ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ – ΕΓΩ, Η ΕΚΑΒΗ

 

«ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ – ΕΓΩ, Η ΕΚΑΒΗ»

Διασκευασμένο κείμενο – Σκηνοθεσία:

                       ΜΙΛΤΟΣ ΝΙΚΑΣ

 

Θέατρο «ΜΙΚΡΟ ΓΚΛΟΡΙΑ»

Ιπποκράτους 8, Αθήνα

 

Ερμηνεύουν οι:

® Μαρία Παπαλάμπρου & Νικολέτα Βλαβιανού


Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου την παράσταση του Σαββάτου 26 Απριλίου 2025 (στις 9.00 μ.μ.)


«Ο φτωχός ούτε να αρρωστήσει δεν μπορεί… Τίποτα δεν πρέπει να προδικάζει κανείς… Ο άνθρωπος όσο κι αν περιμένει κάτι, όταν αυτό έρχεται του φαίνεται πάντα ξαφνικό…»

«Με έδειρε ο γιος μου… Το παιδάκι που το έντυνα με τα ναυτικά…»

 

Γενικές πληροφορίες: Πρεμιέρα* έκανε στο θέατρο «Μικρό Γκλόρια» το Σάββατο 26 Απριλίου 2025 η παράσταση Το τρίτο στεφάνι – Εγώ, η Εκάβη σε διασκευασμένο κείμενο και σκηνοθεσία του Μίλτου Νίκα. Από τον τίτλο και μόνο, είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα έργο που βασίζεται στο πασίγνωστο Το τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή με έμφαση στο πρόσωπο της Εκάβης. Τον ρόλο της Εκάβης ερμήνευσαν σε παράλληλη δράση η Νικολέτα Βλαβιανού και η Μαρία Παπαλάμπρου. Επρόκειτο, δηλαδή, για έναν πρωτότυπο, δικέφαλο μονόλογο με τις δύο κυρίες να εναλλάσσονται ισόποσα ενώ συχνά υποδύονταν, πάντα κάτω από τη μονολογική σκέπη, και έτερα δραματικά πρόσωπα όπως λ.χ. τον σύζυγο της Εκάβης τον Γιάννη, τη Φρόσω που ήταν η δεύτερη γυναίκα του ή κάποιο από τα τέσσερα παιδιά που απέκτησε η ηρωίδα του Ταχτσή από τον γάμο της και γύρω από τα οποία στράφηκε όλη της η ζωή μέχρι τον θάνατό της.

Το σκηνικό της παράστασης: Με την είσοδό του στον χώρο του θεάτρου, οι θεατές παρατηρούν το σκηνικό. Λιτό και απέριττο αλλά υπέρ αρκετό για να ενσαρκώσουν οι δύο ηθοποιοί έναν χαρακτήρα τόσο εμβληματικό, όπως αυτός της Εκάβης. Ένα τραπέζι στρωμένο με δύο τραπεζομάντηλα, ένα λευκό και ένα κόκκινο, ένας ολόσωμος καθρέφτης, ένα εμπριμέ χαλάκι, λίγο πιο κει ένα μικρό μπαούλο, πάνω στο τραπέζι ένα ποτήρι, ένα φλυτζάνι του καφέ, μια τράπουλα που βλέπουμε μετά και ένα κερί αναμμένο στη μέση του τραπεζιού. Ένα κερί αναμμένο που κάλλιστα ο θεατής μπορεί να παραλληλίσει με την Εκάβη την ίδια στο πέρας της παράστασης. Τα φώτα χαμηλώνουν, οι ηθοποιοί εισέρχονται και το έργο ξεκινά με την Εκάβη να έχει ονειρευτεί τα νιάτα της και τη γνωριμία της με τον άντρα της.

