ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: "ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ''. ΔΙΗΓΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ

 


ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ



[Ακούστε το εδώ:  https://drive.google.com/file/d/1X8UAlBel1BHv6-cdIt4VshECVJmotDiY/view?usp=drive_link ]

                  

                  Διήγημα της Μαρίνας Αποστόλου


 Το πούλμαν είχε ανάψει τις μηχανές του από νωρίς. Περίμενε τον κόσμο για να τον φορτώσει. Ακόμα δεν είχε κατέβει ο ήλιος και δεν είχε αρχίσει η ζέστη. Οι συμμετέχοντες στην εκδρομή είχαν καταφθάσει έγκαιρα, πολλοί μαζί με τα εγγόνια τους, και περίμεναν με τα καπέλα τους, τα γυαλιά τους και τις τσάντες θαλάσσης τους για να επιβιβαστούν. Οι εκδρομές στην παραλία του Σχοινιά ήταν η μόνη πηγή δροσιάς για αυτούς μέσα στα ζεστά, συχνά αφόρητα, καλοκαίρια της Αθήνας μιας που οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν εξοχικό σπίτι ούτε καν κάποιο παράπηγμα σε τόπο καταγωγής, έστω ορεινό, για να πάνε να πάρουν μια ανάσα.

 Τα θαλάσσια μπάνια πληρώνονταν με τη μέρα, το καθένα ξεχωριστά. Το πούλμαν του κυρ-Γιώργου έπαιρνε τους πελάτες το πρωί και τους γύριζε μετά από πέντε ώρες στο ίδιο πάλι σημείο. Εκτελούσε όμως και απογευματινά δρομολόγια, για όποιον τα προτιμούσε, οπότε και είχε λιγότερο κόσμο.

 Η κυρα-Κωνσταντία που αγαπούσε τη θάλασσα, παρότι ήταν Τρικαλινή, τα μπάνια και γενικά τις εκδρομές, ήταν η καλύτερή του πελάτισσα. Όλο της το καλοκαίρι το περνούσε στον Σχοινιά, αναχώρηση πρωί, επιστροφή το μεσημέρι- επτά ημέρες την εβδομάδα. Έβαζε την καπελαδούρα της την ψάθινη, φορούσε τα μεγάλα της γυαλιά για τον ήλιο, έπιανε και την εγγόνα της α λα μπρατσέτα και τραβούσαν μαζί για την εκδρομή – διαφυγή τους. Ποτέ δεν πήγαινε μόνη της για μπάνιο. Το κοριτσάκι εξάλλου το αγαπούσε πολύ, αυτή το είχε μεγαλώσει αφού η κόρη της είχε κι άλλα δύο αγόρια, πιο μεγάλα στην ηλικία, και δυσκολευόταν εφόσον δούλευε κιόλας. Παραδόξως, εκτός από γιαγιά του μικρού κοριτσιού, ήταν και νονά του. Το είχε βαφτίσει, του είχε βάλει το λάδι που λέμε, αλλά παρόλα αυτά δεν είχε αξιωθεί να ακούσει το όνομά της. Η εγγόνα είχε πάρει το όνομα της συμπεθέρας που όχι απλά δεν της άξιζε να την τιμήσουν δίνοντας το όνομα στο παιδί αλλά ούτε και να της μιλάνε καλά – καλά, τόσο φαρμακόγλωσσα και μαυρόψυχη που ήταν. Ήταν όμως η μάνα του άντρα του ζευγαριού και αυτό ήταν υπέρ αρκετό.

  Η κυρα-Κωνσταντία, πάντα χαμογελαστή, ποτέ παραπονιάρα, διαχειριζόταν άνετα τη σύνταξη που εισέπραττε ο άντρας της χωρίς όμως να την υπολογίζει δεκάρα – δεκάρα. Ήταν κοκέτα, έβαφε τα μαλλιά της ξανθά, αγόραζε κρέμες για το πρόσωπό της, κάθε Σάββατο χτενιζόταν στο κομμωτήριο αλλά ήταν ταυτόχρονα και αξεπέραστη μαγείρισσα. Ακόμα και όταν έφτιαχνε ρεβίθια ή φασόλια μαυρομάτικα, όπως για παράδειγμα στις νηστείες, τα μαγείρευε έτσι που μοσχοβολούσαν. Και όταν κατέφθανε το σχολείο της εγγονής της εκδρομή στην πλατεία που ήταν κοντά στο σπίτι της και τα παιδιά σκάγανε από τη δίψα αφού εκεί όλες οι βρύσες ήταν χαλασμένες και δεν υπήρχε ούτε σταγόνα να βρέξουν τα χείλη τους, άνοιγε το σπίτι της να προσφέρει όσο πιο πολύ δροσερό νερό μπορούσε σε όσα περισσότερα παιδιά γινόταν. Ευχόταν μέσα από την καρδιά της να ήταν σε θέση να τα ξεδιψάσει όλα ανεξαιρέτως…

  Η μπροστινή πόρτα του πούλμαν άνοιξε. Οι εκδρομείς επιβιβάστηκαν. Οι θέσεις είχαν μοιραστεί από την πρώτη μέρα λίγο πολύ μέσω μιας άτυπης, σιωπηλής συμφωνίας. Η κυρα-Κωνσταντία αγαπούσε να κάθεται πίσω μα φοβόταν μην ζαλιστεί η εγγόνα της και κάνει εμετό. Έκανε εύκολα εμετό, είχε ευαίσθητο στομάχι αλλά ευτυχώς η διαδρομή πολλές στροφές δεν είχε και έτσι δεν είχε χρειαστεί ποτέ να μαζέψουν βρωμιές μέσα από το αμάξι ούτε να ζητάνε συγγνώμη από τους συνεπιβάτες, πόσο μάλλον από τον κυρ-Γιώργο.

