ΧΑΠΙ
του Enda Walsh
Θέατρο «Σταθμός»
Βίκτωρος
Ουγκώ 55, Μεταξουργείο
Σκηνοθεσία: Μάνος
Καρατζογιάννης
Σάββατο, 14
Ιανουαρίου 2023
6 μ.μ.
Κριτική
ανάλυση
της Μαρίνας
Αποστόλου
Αυτό το κεφάλι δεν το νιωσα ποτέ δικό μου Δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους. Οι άλλοι με αντιπαθούν γιατί δεν είμαι
σαν κι αυτούς. |
Πώς καταλήγει ένα παιδί σε ψυχιατρικό κατάστημα; Πώς οδηγείται στον
εγκλεισμό και τον ιδρυματισμό; Πώς χάνεται η αίσθηση του χρόνου μέσα από την
άγνοια της ακριβούς ώρας αλλά και της εναλλαγής των εποχών ιδίως όταν το κλίμα
είναι εύκρατο; Πώς οι μνήμες πλημμυρίζουν και βασανίζουν το μυαλό ενός τρόφιμου
εφιαλτικά;
Πώς ξαφνικά μέσα σε μια στιγμή ένας έφηβος μεγαλώνει απότομα κατά έξι
χρόνια;
Το ευαίσθητο και ιδιαίτερο στη γραφή του κείμενο “Medicine” (μτφρ. «Χάπι») ανεβαίνει στη
σκηνή του θεάτρου «Σταθμός» στο Μεταξουργείο σε υποδειγματική μετάφραση του
Αντώνη Γαλέου και σε άριστη σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη, ο οποίος υποδύεται
και τον ρόλο του Τζων, ενός ανθρώπου που μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική
κατόπιν, όπως ακούμε, απόφασης των γονιών του και κάποιου γιατρού της πόλης του…
Ένας χώρος γεμάτος απομεινάρια από κάποιο πάρτι που είχε προηγηθεί το περασμένο
βράδυ. Σχετική διακόσμηση (βλέπουμε ένα κομμένο μπαλόνι “congratulations”, αναρωτιόμαστε αν γιόρταζε
κάποιος κάποια επιτυχία του ίσως…), άλλα μπαλόνια, ντραμς, ένα μικρόφωνο και
ακουστικά…
Ένας νυσταγμένος άνδρας με πιτζάμες εισέρχεται στον χώρο και σκουπίζει.
Δεν είναι δύσκολο για τον θεατή να αντιληφθεί ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο που
ζει μόνιμα στο κτήριο αυτό. Φαίνεται χαμένος, μπερδεμένος, σαστίζει… «ΠΩΣ ΕΙΣΑΙ
ΣΗΜΕΡΑ, ΤΖΩΝ;», ακούμε μια φωνή να ρωτάει. Μια στερεοτυπική ερώτηση που θα
επαναληφθεί αρκετές φορές στην παράσταση, μια ερώτηση που ο Τζων δέχεται «τρυφερά»
από κάποιο γιατρό (;), νοσηλευτή (;) του ιδρύματος, προφανώς. Σκάει τα μπαλόνια
που είχαν απομείνει. Όπως πληροφορούμαστε, είχε κάνει γιορτή το προσωπικό του ιδρύματος
το βράδυ που πέρασε.
Εκείνη τη στιγμή, ένα άλλο άτομο καταφθάνει μεταμφιεσμένο. Μιλάει στο
κινητό αλλάζοντας τη φωνή του. Η ένδυσή του ανδρική με σακάκι σκούρο. Φοράει
μάσκα αποκριών… Αμέσως βάζει μουσική στον φορητό υπολογιστή που υπάρχει στον
χώρο. Αφαιρεί την αμφίεση μαζί και τα τεχνητά φρύδια και μουστάκια που είχε
κολλήσει στο πρόσωπό του. Αυτό προκαλεί πόνο, γι’ αυτό και δεν ξεκολλάει το ένα
φρύδι. Αποκαλύπτεται μια ξανθή νεαρή γυναίκα, που όπως μαθαίνουμε πιο μετά ήρθε
από άλλη δουλειά που είχε.
