ΤΟ ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑ

του Βασίλη Γιαννόπουλου

 

Θέατρο «Radar»

Πλατεία Αγίου Ιωάννη & Πυθέου 93

Μετρό Άγιος Ιωάννης

 

Σκηνοθεσία: Αναστασία Παπαστάθη

 

Τρίτη, 24 Ιανουαρίου 2023

9 μ.μ.

 

Κριτική ανάλυση

της Μαρίνας Αποστόλου

 

Κάποτε έλεγα «ζωή» και εννοούσα αιώνες…

 Έχουμε χρόνο…

Πάλι δεν πρόλαβα να ζήσω…

 

Στο εσωτερικό ενός διαμερίσματος (πιθανόν) ρετιρέ, διακοσμημένο με ζεστά, γήινα χρώματα (επικρατούν το πορτοκαλί και το καφέ συνδυαστικά με το γαλάζιο και το πράσινο), με φυτά εσωτερικού χώρου, σοφιστικέ ντεκόρ, βιβλία, περιοδικά αλλά και με ένα γραφείο όπου διακρίνει κανείς μια σταθερή τηλεφωνική συσκευή παιδική, ελαφρώς παράταιρη με τη γενικότερη εντελεκτουέλ αισθητική (παρατηρούμε ένα τηλέφωνο με τον Kermit the Frog) όχι τυχαία επιλεγμένη δεδομένης της ύπαρξης ενός «μεγάλου παιδιού» μέσα στο σπίτι, ξετυλίγεται το κουβάρι της κοινής ζωής ενός κουρασμένου ζευγαριού: του Αντώνη και της Μυρτώς.

Ήδη από την εναρκτήρια σκηνή, με τη Μυρτώ να φοράει τη ρόμπα της και να αποκρίνεται στο κάλεσμα ενός αγνώστου που χτυπάει αίφνης το κουδούνι, απλώνεται ένα μεταφυσικό ομιχλώδες μυστήριο πάνω από τον ρεαλισμό στη βάση του οποίου κινείται ως επί το πλείστο το έργο του Γιαννόπουλου. Ένας νέος, όμορφος άνδρας, πράος, με γλυκιά ματιά και μακριά καστανά μαλλιά, λευκό πουκάμισο και φέρων το όνομα «Γαβριήλ» ωσάν άγγελος, την επισκέπτεται για να τη βοηθήσει.

Δεν έχουν ξανασυστηθεί παλιότερα ή… μήπως κατά βάθος γνωρίζονται; Ο ρόλος του, όπως δηλώνει, είναι «βοηθός ζευγαριών». Ξέρει πολλά για τη γυναίκα. Ξέρει ότι είναι λυπημένη, ξέρει φυσικά το όνομά της, επισημαίνει τον απειλητικό χαρακτήρα του κόσμου όπου ζούμε χτίζοντας έτσι τη συναισθηματική ατμόσφαιρα του έργου κι ενώ αρχικά η Μυρτώ δείχνει να μην επιθυμεί συζήτηση με αυτόν τον ιδιότυπο σύμβουλο γάμου, σύντομα του ζητάει να μείνει. Το έργο λοιπόν εκκινεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον θέτοντας άμεσα το πλαίσιο της υπόθεσης αλλά και γεννώντας στους θεατές την προσδοκία της κορύφωσης και της λύσης από νωρίς.

Πώς όμως θα τη βοηθήσει; Με τι τρόπο μπορεί να επέμβει; Μα με τα «εργαλεία της δουλειάς», όπως απαντάει πάντα με την ίδια στωικότητα απέναντι στη νευρικότητα της γυναίκας. Κι αυτά δεν είναι άλλα από τις επιθυμίες, τα όνειρα και την ελπίδα.

Κάνει διάλογο μαζί της, επιχειρεί να ξεκλειδώσει την ψυχή της: Τη ρωτάει για το πρώτο πράγμα που της έρχεται στο μυαλό. Η Μυρτώ απαντάει γενικά περί μοναξιάς, θυμού και αγριότητας που επικρατούν στον κόσμο μεταξύ των ανθρώπων όμως εκείνος της ζητάει να εστιάσει στον εαυτό της. Το ζήτημα του χρόνου τίθεται ευθέως με αυτόν να μην είναι ποτέ σταθερά καθορισμένος («Ο χρόνος είναι πολύτιμος… ποτέ δεν ξέρουμε πόσος μας απομένει…») ενώ η συνομιλία και το άνοιγμα ψυχής σε ένα άγνωστο άτομο προβάλλεται ως μια εκδοχή ανακουφιστική και πάντα ασφαλής.

