ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: "ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ''. ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΤΟ ΚΑΣΚΟΛ ΤΗΣ ΑΕΚ

 



ΤΟ ΚΑΣΚΟΛ ΤΗΣ ΑΕΚ



                   Διήγημα της Μαρίνας Αποστόλου


     Ακούστε το εδώ: https://drive.google.com/file/d/19Tdx_TVd9xKI6l_IqrvgIPxM2QQAgE7a/view?usp=sharing

         

       Στη μνήμη του μικρού Βάιου που σήμερα θα ήταν 26 χρονών

  

 Μια μητέρα με το παιδί της πλησιάζει την πόρτα του φροντιστηρίου. Είναι κλειστή. Και τα φώτα μέσα σβηστά. Απορεί γιατί δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω, στο μικρό προαύλιο. Κοιτάζει την ανακοίνωση στην πόρτα, την διαβάζει με τα μάτια γουρλωμένα, μπήγει τις φωνές σοκαρισμένη. Το παιδί της έντρομο από το ουρλιαχτό της παρατηρεί την αντίδρασή της, όμοια με χτύπημα από ηλεκτρικό ρεύμα.

 

  Εκείνο το απόγευμα το φροντιστήριο ξένων γλωσσών δεν άνοιξε. Μαθήματα δεν θα γινόντουσαν. Ίσως για πρώτη φορά μετά από τα τόσα χρόνια λειτουργίας του. Η αναγγελία της κηδείας του εντεκάχρονου (και ούτε καλά καλά) παιδιού είχε αναρτηθεί στην είσοδο της επιχείρησης και όχι μόνο ανέκοπτε την πορεία όποιου γονιού έφερνε το βλαστάρι του να μάθει αγγλικά αλλά έκοβε και την ίδια του την ανάσα. Η κηδεία του μικρού αγοριού θα γινόταν το επόμενο μεσημέρι.

  Κάποιοι γονείς που είχαν οικειότητα με την ιδιοκτήτρια και μητέρα του παιδιού ήξεραν τον Γολγοθά της, κάποιοι όμως που δεν την γνώριζαν προσωπικά αγνοούσαν το μαρτύριό της και ας έβλεπαν ότι απουσίαζε από το σχολείο της επί μήνες και την αναπλήρωνε ως διευθύντρια άλλη δασκάλα. Άλλοι πάλι που είχαν πληροφορηθεί την ασθένεια του μεγάλου της γιου πίστευαν ότι το παιδί είχε ξεπεράσει την περιπέτειά του και ίσως να είχε συνέλθει τελικά.

  Τα άσχημα νέα μεταδόθηκαν με ταχύτητα φωτός πρώτα από τον φούρνο της γειτονιάς. Αυτόν που βρισκόταν απέναντι από το δημοτικό σχολείο, εκεί όπου φοιτούσε και το αγοράκι. Ήταν, βλέπεις, το Reuters της περιοχής. Εκεί μάθαινες όλα τα νέα για τους περίοικους και πελάτες, γονείς και όχι μόνο. Η φουρνάρισσα επικοινώνησε στο κοινό πρώτη και καλύτερη το μαύρο νέο της κηδείας πολύ πριν το γραφείο τελετών που φρόντισε, ως όφειλε επαγγελματικά, να κολλήσει την ανακοίνωση σε επίμαχα, κομβικά σημεία, όπως έξω από το δημοτικό σχολείο αλλά και έξω από την εργασία της μαμάς του.

  Η μητέρα του δεν ήταν αυτό που λέμε προσφιλής χαρακτήρας. Είχε φίλους μεν που την στήριξαν στον έναν χρόνο της ταλαιπωρίας της οικογένειας αλλά και αρκετά άτομα με τα οποία είχε συγκρουστεί στο πρόσφατο παρελθόν δημιουργώντας αντιπάθειες, έριδες και διαφορές συνήθως σε επίπεδο συνεργασίας. Είχε τρία παιδιά, τρία αγόρια. Ο μεγάλος της γιος, ξανθός και όμορφος και ροδαλός και τσουπωτός παρουσίασε καρκίνο στον εγκέφαλο όταν ήταν στην τετάρτη δημοτικού. Πέθανε την άνοιξη την επόμενης σχολικής χρονιάς οπότε και φοίτησε ελάχιστα. Σχεδόν μοναδική του εμφάνιση στο δημοτικό ήταν μια βόλτα από τη γιορτή των Αποκριών. Λίγα παιδιά που τον είδαν χλωμό, αδύνατο και χωρίς μαλλιά δεν άργησαν να τον κοροϊδέψουν για το παρουσιαστικό του. Καθάρισε όμως για πάρτη του ο Παναγιώτης, ο καλός φίλος και συμμαθητής του. Εύσωμος και χειροδύναμος. Δεν άντεχε το άδικο ούτε και τις κακές συμπεριφορές. Και δεν περίμενε κανέναν δάσκαλο να επιβάλει την τάξη. Σε τέτοιες περιπτώσεις το έλυνε μόνος του το θέμα. Και έτσι οι χλευαστές φάγανε τις σφαλιάρες και τις κλωτσιές τους και ισιώσανε.

