Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΣΤΑΜΝΑ: ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΣΤΑΜΝΑ
Κηποθέατρο Παπάγου
Οδός Κορυτσάς, Παπάγος
Πέμπτη, 11 Ιουλίου 2024
9.15 μ.μ.
Απόδοση – Σκηνοθεσία: Γιώργος
Κιμούλης
Ρούπρεχτ: Η δευτέρα παρουσία αργεί!
Εγώ πιστεύω μόνο ό,τι πιάνει το χέρι μου!
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Γιώργος Κιμούλης, Τζόυς Ευείδη, Αργύρης
Αγγέλου, Λίλη Τσεσματζόγλου, Γιώργος Στριφτάρης, Βασίλης Γιακουμάρος, Βασίλης
Πουλάκος
Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου
ΕΝΑΣ «ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΣ» ΟΙΔΙΠΟΥΣ
ΤΥΡΑΝΝΟΣ |
Ο Γιώργος Κιμούλης μεταφράζει, διασκευάζει και σκηνοθετεί μία από τις πιο κλασικές γερμανικές κωμωδίες των αρχών
του 19ου αιώνα αλλά και της γερμανικής δραματουργίας γενικότερα. Διατηρώντας
βεβαίως τον πυρήνα του μύθου του Κλάιστ και όπως είδαμε την κύρια πλοκή του
δραματικού κειμένου, ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής εργάζεται επιμελώς πάνω
στην κωμική χροιά των στίχων και μετατρέπει το σύνολο του έργου σε μια
ιδιαιτέρως εύθυμη και με γρήγορο ρυθμό, απολαυστική κωμωδία. Ιδίως, έχει
ασχοληθεί κειμενικά, κατά πολύ, με τον ρόλο του δικαστή Αδάμ, τον οποίο και
ερμηνεύει˙ πρόκειται, εξάλλου, για τον
πρωταγωνιστή, που με θράσος και πονηριά προσπαθεί να χειριστεί
(αναποτελεσματικά τελικά) τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του, να τα κατηγορήσει
αδίκως και να τα ποδηγετήσει.
Δεν είναι τυχαίο, κατ’ εμέ, που η Σπασμένη Στάμνα, γραμμένη το 1808
και εμπνευσμένη από προγενέστερα έργα, ζωγραφικής και λογοτεχνίας, παρουσιάζει
ενδιαφέρον μέχρι και σήμερα και χαρίζει, μέσα από τον ευφυή τρόπο γραφής της, αβίαστο
και ποιοτικό γέλιο. Η διαφθορά της δικαιοσύνης, οι παραλογισμοί, οι εκβιασμοί,
ο φόβος του πολέμου (ας μην ξεχνάμε ότι η Ολλανδία υπήρξε ισχυρή βλέψη του
επεκτατισμού πολλών λαών της Ευρώπης. Η αντίσταση των Ολλανδών ενάντια σε
Γάλλους, Αυστριακούς και Ισπανούς άγγιζε σημαντικά τον Κλάιστ εξ ου και η επιλογή
ενός ολλανδικού χωριού για δραματικό τόπο), η πενία, η αφέλεια, η ανάγκη για
επιβίωση, η επιβολή της εξουσίας, η υπέρμετρη οικειότητα στις μικρές κοινωνίες
που ναι μεν επιτρέπει την αμεσότητα μεταξύ των πολιτών αλλά συχνά επιβάλλει και
τη σιωπή, η αδυναμία του ανίσχυρου, η απιστία και η προσβολή που αυτή προκαλεί,
η θέση της γυναίκας, η αξία της τιμής, η υποκρισία, η ολιγωρία, η έλλειψη ορίων
και η απουσία αισχύνης και τέλος η δίψα για εξέλιξη και άνοδο, συνιστούν
διαχρονικά παθογένειες της εκάστοτε κοινωνίας.
Αφορμή της δράσης στέκεται μία στάμνα που σπάζει κάτω από περίεργες συνθήκες
μέσα στη νύχτα. Η κάτοχός της, η Μάρθα, προσέρχεται στο δικαστήριο προκειμένου
να εξιχνιαστεί το αδίκημα. Κι ενώ τα πράγματα δείχνουν κάπως απλοϊκά με τους θεατές
(που πιθανόν δεν γνωρίζουν την υπόθεση) να απορούν πώς ένα ασήμαντο εκ πρώτης
όψεως γεγονός γίνεται αντικείμενο εκδίκασης, στη συνέχεια ανακαλύπτουν πως πίσω
από την καταστροφή της στάμνας κρύβονται μια σειρά από σοβαρά γεγονότα που
εμπλέκουν πολυάριθμα πρόσωπα της μικρής κοινωνίας του χωριού, εξέχοντα και μη. Εξάλλου,
η στάμνα αυτή δεν είναι ένα απλό πήλινο σκεύος που διαλύθηκε αλλά διαθέτει μια
μακρά ιστορία καθώς έχει αλλάξει πολλά χέρια μυστήριων, θα έλεγε κανείς,
κατόχων χωρίς ποτέ ως τότε, παρά τις περιπέτειές της, να υποστεί την παραμικρή
φθορά. Οι απεικονίσεις που ήταν ζωγραφισμένες πάνω της δεν ήταν απλά
διακοσμητικά σκίτσα αλλά ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας της χώρας της Ολλανδίας.