Η γυναίκα έχει πολλά παράπονα τόσο από τον άντρα της όσο και από την κοινωνία και την Πολιτεία. Πληρώνει τα λάθη των άλλων, όπως λέει. Θυμάται πονώντας: Παλιά ήταν δημιουργική. Της άρεσε να ζωγραφίζει μα δεν της επετράπη να γίνει ζωγράφος. Ερχόμενη πάλι στο σήμερα: Πώς θα αποκτήσει νόημα η ζωή της; Αναρωτιέται, στοχάζεται, θλίβεται και ταυτόχρονα κάνει το κοινό να συλλογίζεται: Μήπως είναι εύκολο και βολικό να δικαιολογούμε τις ατέλειές μας αποδίδοντας την αποτυχία μας στους «άλλους» και μόνο; Στους αυστηρούς και ακαλλιέργητους γονείς; Στον ακατάλληλο σύζυγο;

Ο Γαβριήλ αποχωρεί, η σκηνή ολοκληρώνεται χωρίς περιττά λόγια και πλατειασμούς όμορφα και ορθά τόσο τεχνικά όσο και νοηματικά, γεγονός που ισχύει και για τις υπόλοιπες σκηνές.

Ήρθε η στιγμή να γνωρίσουμε το τρίτο δραματικό πρόσωπο του έργου: τον Αντώνη, τον συνομήλικο σύζυγο της Μυρτώς. Στην οικογένεια, όπως διαπιστώνουμε, δεν υπάρχει παιδί, το ζευγάρι είναι μάλλον άτεκνο. Υπάρχει όμως ο Αντώνης που έχει μείνει παιδί, κάτι που αποδεικνύεται μέσα από την ανώριμη και ανεύθυνη συμπεριφορά του σε σχέση με τις οικογενειακές υποχρεώσεις.

Έχει χαλάσει το ασανσέρ της πολυκατοικίας και έτσι ο Αντώνης αναγκάζεται να ανέβει έξι ορόφους με τα πόδια. Λαχανιάζει, παραπονιέται. Η Μυρτώ φροντίζει για το ζέσταμα του φαγητού: Έχουν κοτόπουλο με πατάτες. Για τον Αντώνη, δεν είναι ένα απλό, ευκαταφρόνητο γεύμα. Είναι μάλλον «αμβροσία». Και η ζωή που διάγουν είναι «βασιλική» απ’ τη στιγμή που διαθέτουν ένα «κεραμίδι» και ένα «πιάτο φαγητό». Ο Αντώνης ιδεαλιστής και ολιγαρκής, η Μυρτώ πρακτική και ρεαλίστρια. «Πού είναι το στέμμα μου;» του απαντάει ρητορικά (ίσως και δηκτικά) με ερώτηση στο σχόλιο περί της «βασιλικής» ζωής που υποτίθεται ότι περνούν…

Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος είναι φύση καλλιτεχνική. Ο Αντώνης ποιητής και μυθιστοριογράφος, η Μυρτώ ζωγράφος. Μάλιστα, τα ποιήματα αποτέλεσαν για τον άνδρα του ζευγαριού το κανάλι εκείνο μέσω του οποίου διοχέτευσε όλη τη ρομαντική του διάθεση προς τη Μυρτώ την εποχή που ήταν νέοι και σε στιγμές που δεν μπορούσε αλλιώς να της εκφράσει τον έρωτά του. Και εκείνη, όπως σήμερα ομολογεί, γοητεύτηκε. Κανένας όμως από τους δύο δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες του: Ο Αντώνης δεν πέτυχε ως συγγραφέας. Ήθελε να ξεκινήσει από ψηλά, από το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας αλλά δεν τα κατάφερε. Η Μυρτώ πάλι, προερχόμενη από συντηρητική οικογένεια της ελληνικής επαρχίας, ήταν αδύνατο να εξηγήσει στους γονείς της τι εστί Σχολή Καλών Τεχνών και έτσι υποτάχθηκε στην πατρική επιταγή φοιτώντας στην ΑΣΟΕΕ. Στον πατέρα της όφειλε και την πρόσληψή της σε μεγάλη εταιρεία, όπου εργάστηκε αγόγγυστα επί 25 χρόνια και κατόπιν απολύθηκε λόγω μεταφοράς της επιχείρησης στη Βουλγαρία, χώρα με σαφώς χαμηλότερους φόρους. Αιχμηρό το σχόλιο του συγγραφέα για το εν λόγω φαινόμενο που αποτέλεσε και αποτελεί πιθανόν ακόμα αιτία ποσοστού ανεργίας στη σύγχρονη Ελλάδα.