Σύντομα μια άλλη νέα κοπέλα με επίσης περίεργη αμφίεση κάνει την εμφάνισή
της. Είναι ντυμένη «αστακός», κάτι το οποίο γίνεται ευκρινές όταν έρχεται πιο
μπροστά στη σκηνή (θα έλεγε κανείς από μακριά πως φοράει λουλούδια στο κεφάλι). Κρατάει
και μια ρακέτα. Η μουσική σταματάει. Έξω ο αέρας φυσάει δυνατά, άρα μάλλον
είναι χειμώνας.
Ποιες είναι αυτές οι δύο κοπέλες; Τι ρόλο θα παίξουν; Πώς θα συσχετιστούν
με τον Τζων; Γιατί ο τελευταίος λέει πως επισκέπτεται τον συγκεκριμένο χώρο μια
φορά τον χρόνο; Ποικίλα τα ερωτηματικά που γεννιούνται στο μυαλό του κοινού που
παρακολουθεί προσεκτικά για να αντιληφθεί το πλαίσιο της ιστορίας και τις σχέσεις
των δραματικών χαρακτήρων. Και με αυτόν τον τρόπο εξελίσσεται ολόκληρη η
παράσταση. Δημιουργούνται σταθερά απορίες που
καλύπτονται έως ένα βαθμό στην πορεία.
Μυρίζει χυμός και εμετός (αυτό το είχε επισημάνει και ο Τζων στην
εναρκτήρια σκηνή). Έτσι γιορτάζουν εκεί… εννοώντας πως για να ξεφαντώσουν
πρέπει να φθάσουν σε σημείο τέτοιο (του έμετου). Οι δύο κοπέλες δεν
γνωρίζονται. Πρώτη φορά θα συνεργαστούν. Είναι ηθοποιοί στο επάγγελμα και
λέγονται και οι δύο Μαρία στο όνομα! (Σχόλιο άραγε για τους ηθοποιούς που πλέον
έχουν γίνει ένα τόσο συνηθισμένο «είδος» εργαζόμενου όσο και τον εν λόγω όνομα;
Ή παραλληλισμός με τη Μαρία τη Μαγδαληνή που υποδύθηκε κάποτε η μητέρα του Τζων;)
Η δεύτερη Μαρία, η ντυμένη αστακός, δεν το δέχεται αυτό και πρόσκαιρα
ζητά από την πρώτη να αλλάξει το όνομά της στο πλαίσιο της συνεργασίας τους. Η
πρώτη είναι πιο πολύ τεχνικός ήχου. Ετοιμάζονται γιατί; Για ένα παιδικό πάρτι;
Είναι πράγματι δύο αρτίστες του μουσικού θεάτρου, όπως λέει υπερήφανα η Μαρία2;
Όντως θα λάβει χώρα κάποια γιορτή για τα παιδιά του ιδρύματος; Στο μεταξύ
έρχεται και ένας ντράμερ που είχε αργήσει λόγω του λεωφορείου του.
Η Μαρία2, η πιο μπριόζα, φαντασμένη με το επάγγελμά της και θρασεία, μπορούμε
να πούμε, συνομιλεί με τον Τζων, τον Τζων Κέιν όπως είναι το πλήρες όνομα του
νεαρού. Δεν έχουν ξανασυναντηθεί κι ο Τζων, ευγενικός καθώς φαίνεται, σπεύδει
να διευκρινίσει πως πράγματι αυτό ισχύει αφού «δεν είναι ξεχαστής ανθρώπων…
παρότι η μνήμη του αδυνατίζει». Ο Τζων θα παίξει, μάλλον, κάποιο ρόλο. Υπάρχει
κάποιο κείμενο, σενάριο αυτοβιογραφικό (;). Οι δύο ηθοποιοί θα τον βοηθήσουν να
ερμηνεύσει τον ρόλο του; Έχουν έρθει για την πρόβα τζενεράλε; Και μέσα στο ίδιο το κατάστημα θα επιτραπεί να ειπωθούν αλήθειες που το προσβάλλουν;
Ο Τζων ήθελε να γίνει συγγραφέας. Όταν ζούσε με τους γονείς του έγραφε
ποιήματα. Μα στο ψυχιατρείο πώς να καλλιεργήσει το ταλέντο του; «Εκεί δεν έχει
μολύβια και στυλό…». Η συζήτησή του με τη Μαρία2 μοιάζει σαν συνεδρία
ψυχοθεραπείας. Του θέτει ερωτήσεις σαν ψυχολόγος. Εκείνος δηλώνει πως δεν θέλει
να ασχολούνται μαζί του και τότε ζητάει από τη Μαρία2 να του περιγράψει ένα
όνειρο που βλέπει τακτικά.
