαπίστωσε όταν
πλησίασε κοντύτερα. Πάνω σ’ αυτήν δεν ήταν μόνος του. Ήταν με μια φίλη του. Μια
από τις διάφορες που είχε όλα εκείνα τα χρόνια. Ψυχρά και απροκάλυπτα.
Πηγαίνανε τις βόλτες τους μαρσάροντας χωρίς κράνος και ζώντας σε ένα παράλληλο
σύμπαν, μακριά από την πλήξη των οικογενειακών υποχρεώσεων που τον καταπλάκωσαν
νωρίς, πριν καν πάει φαντάρος. Και η Βαγγελιώ τα έβλεπε όλα αυτά κανονικά, κάθε
φορά, χωρίς φυσικά να πει κουβέντα. Ποιος την ρώτησε εξάλλου; Και ποιος θα
άκουγε την όποια πιθανή της διαμαρτυρία; Κι εκείνη όμως ανέβαινε στις κατά
καιρούς μηχανές. Όχι όμως για βόλτα. Αλλά για να πάνε και να έρθουνε στη Νέα
Ιωνία από και προς το Παλιό Ηράκλειο όπου και μένανε.
Ένα βράδυ είχαν γιορτή στο σπίτι. Γιόρταζε ο
άντρας της. Είχαν κόσμο και τραπέζωμα. Φαγητά, ποτά, γλυκά, όλα σε αφθονία. Και
το στερεοφωνικό να παίζει τέρμα λαϊκά τραγούδια. Πριν όμως οι καλεσμένοι
περάσουν για φαΐ και ξεκοιλιαστούν, η Βαγγελιώ, ως καλή οικοδέσποινα, κερνούσε
ουισκάκια τους άντρες και λικέρ τις κυρίες. Είχε πάει κομμωτήριο, είχε βαφτεί
και ντυθεί επίσημα, όπως άλλωστε όφειλε για να τιμήσει τον σύζυγό της. Κάποιος
από τους καλεσμένους κάποια στιγμή της ζήτησε λίγο πάγο για το ουίσκι του. «Φέρε
το ποτήρι σου, θα πάω στην κουζίνα να σου βάλω εγώ…» του απάντησε. Στην κουζίνα
ήταν εκείνη τη στιγμή για κάποιον ανεξερεύνητο λόγο και ο άντρας της. Περίεργο καθώς
εκεί μέσα δεν έκανε ποτέ τίποτα ο ίδιος. Εκτός από αυτόν, ήταν και η μάνα του
που ανακατευόταν με το μαγείρεμα, η αδερφή του που κάτι γύρευε για εκείνη, παιδιά
των καλεσμένων που παίζανε και πηγαινοερχόντουσαν και άλλοι υπερκινητικοί τύποι
που απλώς σηκώνονταν χωρίς να ψάχνουν τίποτα συγκεκριμένο. Κάπως έγινε και το
ποτήρι της γλίστρησε. Έπεσε κάτω κι έσπασε. Κι ήταν από καλό σερβίτσιο, δώρο της
πεθεράς της για τον γάμο της. «Πρόσεχε ρε ζώον!», της φώναξε ο άντρας της σαν
είδε τη ζημιά. «Πρόσεχε, ηλίθια! Γεμίσαμε γυαλιά και έχει και παιδιά εδώ!».
Η Βαγγελιώ δεν ανταπάντησε βέβαια. Παρά
έσκυψε να συλλέξει τα κομμάτια από τα γυαλιά. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα,
θόλωσαν, δεν έβλεπε καλά να κάνει αυτό που έπρεπε εκείνη τη στιγμή. Μα δεν τα
σκούπιζε… Τα άφηνε και τρέχανε… Κι εκείνη πάσχιζε να τα μαζέψει όλα, ακόμα και
τα πιο μικρά κομμάτια. Ένα από παιδιά έμεινε να την κοιτάζει χωρίς να μιλάει.
Όλοι οι υπόλοιποι είχαν πάει στην τραπεζαρία γιατί πια είχαν πεινάσει. Δεν της μίλησε
κανείς. Διόρθωσε τη ζημιά που έκανε, έφτιαξε σωστά το ουίσκι που χρωστούσε στον
επισκέπτη τους, του το πρόσφερε γρήγορα γιατί είχε αργήσει και ξαναέκανε για
την κουζίνα ώστε να αρχίσει να κουβαλάει τις πρώτες πιατέλες με τα εδέσματα.
Comments
Post a Comment