 

Μυρτώ: Το όνειρο ήταν ένα παραμύθι που σε βόλεψε…

Αντώνης: Άλλο είναι αυτό που αξίζουμε και άλλο αυτό που έχουμε τη δυνατότητα να πάρουμε.

 

Το ζεσταμένο κοτόπουλο μυρίζει και η σκηνή ολοκληρώνεται.

Το ζευγάρι απολαμβάνει τον καφέ του. Ο Αντώνης πάντα θετικός και ονειροπόλος, ερμηνεύει τη νοστιμιά του αφεψήματος: Έχει ως βασικό συστατικό του την ίδια την αγάπη. Η ετοιμασία του η ίδια είναι μια πράξη αγάπης. Η Μυρτώ, μονίμως ανήσυχη, υποψιάζεται τον άντρα της ως άπιστο και τον ρωτάει ευθέως το όνομα της ερωμένης του. Ο Αντώνης ενίσταται και σηκώνεται από το τραπέζι της κουζίνας. Πού στηρίζεται η υποψία της Μυρτώς; Στη χωρίς αιτία χαρά του συζύγου της που μάλλον παραπέμπει σε έρωτα με άλλη ή στο δικό της κρυφό παρελθόν που την κάνει να σκέφτεται πονηρά;

Ο μήνας έχει 22 και τα χρήματα της οικογένειας έχουν σχεδόν σωθεί. Το δεδομένο αυτό απασχολεί μόνο τη Μυρτώ καθώς ο Αντώνης φαίνεται να μην έχει εικόνα της πραγματικότητας. Φέρεται σαν παιδί που δεν έχει υποχρεώσεις. Εντούτοις, η Μυρτώ, ούσα πιο προσγειωμένη, του τονίζει πως δεν θέλει να καταντήσει να τρώει στα συσσίτια της Εκκλησίας ενώ κοιτάζοντάς τον στα μάτια τον ρωτάει ευθέως αν και ξέρει την απάντηση: «Ποιο είναι το επάγγελμά σου, Αντώνη;»

«Ελεύθερος επαγγελματίας», δηλώνει εκείνος αναφερόμενος στο παλαιοπωλείο που είχε κληρονομήσει από τον άρρωστο πατέρα του αλλά δεν κατάφερε στο τέλος να κρατήσει. Και σε δεύτερο χρόνο «συγγραφέας» πιστεύοντας πως έχει τόσο ταλέντο που μια μέρα οι εκδότες θα τον παρακαλούν να γράψει «έστω και μια παράγραφο».

Το ζευγάρι εξαρτάται οικονομικά από τις συντάξεις των γονιών της Μυρτώς ενώ και το διαμέρισμα όπου κατοικούν είναι προσφορά εκείνων. Και βεβαίως, όπως είναι αναμενόμενο, οι άνθρωποι αυτοί κάποια μέρα θα φύγουν από τη ζωή και τότε μοιραία Μυρτώ και Αντώνης θα καταλήξουν στην επαιτεία.

Η Μυρτώ αναστατώνει με τα λόγια της τον Αντώνη. Εκείνος της φωνάζει αγανακτισμένος να τον διώξει ενώ η Μυρτώ, συγχυσμένη, σχεδόν έξω φρενών, του κραυγάζει να φύγει εφόσον αυτός αδυνατεί να ακούσει την αλήθεια και να αποδεχτεί την αποτυχία του. Σε εκείνο το σημείο ακριβώς του χρεώνει και τη στέρηση του παιδιού επιβεβαιώνοντας την εικασία των θεατών πως οι δύο δραματικοί χαρακτήρες δεν είναι γονείς.

Ο Γαβριήλ επανεμφανίζεται: Την προτρέπει να πάψει να είναι θεατής της ζωής της και να ψάξει να βρει τον εαυτό της με βάση τα σημεία γύρω και μέσα της.