Πρόκειται λοιπόν για ένα κειμήλιο που κάποιος κατέστρεψε θρασύδειλα και μάλιστα
στα κρυφά μέσα στη νύχτα και ακόμα χειρότερα μέσα στο δωμάτιο της νεαρής κόρης της
Μάρθας, της Εύας. Οι κατηγορίες πέφτουν πάνω στον αρραβωνιαστικό της κοπέλας,
τον Ρούπρεχτ, ο οποίος όμως δηλώνει αθώος ενώ συνάμα φρίττει στην ιδέα πως η
Εύα τον έχει απατήσει. Το άτομο που τον εγκαλεί είναι η ίδια η Μάρθα με σθεναρό
σύμμαχό της τον Αδάμ. Τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ όταν σχεδόν εισβάλλει στο
χωριό και στο δικαστήριο ο επιθεωρητής Βάλτερ από την Ουτρέχτη με σκοπό να
ελέγξει το πώς ασκείται η δικαστική εξουσία αλλά και να διαπιστώσει τυχόν
οικονομικές ατασθαλίες, όπως ήδη συμβαίνει σε άλλες περιοχές της περιφέρειας. Κι
ενώ ο Αδάμ επιδιώκει διαρκώς να ξεφύγει από την πραγματικότητα παραποιώντας την
χωρίς ασφαλώς απτές αποδείξεις, ο Βάλτερ, που διαθέτει υψηλή αντίληψη,
συνεργάζεται άριστα με τον Λιχτ, τον βοηθό του Αδάμ. Η αλήθεια ξεσκεπάζεται με
την έλευση της Μπριγκίτε, της μητέρας του φρουρού, με τη Μάρθα μάλλον να μην
λαμβάνει καμιά δικαίωση και τον Αδάμ να τρέπεται, ματαίως, σε φυγή.
Το κείμενο, αν το παρατηρήσει κανείς όσο παρακολουθεί την παράσταση,
στρέφεται γύρω από διάφορα θηλυκού γένους στοιχεία: η σόμπα, η στάμνα, η
περούκα, η στοίβα από υποθέσεις, η γάτα, η κληματαριά, οι φλαμουριές… Λες και
το έργο δομείται με αρχιτεκτονική κομψότητα πάνω και γύρω από συμμετρικές
γλωσσικές επιλογές. Η ομοιότητα με τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή αξίζει
αναμφίβολα να σημειωθεί καθώς και οι δυο τους πασχίζουν να εξιχνιάσουν ένα
έγκλημα/αδίκημα που έχουν οι ίδιοι διαπράξει, παρόλα αυτά, ο Αδάμ μοιάζει
περισσότερο να είναι ένας μάλλον «αντίστροφος» Οιδίπους, εφόσον το παράπτωμα
ξέρει εξ αρχής πως το έχει διαπράξει αυτός και δη συνειδητά ενώ εν τέλει αποποιείται
κάθε ευθύνης προσπαθώντας να το σκάσει. Αντίθετα, ο σοφόκλειος χαρακτήρας έχει
δράσει εν αγνοία του, ζει στο σκοτάδι και όταν ανακαλύπτει την ενοχή του, παραμένει
παρών και αυτοτιμωρείται.
Οι αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη είναι εξόφθαλμες. Αυτό φαίνεται μέσα από
τα ονόματα των βασικών φορέων δράσης Αδάμ και Εύα (πρωτόπλαστοι), της πτώσης
του ανθρώπου αλλά και του Σατανά που εδώ ίσως και να έχει σπάσει τη στάμνα,
σύμφωνα με τον Αδάμ… Όσον αφορά τα ονόματα των δρώντων, μόνο τυχαία δεν είναι,
θα σχολίαζε κανείς. Έτσι, Λιχτ στα γερμανικά θα πει «φως», ο Βάλτερ συγκλίνει
με το ρήμα «walten» που
σημαίνει «εξουσιάζω» ενώ η Μπριγκίτε θυμίζει την Αγία Brigid που εξόρκισε τον διάβολο.
Πρόκειται για παράσταση φροντισμένη, προσωπικά μου άρεσε που είχε ροή,
που δεν επελέγη ένα κλασικό και βαρύ παίξιμο, ξεχώρισα τα κοστούμια, τις κοτσίδες
της Τζόυς Ευείδη, το καπέλο της Λίλης Τσεσματζόγλου, με παρέπεμψαν όντως σε
ολλανδική επαρχία της εποχής, πρόσεξα επίσης τη μουσική στην εναρκτήρια σκηνή,
θρησκευτικού χαρακτήρα («Κύριε Ελέησον»), τον σταυρό που φορούσε ο Αδάμ και
κάποια στιγμή, μάλλον όχι τυχαία, γύρισε ανάποδα στην πλάτη του, το πόσο
εύστοχα τονίστηκε ο ρόλος του Θεού αλλά και του Βελζεβούλη σε μια κοινωνία υποκρισίας
και μικρότητας. Κάποια από τα δραματικά πρόσωπα του Κλάιστ, όπως λ.χ. ο πατέρας
του Ρούπρεχτ, ο Κιμούλης τα παρέλειψε και πολύ σωστά έγινε αυτό προκειμένου να εξυπηρετηθεί
η σκηνική οικονομία, να μην χαοτιστούν οι θεατές με ένα τόσο πολυπρόσωπο έργο
αλλά και να επιτραπεί να δουλευτούν και να διακριθούν κατά συνέπεια οι
απαραίτητοι και σημαντικοί χαρακτήρες της υπόθεσης.
Λοιποί Συντελεστές:
Σκηνογραφική/Ενδυματολογική Επιμέλεια: Κατερίνα Σβορώνου
Creative Agency: Gridfox
Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Comments
Post a Comment