Κι έτσι εκείνη, σε ένα χείμαρρο εξομολόγησης του αφηγείται γλαφυρά το
ασυνάρτητο όνειρό της («ο κόκκινος ήλιος καβουρδίζει την ανύποπτη θάλασσα») που
αναμειγνύει έναν αστακό, μια καρδάρα με γάλα που γίνεται κρέμα, σχεδόν βούτυρο
και έναν Κένταυρο μαζί. Τη συνοδεύει ακουστικά η Μαρία1. Μπορεί να μην έχουν
ξανασυνεργαστεί, όμως σ’ αυτή την περίπτωση βρήκαν τρόπο και εναρμονίστηκαν. Εξ
ου κι ο αστείος μεταξύ τους ανταγωνισμός (σε ποια οφείλεται η επιτυχία της καλλιτεχνικής
αυτής συνεννόησης;), έμμεσο σχόλιο του Walsh για το μικρόβιο που φέρουν οι ηθοποιοί
πιστεύοντας ότι επιτελούν κάτι σπουδαίο, μοναδικό, πηγαίο…
Τι θα κάνει τώρα άραγε ο Τζων; Για πρώτη φορά βλέπουμε πως το παντελόνι της
πιτζάμας του από την πίσω μεριά είναι σκισμένο, στοιχείο που καταδεικνύει την
ποιότητα ζωής του στο ίδρυμα.
Το αγόρι γεννήθηκε στις 7/2 σε μια αγροτική πόλη της Ιρλανδίας,
μοναχογιός και μοναχοπαίδι από δύο αλλοπρόσαλλους γονείς. Η μάνα του τον
σιχάθηκε με το που τον είδε: «σαν ψόφιο ψάρι σε σώμα μωρού». Του έλειπε οξυγόνο,
ήταν «μπλε». Παρέμεινε στο νοσοκομείο για να γίνει «ροζ», φυσιολογικά οπότε και
τον πήραν μαζί τους σπίτι, πίσω στη μιζέρια τους. Και οι δύο γονείς ήταν
αμαθείς, κακεντρεχείς. Η μάνα του Μάργκαρετ μύριζε τριαντάφυλλο και τσιγάρο
μαζί… Ο πατέρας του Σον την προέτρεπε διαρκώς να δίνει στο παιδί αγελαδόζουμο
για να μεγαλώσει.
Πώς τα θυμάται όμως όλα αυτά ο Τζων;
Υπάρχει μνήμη στη βρεφική ηλικία;
Πρόκειται για πραγματική ζωή; Μήπως για ένα σενάριο απλά που κρατάει στα
χέρια της η Μαρία2; Πρόκειται πιθανόν για κάποιο πρόγραμμα ψυχοθεραπείας μέσω ψυχοδράματος;
Το κείμενο ποιος το συνέταξε ακριβώς; Είναι αναμφισβήτητο πως περιγράφει τη ζωή
και τα βιώματα του Τζων. Ένα ακόμη ερωτηματικό που φυτεύει ο Walsh στο μυαλό του θεατή. Ο
θεατής του δεν παρακολουθεί μόνο μια παράσταση. Ο θεατής του Walsh συνεχώς προβληματίζεται,
σκέφτεται, ψάχνει να βρει απαντήσεις. Δεν τα έχει όλα έτοιμα, εύκολα, γραμμικά,
ξεκάθαρα, σερβιρισμένα «στο πιάτο». Κι εκεί κιόλας έγκειται η γοητεία της γραφής
του.
Μια σκηνή που τον κάνουν μπάνιο στον νεροχύτη με το υγρό σαπούνι να
στοιχειώνει τις αισθήσεις του Τζων είναι βαθιά χαραγμένη στην ψυχή του. Έρχεται
και να ξαναέρχεται να τον βασανίσει. Πέφτει κάτω από κει… τραυματίζεται, αίματα
τρέχουν. Αυτό σημαδεύει οριστικά, μάλλον, την υγεία του παιδιού.
