ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: "ΧΙΛΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ''. ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ & ΕΛΕΝΗΣ


 


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ & ΕΛΕΝΗΣ


               Διήγημα της Μαρίνας Αποστόλου


 [Ακούστε το εδώ: https://drive.google.com/file/d/1shCHO7Y37zojBGQoes4QZGP7QvZu9w0l/view?usp=sharing ]

  Αυτό που μου έκανε πάντα πιο πολύ εντύπωση ήταν οι γλόμποι. Οι γλόμποι που φωτίζανε τις εισόδους των διαμερισμάτων στις εργατικές πολυκατοικίες. Όλα τα σπίτια εκεί είχαν και από έναν γλόμπο απέξω. Λίγο να σήκωνες το βλέμμα προς τα πάνω, τους πρόσεχες. Ιδίως αν είχες κατευθυνθεί σε ψηλό όροφο και έφτανες ως εκεί λαχανιασμένος με τις σκάλες, αφού το ασανσέρ ήταν άγνωστο πράγμα. Ακριβώς τη στιγμή που άσθμαινες για να ισορροπήσεις και να ξαναβρείς την αναπνοή σου πριν χτυπήσεις το κουδούνι, ακριβώς τότε έπεφτε η ματιά σου και στον γλόμπο: αυτό το άσχημο αντικείμενο, το άχαρο, το επαναλαμβανόμενο, το γραφικό σε εκείνα τα φτωχά σπίτια, τα μονοκόμματα. Αυτό το στρογγυλό πράγμα, το χαρακτηριστικό αλλά χωρίς χαρακτήρα.

  Ήταν Σάββατο. 21 Μαΐου. Κωνσταντίνου και Ελένης. Γιόρταζε η Νίτσα. Η Νίτσα, η φιλόλογος, η καθηγήτρια, η θεία. Νίτσα από το Ελενίτσα. Έτσι την φώναζε η μάνα της για να μην ακούει το όνομα της πεθεράς της που δεν την ήθελε για νύφη λόγω φτώχειας. Είχε ετοιμάσει τραπέζι. Θα τραπέζωνε το σόι και λίγους φίλους της. Ήταν πρώτη νοικοκυρά και καλή μαγείρισσα. Το σπίτι βέβαια μεγάλο δεν ήταν, μα όλοι οι καλοί χωρούσαν. Δίπλα – δίπλα, λίγο στριμωχτά αλλά με πολλή όρεξη και περισσή χαρά και πάνω απ’ όλα απλότητα.

Μύριζαν τα μαγειρεμένα φαγητά, μύτες έσπαγαν, φωνές βούιζαν στο μικρό σαλόνι. Κι η κουζίνα γεμάτη με ζεστές κατσαρόλες και ταψιά που καίγανε.

  Στο υπνοδωμάτιο έπαιζε η τηλεόραση στο τέρμα. Σάββατο βράδυ βλέπεις και γιορτή μαζί, είχε τη Βουγιουκλάκη η ΕΡΤ1. Εκεί πηγαίνανε τα παιδιά για να ξεφύγουν λίγο από τους μεγάλους, τις βαρετές συζητήσεις τους, τον καπνό τους και την αδιαφορία τους, συχνά και από τα μαλώματά τους. Οι πιο πολλοί ταλαιπωρημένοι, άνθρωποι του μεροκάματου μα κι αυτοί που είχαν πάει πανεπιστήμιο και είχαν γίνει δημόσιοι υπάλληλοι, λίγο καλύτεροι ήταν. Όχι πολύ.

  Απέναντι από την εργατική πολυκατοικία είχε ένα καφενείο. Το καφενείο της Ντίνας. Ντίνα από το Κωνσταντίνα. Εορτάζουσα και αυτή εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ. Μόνο που λόγω Σαββάτου, το καφενείο που έψηνε και σουβλάκια και σέρβιρε και μπύρες και κρασί και γινόταν και χαρτοπαιχτική λέσχη, λειτουργούσε κανονικά και δεν άφηνε χώρο και χρόνο στην Ντίνα να κάτσει να γιορτάσει με τα παιδιά της. Η Ντίνα ήταν χήρα και είχε κληρονομήσει το καφενείο από τον άντρα της, που ήταν άτυχος και τράκαρε νέος και σκοτώθηκε. Φορούσε πάντα ποδιά, είχε δέρμα μαύρο από τα βάσανα, γκρίζα μαλλιά άβαφτα, σγουρά και κοντά. Πάντα εργατική, πάντα υπομονετική.

  Η Νίτσα και η Ντίνα γνωρίζονταν. Γειτονιά βλέπεις. Όχι πως η Νίτσα πατούσε εκεί. Σουβλάκια σπάνια έπαιρνε και φυσικά δεν έπινε ούτε έπαιζε χαρτιά. Αλλά να, τη γειτονιά ακόμα τότε, τη δεκαετία του ’90 στις αρχές της κιόλας, την ήξερες. Σε ξέρανε. Και μια γυναίκα που μόνη της μεγάλωνε δυο παιδιά και πάλευε να βγάλει μια σύνταξη να ζήσει, την συμπονούσες. Και μια άλλη που δούλευε και κοίταζε με ευλάβεια τους γονείς της και τους υπηρετούσε και δεν παντρευόταν και δεν είχε ζωή κι αυτή την πρόσεχες. Την έλεγες και γεροντοκόρη. Και την λυπόσουν που ενώ είχε μισθό και μαγείρευε, δεν είχε άντρα και παιδιά.