Η υπόθεση: Η Εκάβη, μια νεαρή κοπέλα από την Αθήνα, μαθήτρια ακόμα, συναντά τον μέλλοντα σύζυγό της Γιάννη Λόγγο, ο οποίος εκτιμώντας την αθωότητα και τη σεμνότητά της δεν αργεί να την ζητήσει σε γάμο από τον πατέρα της. Παρολίγον νομικός, τον κερδίζει ο κερδοφόρος τομέας του εμπορίου ενώ σύντομα φεύγει για τη Θεσσαλονίκη όπου χτυπά η καρδιά των Α' Βαλκανικού Πολέμου. Το στρατιωτικό αυτό γεγονός θα του αποφέρει χρήματα ενώ όταν η Εκάβη θα καταφέρει να έρθει να τον βρει εκεί με τη βοήθεια της Πριγκίπισσας Σοφίας, θα έχει μαζί της και τα τέσσερα παιδιά που έχουν ήδη αποκτήσει ως ζευγάρι: την Ελένη, την Πολυξένη, τον Δημήτρη και τον Θόδωρο. Μέχρι και το τέλος του έργου, τα γεγονότα διαδέχονται καταρρακτωδώς το ένα το άλλο σηματοδοτώντας μια ζωή πολυτάραχη, κυρίως δύσκολη, με αναρίθμητες περιπέτειες, αγωνίες, πάλη για επιβίωση, απογοητεύσεις, φτώχεια, σκαμπανεβάσματα, συχνές μετακινήσεις και μετακομίσεις, δάκρυα, αλλά ελπίδα και πίστη στον Θεό˙ και φυσικά, πάνω από όλα αυτά να στέκεται αγέρωχη η υπέρτατη αγάπη της μητέρας για τα παιδιά της, ιδίως για εκείνα που πάσχουν, όπως ήταν ο Δημήτρης, το πιο όμορφο παιδί της Εκάβης με σταθερά παραβατική συμπεριφορά, εθισμό στις ουσίες και τραγική κατάληξη. Από την εποχή του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά μέχρι και τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ταχτσής μας σεργιανίζει σε μια ταλαιπωρημένη Ελλάδα όπου τα διεθνή και τα εγχώρια πολιτικά γεγονότα δεν την αφήνουν σε ησυχία ενώ με πλούσια αυτοβιογραφικά στοιχεία (οφείλω να πω ότι κάποιες στιγμές ήρθε στον νου μου η παράσταση Η μάνα αυτουνού, Έλλη Ζάχου Ταχτσή της Κικής Μαυρίδου) ο συγγραφέας φωτίζει τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία εκείνων των δεκαετιών και κυρίως προβάλλει την άδολη, αστείρευτη αγάπη της μάνας για τα παιδιά της που πάντα θα τοποθετείται στο κέντρο από εκείνα τα ίδια για να κατηγορηθεί, για να πληρώσει τις αμαρτίες άλλων, για να βοηθήσει, για να αναπληρώσει ρόλους, για να υποστεί ύβρεις ακόμα και σωματική βία. Αρκετή συζήτηση μέσα στο έργο γίνεται και για το ζήτημα της θρησκευτικής πίστης με την Εκάβη να επικαλείται στα δύσκολα τον Μεγαλοδύναμο, να αγανακτεί μαζί του όταν δεν εισακούει τις προσευχές που κάνει ως μάνα, να απορρίπτει τη Βικτώρια, τη σύντροφο του γιου της Δημήτρη, επειδή είναι Εβραία άρα αντίχριστη, να χαίρεται διπλά όταν εκείνη βαφτίζεται Φωτεινή, να διαπιστώνει τη μοναξιά της όταν πονάει φρικτά αλλά ο Θεός δεν είναι παρών και έτσι να δίνει μόνη της κουράγιο στον εαυτό της και στο τέλος, βαριά άρρωστη και ετοιμοθάνατη, να συμπεραίνει ότι τελικά Αυτός δεν υπάρχει. Αιχμηρό νωρίτερα και το σχόλιο του κομμουνιστή Δημήτρη που μάθαινε στον ανιψιό του Άκη πως ο Χριστός αναστήθηκε επειδή... ήταν φακίρης. 

Οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών: Αμφότερες εξαιρετικές, χωρίς ανάσα, οι δύο ηθοποιοί Νικολέτα Βλαβιανού και Μαρία Παπαλάμπρου γίνονται η Εκάβη που ονειρεύεται, που τολμά, που διεκδικεί αυτό που της αξίζει, που προστατεύει, που αγανακτεί αλλά που έχει και πολύ χιούμορ, που αρχίζει τη ζωή της από το μηδέν, που γίνεται μάνα από την αρχή για τα εγγόνια της, που στηρίζει τα παιδιά της όταν αρρωσταίνουν, που φοβάται για την εξέλιξή τους και που θα μεταμορφωθεί σε έναν θηλυκό Χριστό, η οποία θα κουβαλήσει μάλιστα μόνη της τον σταυρό της μονολογώντας πάνω από το χώμα που σκεπάζει τον νεκρό Δημήτρη της. Η Μαρία Παπαλάμπρου, γλυκιά και αέρινη αλλά και η Νικολέτα Βλαβιανού χειμαρρώδης, απολαυστική και τόσο χαρακτηριστικά εκφραστική και ζωντανή επί σκηνής τόσο μέσα από την εκφορά του λόγου όσο και μέσα από τη γλώσσα του σώματός της, δίνουν ένα ρεσιτάλ ερμηνείας ενός κειμένου με απαιτήσεις όπου το γέλιο διαδέχεται τη θλίψη και η λύπη τον προβληματισμό μέχρι το τέλος της γερασμένης και αποκαμωμένης πια Εκάβης που επισφραγίζει μια ολόκληρη εποχή, η οποία με τη σειρά της πάντα θα μας πονά και για αυτόν ακριβώς τον λόγο πάντα θα μας γοητεύει.  

Μου άρεσε πολύ η κίνησή τους, τα χαριτωμένα πουά τους φορέματα που επέλεξε η Δάφνη Τσακότα, το χρώμα της φωνής τους ανάλογα με το συμβάν που αφηγούνταν, όπως για παράδειγμα τη στιγμή περιφρόνησης της σπιτονοικοκυράς για την ύπαρξη του ανεπιθύμητου σκύλου της (η Νικολέτα Βλαβιανού, το πώς αερίστηκε για να την υποτιμήσει) και τη στιγμή της μεταφοράς του σταυρού όταν πέθανε ο Δημήτρης (η Μαρία Παπαλάμπρου: «Έβαψα μόνη μου τον σταυρό και τον κουβάλησα μόνη μου από τον Χολαργό…» και έπειτα η Νικολέτα Βλαβιανού: «Με το κεφάλι μου σκυφτό σαν τον Εσταυρωμένο μέσα από τον πευκώνα του σανατορίου… Γιε μου, παιδί μου! Ζουν τα πεύκα, αγόρι μου, μόνο εσύ πέθανες!».

Η διασκευή – σκηνοθεσία: Μόνο συγχαρητήρια αξίζουν στον Μίλτο Νίκα που εργάστηκε πάνω στο κείμενο του Ταχτσή και απομονώνοντας τον χαρακτήρα της Εκάβης, παρέδωσε αυτόν τον τόσο χυμώδη και ανάγλυφο μαζί μονόλογο. Η σκηνοθεσία του ήταν πολύ εύστοχη καθώς επιμελήθηκε άρτια δύο έμπειρες και ταλαντούχες υποκρίτριες χωρίς υπερβολές που θα μπορούσαν πιθανότατα να κουράσουν το κοινό αλλοιώνοντας την αξία του κειμένου. Είναι, εξάλλου, και ο ίδιος ηθοποιός, πράγμα που ασφαλώς του επιτρέπει να συναισθανθεί ακόμα πιο βαθιά το καλλιτεχνικό του λειτούργημα.

Συμπέρασμα: Μια παράσταση που αξίζει κανείς να επιλέξει, τόσο για το κείμενο όσο και για τις ερμηνείες!


Λοιποί συντελεστές:

Σκηνογραφία: omadaArt

Κοστούμια: Δάφνη Τσακότα

Σχεδιασμός Φωτισμού: Δημήτρης Μαργαρίτης

Βοηθός Σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Βαρελίδης

Φωτογραφία: Ζώης Τριανταφύλλου Σφακιανάκης

Βίντεο: Γιάννος Καλτσονούδης : https://www.youtube.com/watch?v=rifM_O3d0E0

Δημόσιες Σχέσεις: Αλίκη Δανάλη


*Είχαν προηγηθεί παραστάσεις σε θέατρο της Πάτρας

Comments