Η ερμηνεία του Τζων αρέσει στις κοπέλες. Η Μαρία2 έχοντας τον πήχη ψηλά
απεχθάνεται τη λέξη «καλός». Τη θεωρεί μέτριο χαρακτηρισμό που κατά βάθος
υπονοεί την αποτυχία. Η Μαρία1 φέρνει την αγωγή στο Τζων μαζί με γιαούρτι ενώ
οι δυο τους χορεύουν το “September” των Earth, Wind & Fire και ο χώρος μετατρέπεται σε disco. Ο Τζων φοράει μία κάλτσα κόκκινη
και μία γκρι δείχνοντας και πάλι τη σύγχυση υπό την οποία τελεί σε αυτό το
καθεστώς εγκλεισμού.
Η Μαρία2 φοράει φουστάνι, θηλυκά παπούτσια και κολιέ. Κάνουν διάλειμμα. Η
1 τρώει μπανάνα ενώ η 2 δηλώνει πως προσλαμβάνει αποκλειστικά υγρή τροφή για να
μην έχει στομαχικές διαταραχές και έτσι να μην επηρεάζεται η ερμηνεία της ως
ηθοποιός. Έχει μόνιμα την ιδέα ότι πράττει κάτι μεγαλειώδες ειρωνευόμενη την 1
και αποκαλώντας της «κομπάρσα»… «Καθετί που κάνουμε στη ζωή μας είναι μια
ερωτική πράξη».
Ο Τζων εν τω μεταξύ, όσο οι δύο τους διαδρούν, μένει καθισμένος με τα
ακουστικά του.
Και η ανατριχιαστική αφήγηση – θεατρικός μονόλογος επανεκκινεί. Ο Τζων θα
αναφερθεί σε ακόμα πιο σκληρά γεγονότα που συμπεριλαμβάνουν την παραμέλησή του
από τους γονείς του, τους τσακωμούς τους, τον ρόλο που θα έπαιζε η μάνα του
στην εκκλησία που, όπως προείπαμε, ήταν αυτός της Μαρίας της Μαγδαληνής που
έπλυνε τα πόδια του Χριστού με τα ίδια της τα μαλλιά, η γνωριμία του με τη
συνομήλική του Σάρα με την οποία γειτόνευε, τα ποιήματα που συνέθετε και
χλεύαζε ο πατέρας του, την ανάμνηση της μάνας του που «περπατούσε στην πόλη
περιφέροντας την αηδία της».
Ένα καθοριστικής σημασίας συμβάν τον οδηγεί στο απροχώρητο. Στο σχολείο
αρρένων όπου φοιτούσε γνωρίζει τον Φίλιπ, ένα αγόρι με τραυλισμό. Είναι και οι
δυο τους ιδιαίτεροι τύποι. Ο Τζων, παχύς τότε, μύριζε την γνωστή γαλατίλα (βλ.
αγελαδόζουμο). Φεύγουν οι δυο τους (τα δύο αγόρια – έφηβοι) για κάποιο δάσος «τα
δέντρα ήταν τόσο ψηλά που προμήνυαν μια νέα περιπέτεια…» Ένα περιστατικό
χυδαίας παρενόχλησης, κοινώς μπούλινγκ, τον πληγώνει και τον εκθέτει
ανεπανόρθωτα όταν ένας άγνωστος στο δάσος τον υποχρεώνει να φορέσει ένα κόκκινο
φόρεμα και να περπατήσει 7 χιλιόμετρα με αυτό για να γυρίσει πίσω στην πόλη
του. Κι όλα αυτά με τη συναίνεση του «φίλου» του Φίλιπ. Ποιος ήταν αυτός που
τον υποχρέωσε σε αυτή τη γελοιοποίηση συνοδευόμενη και με απαγγελία ποιήματος;
Πάλι ο Walsh
εδώ ζωγραφίζει το έργο του αριστοτεχνικά με χρώματα μαγικού ρεαλισμού.