Το κείμενο όμως περιέχει και στοιχεία χιουμοριστικά. Η Μυρτώ διαβάζει το βιβλίο της, ταυτόχρονα τρώει πατατάκια και ενοχλεί τον Αντώνη που πασχίζει να συγγράψει. Δεν καταλαβαίνει όμως γιατί γίνεται τόσο διασπαστική… «Κι ένα ρίνισμα σιδήρου μπορεί να σταματήσει την εκτόξευση ενός διαστημόπλοιου» αντιδράει εκείνος εκνευρισμένος ενώ η Μυρτώ δεν παραλείπει να παρομοιάσει τη συγγραφή του βιβλίου του άντρα της ακριβώς με την εκτόξευση ενός διαστημόπλοιου… ειρωνευόμενη σαφώς την προσπάθειά του. Ο Αντώνης ανταπαντάει πως «δεν ανήκει στο σύστημα» υπογραμμίζοντας πως τα πράγματα δεν αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη.

Λύσεις ωστόσο υπάρχουν. Ο Αντώνης μπορεί να εργαστεί στην Ύδρα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου του οικείου τους προσώπου, του Μαρίνου. Ο ίδιος όμως νιώθει «υπερβολικά καλλιτέχνης» για να περιοριστεί πίσω από έναν πάγκο και να δίνει τα κλειδιά στους πελάτες… Άλλη μια φορά δείχνει την ανευθυνότητά του εφόσον οι δυο τους χρειάζονται χρήματα κι αυτός αρνείται την απασχόληση. Και η συμπεριφορά του χειροτερεύει όταν απαγορεύει και στη Μυρτώ να εργαστεί στην εν λόγω θέση με τη δικαιολογία ότι ο Μαρίνος τη φλερτάρει. Τη ζηλεύει. Είναι ανασφαλής, ψευτοπερήφανος και ουτοπιστής.

Το ασανσέρ παραμένει εκτός λειτουργίας. Η Μυρτώ έχει φροντίσει να εξοικονομήσει χρήματα για τα προς το ζην και έτσι κατορθώνει να ψωνίσει τα απαραίτητα. Ανεβαίνει τους έξι ορόφους αγκομαχώντας με τις σακούλες ενώ ο Αντώνης, βιδωμένος στο γραφείο του, διορθώνει το μυθιστόρημά του και παραξενεύεται για το πώς η Μυρτώ εξασφάλισε χρήματα. Ζητάει τη γνώμη της (την εκτιμάει ιδιαίτερα) για τα γραφόμενά του. Κεντρική ιδέα του κειμένου του είναι η ρουτίνα ανάμεσα στον Κοσμά και την Ελένη, τους δύο χαρακτήρες του μυθιστορήματός του. Ο έρωτας μεταξύ τους έχει πεθάνει όμως οι δυο τους δεν χωρίζουν. Η Μυρτώ, παρότι δεν κατανοεί ακριβώς τη γραφή του Αντώνη, υποστηρίζει πως μια σχέση που δεν την εμπνέει πια ο έρωτας διατηρείται από την αμοιβαία αγάπη. «Δεν υπάρχει αγάπη χωρίς όφελος… η πεζότητα του βιοπορισμού σκοτώνει την αγάπη» πιστεύει ο Αντώνης. Και κάπου εκεί παραληρεί περιγράφοντας τη γοητεία του να είσαι συγγραφέας, να είσαι ελεύθερος να πλάθεις όπως εσύ επιθυμείς τα πρόσωπα και τις καταστάσεις του βιβλίου σου χωρίς να λογοδοτείς στο κοινό σου. Σύμφωνα με τον Αντώνη, «ο συγγραφέας είναι ελεύθερο πουλί, μίλια μακριά… Μιλάει για το χθες αλλά προετοιμάζει το αύριο» κι όποιος αναγνώστης δεν ικανοποιείται μπορεί απλά να «αλλάξει βιβλίο».

Η Μυρτώ είναι γήινη μα και ταυτόχρονα αναγνωρίζει τον υποκειμενισμό στην αντίληψη του κάθε ανθρώπου, την πιθανότητα περισσότερων οπτικών. Ο Αντώνης φαίνεται πιο στενόμυαλος και πάνω σ’ αυτό η γυναίκα του τον συμβουλεύει να σωπαίνει καλύτερα (αφού δεν μπορεί να δει τίποτα πέρα από αυτό που εκείνος νομίζει).