  Ο κυρ-Γιώργος ήταν αυστηρός άνθρωπος, λιγομίλητος, όλοι λέγανε πως είχε την καρδιά του και κάποιοι χλευάζανε τις εκδρομές αυτές ως επικίνδυνες καθότι ο κυρ-Γιώργος μπορεί να πάθαινε επεισόδιο και να τους σκότωνε όλους στην εθνική οδό. Φορούσε γυαλιά, είχε μαύρα μαλλιά και μαύρο μουστάκι, είχε βλέμμα βλοσυρό και ήταν πάντα αγέλαστος με ένα τσιγάρο μόνιμα στο στόμα. Ίσως να ήταν και ελαφρώς πιωμένος. Είχε παντρευτεί την κυρα-Τασία, μια καλοσυνάτη γυναίκα, που τον βοηθούσε στις εισπράξεις των κομίστρων. Τον περνούσε μάλιστα έξι ολόκληρα χρόνια στην ηλικία, πράγμα που είχε αποτελέσει σωστό σκάνδαλο και αντικείμενο φυσικά οξύ σχολιασμού την εποχή εκείνη. «Το προικιό παντρεύει το στοιχειό», πίστευε η κυρα-Κωνσταντία.

  Ο κυρ-Γιώργος την πλησίασε πριν βάλει μπρος το πούλμαν και την ρώτησε αν έχει πληρωμένα τα μπάνια της εβδομάδας. Η κυρα-Κωνσταντία θίχτηκε και απάντησε με ύφος: «Και με το παραπάνω!». Το κοριτσάκι εξεπλάγη. Αναρωτήθηκε γιατί αυτός ο έλεγχος. Και κυρίως ρώτησε τον εαυτό της, πάντα από μέσα της, γιατί η γιαγιά της είχε δώσει παραπάνω χρήματα από τα απαραίτητα. Αν για να έχεις σίγουρη τη θέση σου εκεί μέσα, έπρεπε να δώσεις κι άλλα λεφτά. Αν η γιαγιά της είχε δικαίωμα να απολαύσει περισσότερα προνόμια σε σχέση με τους λοιπούς συνταξιδιώτες. Η απορία δεν εκφράστηκε ποτέ, ο οδηγός έβαλε μπροστά και οι εκδρομείς, με το μαγιό τους οι πιο πολλοί από μέσα, φύγανε για μια ακόμη φορά για τον ίδιο προορισμό όπου θα κάνανε τα ίδια πράγματα: στρώσιμο ψάθας, κάποιοι ανταλλαγή παπουτσιών με σαγιονάρες, μπάνιο, ηλιοθεραπεία και μετά άνοιγμα των τάπερ για γεύμα. Μετά, κλείσιμο των τάπερ, μάζεμα και κυλινδρικό τύλιγμα της ψάθας και στη συνέχεια άλλαγμα στο σκουριασμένο παραβάν με τις σφήκες να πετάνε εφιαλτικά απειλώντας με τσίμπημα. Και τέλος, χτένισμα μαλλιών που ήταν σαν άχυρα και μέρος τους μένανε στη βούρτσα, επιβίβαση στο πούλμαν και επιστροφή στην αφετηρία.

  Στον γυρισμό, κάτι έγινε, κανείς δεν πρόλαβε να δει τι, πόσο μάλλον η κυρα-Κωνσταντία που καθόταν στη γαλαρία. Τότε ο κυρ-Γιώργος αναγκάστηκε να πατήσει στο φουλ την κόρνα, διαπεραστικά. Οι ταξιδιώτες τρόμαξαν για λίγο. Η κυρα-Κωνσταντία γούρλωσε ταραγμένη τα μάτια, σαν κάτι να της θύμισε ο ήχος…

 Σαν επέστρεψαν, ο κυρ-Γιώργος την ζύγωσε και την ρώτησε αν παρεξηγήθηκε που της είπε για την πληρωμή και εκείνη του αποκρίθηκε απότομα λέγοντας «και με το παραπάνω». Η γυναίκα έγνεψε αρνητικά αλλά του ζήτησε να της κάνει το χατίρι να μην ξανακορνάρει έτσι με εκείνη μέσα στο αμάξι. Δεν άντεχε να θυμάται την κόρνα αυτή που ο κυρ-Γιώργος πάλι, δέκα χρόνια πριν, πατούσε αδιάλειπτα για να ξεσηκώσει τότε όλη τη γειτονιά, αν ήταν δυνατόν το σύμπαν, για να φωνάξει τον πόνο και τη θλίψη που ένιωθε όλη η μικρή κοινωνία εκεί για τον ξαφνικό θάνατο του γιου της, μόλις 28 ετών.

 Της υποσχέθηκε να μην το ξανακάνει με κείνη μέσα ενώ όλοι έπαιρναν τον δρόμο για τα σπίτια τους. Η κυρα-Κωνσταντία χάθηκε στο βάθος με το ένα χέρι να κρατάει τα συμπράγκαλα και με το άλλο να πιάνει την εγγόνα.    

 

Comments