Και έτσι, αίφνης, μεγαλώνει κατά έξι χρόνια… Φέρει τραύμα, κάνει εμετούς,
δεν μπορεί κιλό να βάλει λόγω αυτής της μνήμης. Είναι άρρωστος, θυμάται τις ιστορίες
που σκαρφιζόταν για τη Σάρα, τρελαίνεται, τού κάνουν ένεση. Δεν βγαίνει ποτέ
έξω, ούτε καν στον κήπο. Δεν ξέρει πόσο καιρό βρίσκεται εκεί μέσα… Εντούτοις,
διατηρεί τα λογικά του: αμέσως συμπεραίνει πως και οι δύο κοπέλες λέγονται «Μαρία»
- δεν μπερδεύεται δηλαδή με τη σύμπτωση αυτή.
Παίζει το “Emotions” της Brenda Lee των οποίων οι στίχοι δένουν απόλυτα με τη
συναισθηματική κατάσταση του πρωταγωνιστή. Το χορεύει η Μαρία2. Νωρίτερα, η
παράσταση είχε «ντυθεί» μουσικά με το “Tell it
like it is” του Aaron Neville.
Ο Τζων πάλι με τα ακουστικά του πιο κει, σκηνοθετικό προφανώς σημείο για
να δοθεί η σκυτάλη στις δύο γυναίκες, οι οποίες αντιπαρατίθενται για αυτό που
κάνουν. Η Μ2 πιο σκληρή, πιο κυνική, δεν γνωρίζει από συναισθήματα και
ακολουθεί τις υποδείξεις των παραγωγών που τις εργοδοτούν. Η Μ1, από την άλλη, ανησυχεί
για όλο αυτό που κάνουν θεωρώντας πως δεν διάγουν νορμάλ ζωή. Η Μ2 την
χαστουκίζει και πίνει διαρκώς λουκοζέιντ υγρό που της προσφέρει ενέργεια, κάτι
που η 1 αρνείται.
Άθλιες αναμνήσεις. Θλιβερό ίδρυμα. Ο φύλακας Λίαμ που χτυπούσε τα «ζαβολιάρικα»
παιδιά, μαζί και τη φίλη του Βάλερι, επίσης τρόφιμη, που τού είχε δώσει ελπίδες
αποχώρησης και των δυο τους με τη βοήθεια του μπαμπά της. Τον παρακολουθεί, τον
βλέπει να κάθεται σε ένα παγκάκι, τον προσεγγίζει η ίδια μα θα τη χάσει – δεν θα
την ξαναδεί. Απαίσιο φαγητό επίσης: «κι αυτό που αποκαλούσαν φαγητό φτάνει στα
στόματά μας ανόρεχτα». Τι είναι αυτό το κόκκινο φως που ανάβει; Τι σηματοδοτεί;
Ο διάδρομος, οι τοίχοι, ο τιμωρός Λίαμ, η στέρηση της ελευθερίας, τα μήκη
και τα πλάτη που ποτέ δεν θα γνωρίσουν όσοι είναι καταδικασμένοι να ζουν ισόβια
μέσα σε τέτοιους χώρους, η ιρλανδική ύπαιθρος με τους λόφους και τα λιβάδια που
θα είναι για πάντα κάτι άγνωστο για τον Τζων, το αίμα που μυρίζει, οι ζωντανοί –
νεκροί γύρω του, τα 7 χιλιόμετρα, το όνειρο απόδρασης με τη Βάλερι, οι λέξεις
που βαραίνουν στο κεφάλι του, η θύμηση του νεροχύτη, η πόρτα που κλείνει πίσω του,
το ουρλιαχτό του στη σκοτεινή ερημιά, η παραδοχή του πως του αξίζει ο
εγκλεισμός μέσα σ’ αυτό το φρικτό περιβάλλον. Είναι αόρατος… το σκοτάδι μαύρο,
η σιωπή σβήνει και το ίδιο το αγόρι θα σβήσει «συντροφιά με το αεράκι». Όλα
αυτά συνθέτουν τη ζωή του Τζων, το στάτους του, τη ζωή που περνάει, την αιώνια
δυστυχία του. Γιατί;
Η αποστολή των δύο ηθοποιών ολοκληρώθηκε. Παιδικό πάρτι δεν έγινε, ασφαλώς. Τι έχει συμβεί όμως ακριβώς;
Έλαβαν κάποιες ιδέες για ταινία; Εμπνεύστηκαν από ένα πραγματικό περιστατικό; Ο
Walsh μέχρι την
τελευταία στιγμή κερνάει τροφή για σκέψη, ενεργοποιεί το πνεύμα των θεατών, τους
ωθεί σε μια συζήτηση μεταξύ τους μετά το τέλος της παράστασης. Ιδού η μαγεία
του εκ νέου.