Ένα ατυχές συμβάν πληγώνει τη Μυρτώ και ενισχύει τις τύψεις του Αντώνη για κάτι που δεν φταίει ο ίδιος: Πρόκειται για μια λιωμένη σοκολάτα ενός μικρού παιδιού που πατάει κατά λάθος η Μυρτώ και γλιστράει. Το παιδί είναι της γειτόνισσας που μένει στο από κάτω πάτωμα και το περιστατικό αυτό είναι αρκετό για να δεχθεί η Μυρτώ τα βέλη της μητέρας αυτής όταν (η Μυρτώ) τολμά να της κάνει σχετική παρατήρηση. Η Μυρτώ είναι άτεκνη, δεν έχει παιδιά και κατά συνέπεια αγνοεί πώς αυτά μεγαλώνουν… Ο Αντώνης θιγμένος, θέλει να υπερασπιστεί τη γυναίκα του και να βροντοφωνάξει πως αυτός δεν μπορεί να τεκνοποιήσει. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Αληθεύει αυτό;

Η Μυρτώ είναι μια γυναίκα λογική, στέρεη, πραγματίστρια. Ο Αντώνης αιθεροβάμων και ευκολόπιστος σαν μικρό παιδί. Μπορεί να μην αναλαμβάνει υλικές ευθύνες που έχουν μεγάλη σημασία όπως π.χ. τα χρήματα που χρειάζεται η οικογένεια εντούτοις έχει φορτωθεί στις πλάτες της ψυχής του καλά κρυμμένα μυστικά της Μυρτώς που τους κρατάνε σε απόσταση και τους έχουν φέρει σε σημείο όχι ακριβώς αποξένωσης αλλά σίγουρα τριβής.

Μολονότι το ζευγάρι διέρχεται κρίση, η Μυρτώ μοιράζεται την πρόσκαιρη χαρά του Αντώνη όταν αυτός της ανακοινώνει πως βρήκε εκδότη για το βιβλίο του αλλά και την απογοήτευσή του όταν πάλι ο ίδιος διαπιστώνει τηλεφωνικά ότι ο εκδότης του τού ζητάει χρήματα τελικά για την υλοποίηση αυτή. Στη συνέχεια, αποφασίζουν να πάνε μαζί σινεμά μετά από καιρό, γεγονός που έχει ιδιαίτερη ψυχολογική σημασία. Η Μυρτώ το χαίρεται και περιποιείται τον εαυτό της για τον σκοπό αυτό ενώ ο Αντώνης ως πιο μίζερος δεν κάνει το ίδιο παρά παρακολουθεί ποδόσφαιρο στην ταμπλέτα μέχρι την τελευταία στιγμή.

Ποιος είναι ο μικρός πρίγκιπας της Μυρτώς; Γιατί του ζητάει συγγνώμη και γιατί έχει πάψει να τον περιμένει; Τι είχε συμβεί στα 15 της χρόνια και τη σημάδεψε ισόβια; Πότε λειτούργησε με το ένστικτο παρόλο το τετράγωνο μυαλό της; Τι άλλο έχει κρύψει από τον ρομαντικό Αντώνη; Και πώς αυτό συνδέεται με δική του αποκάλυψη σχετική με το άρωμα του άγριου πεύκου;

Ο Γαβριήλ επανέρχεται. Θυμίζει τα πάντα στη Μυρτώ. Όσα την πονάνε, όσα άσχημα θυμάται αυτή και δεν έχει ξεπεράσει. Θέλει να αλλάξει το παρελθόν της. Να ζήσει το παρόν της. Μα έχει τόση θλίψη μέσα της… Μπορεί άραγε να αλλάξει κάτι ελπίζοντας μόνο; Εκτός από πόνο όμως έχει και πείσμα, όπως της υπογραμμίζει ο παράξενος επισκέπτης της. Και απαιτεί πραγματικά τόσο θάρρος να μιλήσεις ανοιχτά στον άλλο για όσα λάθη έχεις κάνει, για όσα ψέματα του έχεις πει και φυσικά να ζητήσεις συγγνώμη.

Θα το κάνει η Μυρτώ, κι αν ναι με ποιον τρόπο; Θα συνεχίσει ο Αντώνης μαζί της ή θα φύγει από το σπίτι οριστικά;

Το φτερούγισμα του Βασίλη Γιαννόπουλου είναι ένα πολύ ζεστό, τρυφερό, σύγχρονο κοινωνικό έργο. Μεστό, χωρίς φλυαρίες, κερδίζει τον θεατή από την πρώτη κιόλας σκηνή με την έλευση ενός αινιγματικού προσώπου με θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Λέγεται Γαβριήλ, φοράει λευκό πουκάμισο σαν φτερά, είναι νηφάλιος, γνωρίζει τα πάντα για τη Μυρτώ και τη συμβουλεύει. Πολλές οι σκέψεις που μπορεί να κάνει το κοινό: Είναι ο γιος της Μυρτώς; Είναι οι τύψεις της; Η συνείδησή της; Το alter ego της;