  Εκείνο το βράδυ κι ενόσω οι συγγενείς της Νίτσας τρωγοπίνανε στο σαλονάκι κι η Βουγιουκλάκη τραγουδούσε «Κάντε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός…» ακούστηκαν φωνές από το καφενείο. Όχι όμως σαν τις φωνές που βγαίνανε μέσα από το εργατικό. Ήταν κραυγές, βρισίδια, ακούγονταν τραπέζια και καρέκλες να χτυπάνε. Βγήκανε όλοι στα μπαλκόνια να δούνε τι συνέβαινε.

  «Γύφτοι, γύφτοι…» φωνάζανε κάποιοι από άλλον όροφο. Ίσως από τον πρώτο που βλέπανε και πιο καλά το γεγονός. «Γύφτοι δέρνουνε την Ντίνα…»

  Παγώσαμε. Για την ακρίβεια, δεν παγώσαμε όλοι, κάποιοι από εκείνο το τραπέζι ήταν πιο ψύχραιμοι . Όλοι όμως αναρωτιόντουσαν τι να είχε γίνει, γιατί να έπεσε ξύλο. Τα παιδιά είχαμε φοβηθεί πιο πολύ μα όπως πάντα δεν μιλούσαμε. Μετά μάθαμε ότι της μαύρισαν το πρόσωπο γιατί πήγε να σταματήσει δικό τους τσακωμό. Η αστυνομία δεν ήρθε ποτέ, δεν την κάλεσε κανείς. Τότε, βλέπεις, το ξύλο ήταν πιο δεδομένο, πιο ανεκτό, δεν φώναζε εύκολα αυτός που το έτρωγε αφού υπήρχε κάποιος πιο δυνατός, πιο μάγκας, πιο επιβλητικός για να το ρίξει. Κι αν ήθελες να είσαι γυναίκα με καφενείο, έπρεπε να αντιμετωπίσεις και τέτοιους πελάτες. Κι έτσι, κανείς άλλος δεν έμαθε ποτέ τι έγινε, ευθύνες και τιμωρία γιοκ, οι τσιγγάνοι έφυγαν και τα μούτρα της Ντίνας, που γιόρτασε με κάθε επισημότητα το όνομά της εκείνο το Σαββατόβραδο, ξεμαύρισαν μετά από μέρες.

  Όταν ο σαματάς καταλάγιασε, η παρέα στο σπίτι της Νίτσας ηρέμησε. Η Βουγιουκλάκη συνέχισε να παίζει, είχαν μείνει και κάτι μεζέδες ακόμα στο τραπέζι για να συνοδεύσουν το υπόλοιπο κρασί. Λίγο μετά, ακούστηκε κουδούνι. Ποιος να τανε; Η πόρτα άνοιξε.

  Ήταν τα παιδιά της Ντίνας: η Θάλεια και ο Πέτρος. Η Θάλεια πιο μεγάλη. Στο γυμνάσιο. Ο Πέτρος κανα δυο χρόνια πιο μικρός. Μπήκαν μέσα αμίλητα. Τα έστειλε η μάνα τους στη Νίτσα μιας που είχε φάει το ξύλο της χρονιάς της και δεν ήθελε να την βλέπουν έτσι και δεν μπορούσε και να τους κάνει και τίποτα, ούτε καν να τα κρατήσει στο μαγαζί. Η Θάλεια χαιρέτισε με πίκρα. Κανείς δεν την ρώτησε τίποτα. Οι γλώσσες όλων σαν να είχαν πάει να κρυφτούν στο στομάχι τους. Ο Πέτρος κάπως πιο κει. Η Νίτσα τούς έβαλε να φάνε. Είχε λίγη Βουγιουκλάκη ακόμα. Η Θάλεια ξεθάρρεψε σε μια στιγμή και αστειεύτηκε με αφορμή την ελληνική ταινία, με τη Θεώνη, την ανιψιά της Νίτσας. Η ώρα είχε περάσει και όλοι είχαν κουραστεί. Η γιορτή είχε σχεδόν τελειώσει.

  Ένας – ένας άρχισαν να σηκώνονται. Ευχαρίστησαν για το φαΐ, φιλήθηκαν, είπαν πόσο χάρηκαν και έφυγαν. Πίσω έμεινε ένα τραπέζι γεμάτο άπλυτα πιάτα που έπρεπε πρώτα να καθαριστούν μα και που έτσι κι αλλιώς στον μικρό μαρμάρινο νεροχύτη δεν χωρούσαν. Μαζί με αυτό, έμειναν πίσω και γλάστρες και κάτι κουτιά γλυκά που είχαν φέρει οι καλεσμένοι για δώρα. Μαζί τους αναγκαστικά φύγανε και τα παιδιά της Ντίνας. Καληνύχτισαν και έκαναν κατά το σπίτι τους σιγά – σιγά. Κι έσβησε και η Νίτσα το φως, έσβησε τον γλόμπο που έφεγγε αφού δεν χρειαζόταν πια. Του χρόνου πάλι, στην επόμενη γιορτή Κωνσταντίνου και Ελένης.

 


Comments