Ο Τζων έχει ολοκληρώσει την ερμηνεία του. Είναι ανακουφισμένος, πιο
ήρεμος, νηφάλιος. Η Μ2 φεύγει, η Μ1 ωστόσο (πιο ευαίσθητη όντας) μένει δίπλα
του. Της το ζητάει κι ο ίδιος, για όσο εκείνη μπορεί. Σιωπή. Το φως χάνεται σταδιακά…
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μάνος Καρατζογιάννης καταγίνεται με ρόλο
δραματικού προσώπου που είναι αυτό που αποκαλούμε «διαφορετικό» από τον μέσο
όρο. Τον έχουμε θαυμάσει ξανά ως αυτιστικό Κρίστοφερ στο Ποιος σκότωσε τον
σκύλο τα μεσάνυχτα του Σάιμον Στήβενς αλλά και ως κωφό Μπίλι στις Φυλές της
Νίνα Ρέιν. Εδώ όμως, στο Χάπι, είναι πολύ πιο ώριμος, πολύ πιο δυνατός
και στέρεος ερμηνευτικά. Δίνεται σώμα και ψυχή στον ρόλο του Τζων μέσα από μια
υπόκριση αξέχαστη, διαπεραστική, ξεχωριστή. Ανεβάζει ένα έργο που πρώτη φορά
παίρνει σάρκα και οστά στο ευρωπαϊκό σανίδι, σκηνοθετεί μοναδικά τα τρία ακόμη
επί σκηνής πρόσωπα, υπολογίζει ορθά κάθε λεπτομέρεια, μαγνητίζει με την
ενέργεια που ξοδεύει. Απόδειξη οι γδαρμένοι του αγκώνες που δεν μπορούν να
μην τους παρατηρήσουν οι θεατές από την πλατεία. Όλο αυτό το καλλιτεχνικό προϊόν
δεν είναι τυχαία ποιοτικό: είναι αποτέλεσμα σκληρής και επίπονης δουλειάς του
Μ.Κ. επί σειρά ετών πότε ως ηθοποιός και πότε ως σκηνοθέτης, πότε και με τις δύο
ιδιότητες, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να
αναφέρουμε και την ευθύνη που φέρει και ως καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου
«Σταθμός», γεγονός που τον επιφορτίζει με περισσότερη δράση και κόπο.
Εξαιρετικές επιλογές είναι αμφότερες οι ηθοποιοί Βέρα Μακρομαρίδου
(Μαρία1) και Κρυστάλλη Ζαχαριουδάκη (Μαρία2) οι οποίες εναλλάσσουν ρόλους π.χ.
η πρώτη γίνεται και Βάλερι ενώ η δεύτερη και Λίαμ. Η ιδέα να χρησιμοποιηθούν
φωνές από πολυάριθμους αναγνωρίσιμους ηθοποιούς των οποίων το ηχόχρωμα είναι
χαρακτηριστικό (π.χ. του Καταλειφού και του Μουστάκη) είναι πολύ ευφυής και εξυπηρετεί πολύ όμορφα την απόδοση των άλλων ρόλων – δραματικών προσώπων που εντάσσονται στον μονόλογο
του Τζων.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης
Ερμηνεύουν: Βέρα Μακρομαρίδου, Κρυστάλλη Ζαχαριουδάκη, Μάνος Καρατζογιάννης
Επί
σκηνής ο ντράμερ Βαγγέλης Παρασκευαΐδης
Συμμετέχουν με τις
φωνές τους οι ηθοποιοί: Δημήτρης Ήμελλος, Δημήτρης Καταλειφός, Τάσος Λέκκας,
Θεοδώρα Μαστρομηνά, Νένα Μεντή, Λουκία Μιχαλοπούλου, Περικλής Μουστάκης,
Γιάννης Νταλιάνης, Νίκος Πουρσανίδης και Σοφία Φιλιππίδου
Σκηνικό: Κωνσταντίνος Χαλδαίος
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Μουσική: Παναγιώτης Μανουηλίδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Στέλιος Πλέσσας
Video: https://www.youtube.com/watch?v=1v-_rCv8az0
Comments
Post a Comment