  Το πρόβλημα του αγοριού εκδηλώθηκε με ιλίγγους και εμετούς. Οι γονείς του οργανώθηκαν σε σύλλογο που πάλευε να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους θέματα υγείας και στήριζε τις οικογένειες των μικρών ασθενών. Τους έστειλαν στη Γερμανία σε εξειδικευμένο κέντρο. Φάνηκε σαν να τελείωνε το βασανιστήριο όμως το παιδί υποτροπίασε, ξαναμπήκε σε ελληνικό νοσοκομείο, κόλλησε μικρόβιο μέσα κει και εξουθενωμένο όπως ήταν, έφυγε. Μετά από έναν χρόνο φρικτών πόνων, χειρουργείων, ταξιδιών, αλλεπάλληλων προσπαθειών και μιας τελικά μοιραίας ματαίωσης των πάντων. Ματαίωσης της ίδιας της ζωής που ξεπέρασε και αυτό που λέγεται άδικο.

 Φθάνοντας στην εκκλησία, ο κόσμος πολύς. Οι εργαζόμενοι του γραφείου τελετών έδειχναν χαλαροί. Ένας πιο κει μιλούσε στο κινητό του και γελούσε, με το παπιγιόν και τα γάντια του, μέρος μιας comme il faut στολής. Η αλήθεια είναι πως διάγουν μια ζωή πολύ ιδιαίτερη αλλά κατά βάθος, στην πράξη, κάνουν μια δουλειά όπως κάνουμε όλοι μας. Ακόμα και αυτή η δουλειά έχει ρουτίνα και γίνεται συνήθεια… Τα μικρά αδέλφια του παιδιού βεβαίως δεν ήταν παρόντα. Το λευκό φέρετρό του ήταν ανοιχτό, το παιδί ήταν σαν κούκλα, στο κρανίο του διέκρινε κανείς ένα τσιρότο και πάνω στο σωματάκι του ένα κασκόλ της ομάδας ποδοσφαίρου ΑΕΚ, που προφανώς υποστήριζε ο νεαρός φίλαθλος. Η γιαγιά του έκλαιγε, θρηνούσε τονίζοντας τους πόνους που τράβηξε το αγοράκι, ο πατέρας κρατιόταν από τον αδερφό του μην πέσει κάτω ενώ η μητέρα του ξεπερνούσε τη δεινότητα και των τριών μεγάλων τραγικών μας ποιητών αθροιστικά. Κάποιοι γείτονες, πολέμιοι του ζευγαριού, δεν καταδέχτηκαν να έρθουν στην κηδεία. Κι ας ήταν μικρού παιδιού. Τόσο είχαν πληγωθεί από τις παλιές διαφορές, που δεν πάτησαν ούτε για ένα κερί ούτε για ένα «συλλυπητήρια». Κι ας ήταν και οι ίδιοι γονείς.

  Στην έξοδο δόθηκαν οδηγίες από τους επαγγελματίες για να μην συνωστίζεται ο κόσμος με συζητήσεις και σχόλια αλλά να κατευθυνθεί στα αυτοκίνητά του για τον δρόμο προς το νεκροταφείο. Το φέρετρο μπήκε στη νεκροφόρα. Η μητέρα γύρισε και το κοίταξε για μια στιγμή, τσακισμένη. Πολλοί παρευρισκόμενοι ήταν βουβοί.

  Η ζωή θα συνεχιζόταν. Πόσο αληθινή ρήση, πόσο σκληρή μαζί! Δεν θα έπρεπε να συνεχιζόταν βέβαια έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο αλλά κανείς δεν μπορεί να το αποτρέψει. Η ζωή δεν συνεχίζεται απλά. Η ζωή επιβάλλεται. Σε πατάει κάτω σαν παχύδερμος ελέφαντας, σου σπάει τα κόκκαλα και προχωράει παραπέρα. Σθεναρός, αγέρωχος και ατρόμητος.

 Ο πατέρας του παιδιού εργαζόταν ως οδηγός ταξί. Είχε δικό του όχημα και το δούλευε εντατικά. Πλέον, όσο πιο πολύ μπορούσε. Ήταν το φάρμακό του, ο τρόπος να ξεχνιέται. Οι ιδιοτροπίες, οι απαιτήσεις και οι παραξενιές των επιβατών που κάποτε τον κουράζανε και τον θύμωναν, τώρα ήταν το αντίδοτο για ό,τι είχε συμβεί. Ένιωθε ευλογημένος που είχε αυτό το ταξί. Αλλιώς θα έπρεπε μόνο να θυμάται και να κλαίει. Η μητέρα του πάλι επέστρεψε στα μαθήματά της και οι συνεργάτες της έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τη δουν να χαμογελάει. Μόνο κάθε Κυριακή δεν παρέλειπαν να πηγαίνουν στο νεκροταφείο για το θαμμένο τους παιδί ενώ και μόνο που κοιτούσαν τα άλλα δύο τους έτρεμαν από φόβο μην τα δουν έστω να βήχουν.

  Ενάμιση χρόνο μετά ήρθε στη ζωή η κόρη τους. Ένα όμορφο, μελαχρινό κοριτσάκι. Έμοιαζε στη μαμά της που είχε σκούρα χαρακτηριστικά ενώ τα αδέρφια της, και τα τρία, ήταν ανοιχτόχρωμα όλα σαν τον μπαμπά τους και το σόι του. Και έτσι επήλθε ισορροπία και ηρεμία. Σαν την τάξη και την ομορφιά που για να εμφανιστούν και να κάτσουν χρειάζεται πρώτα μια θύελλα, μια αγριότητα και μια συμφορά. Σαν να μην μπορεί να γίνει αλλιώς.

 

Comments