Τι μπορεί να σημαίνει το «φτερούγισμα»; Είναι το πέταγμα της ψυχής που απελευθερώνεται από τα βάρη χρόνων; Είναι η αποκάλυψη της αλήθειας; Είναι η απόδραση από έναν νεκρό γάμο; Κι όμως ο γάμος του Αντώνη και της Μυρτώς δεν βρίσκεται σε τέλμα κατά βάθος: Το παλεύουν. Πασχίζουν να επικοινωνήσουν, να κάνουν διάλογο ακόμα κι αν δεν συμφωνούν, ακόμα και αν ο ένας βρει απλά την ευκαιρία να πικράνει τον άλλο προβάλλοντας τα ελαττώματά του και τις ελλείψεις του. Έχουν συναισθήματα ο ένας για τον άλλο, συμπονούνται, κάθε άλλο παρά αδιαφορούν. Πρακτικά όμως προβλήματα που συνδέονται με την επιβίωση καθώς και σκοτεινά μυστικά δηλητηριάζουν τη σχέση τους και την υπονομεύουν.

Το φτερούγισμα είναι ένα έργο που μπορεί να αγγίξει τον καθένα από εμάς. Γιατί είναι ρεαλιστικό και σουρεαλιστικό μαζί. Γιατί όλοι μας λίγο πολύ εντοπίζουμε πάνω στον Αντώνη και τη Μυρτώ δικά μας στοιχεία. Γιατί όλοι μας, άλλος έτσι και άλλος αλλιώς, έχουμε ζήσει ή συνυπάρξει με κάποια Μυρτώ ή κάποιον Αντώνη. Γιατί τα δραματικά πρόσωπα του Γιαννόπουλου και τα δραματικά γεγονότα που περιγράφει είναι πέρα ως πέρα αληθινά, πιθανά και ανθρώπινα.

Το έργο αποδίδεται μοναδικά και από τους τρεις ηθοποιούς: Αναστασία Παπαστάθη, Γιώργο Γιανναράκο και Δημήτρη Τσολάκη. Η Παπαστάθη μάλιστα το σκηνοθετεί εξαιρετικά, σχεδιάζει τους φωτισμούς (όπως κάνουν πολλοί θεατρικοί σκηνοθέτες εξάλλου) ενώ στο πλευρό της σκηνοθετικά τη συντροφεύει ο Τσολάκης. Ο τελευταίος υποδύεται ανατριχιαστικά τον Γαβριήλ. Ο ρόλος τού πάει μοναδικά μα και ο ίδιος τον υποστηρίζει άριστα. Άψογος είναι και ο Γιανναράκος ως Αντώνης δίνοντας σάρκα και οστά σε έναν οικείο σε όλους μας χαρακτήρα. Υπέροχα σκηνικά και κοστούμια, ταιριαστή μουσική ιδίως τις στιγμές της εμφάνισης του Γαβριήλ (των Πανούτσου και Φορτούνα αντίστοιχα).

Οπωσδήποτε, το όλο εγχείρημα εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό και ο χώρος του θεάτρου “Radar” που είναι φιλόξενος, ζεστός και ιδανικός για το ανέβασμα τέτοιων παραστάσεων. Τώρα πια τα δευτερότριτα φορούν άρωμα καλού θεάτρου…

 

 

Συντελεστές:

Κείμενο: Βασίλης Γιαννόπουλος

Δραματουργική επεξεργασία/Σκηνοθεσία: Αναστασία Παπαστάθη

Σκηνικά/Κοστούμια: Κυριακή Πανούτσου

Μουσική επιμέλεια: Πάνος Φορτούνας

Βοηθός σκηνοθέτη: Δημήτρης Τσολάκης

Σχεδιασμός φωτισμών: Αναστασία Παπαστάθη

Φωτογραφίες: Χάρης Γερμανίδης

Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου

Web Administration: Χρήστος Λουκόπουλος

Art work: Creatures

 

Ηθοποιοί με σειρά εμφάνισης:

Αναστασία Παπαστάθη: Μυρτώ

Δημήτρης Τσολάκης: Γαβριήλ

Γιώργος Γιανναράκος: Αντώνης

Comments

Popular Posts